Subject | Greek | German |
busin., labor.org., account. | άλλα στοιχεία ενεργητικού | sonstige Vermögensgegenstände |
fin., account. | άλλα στοιχεία ενεργητικού και επιβαρύνσεις μελλοντικών χρήσεων | sonstige Aktiva und Rechnungsabgrenzungsposten |
fin., account. | άλλα στοιχεία ενεργητικού,προπληρωμένα έξοδα και δεδουλευμνο κεφάλαιο | sonstige Aktiva und Rechnungsabgrenzungsposten |
account. | άυλα μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία | Immaterielle nichtproduzierte Vermögensgüter |
account. | άυλα πάγια περιουσιακά στοιχεία | Immaterielle Anlagegüter |
account. | άυλα πάγια στοιχεία του ενεργητικού' άυλα περιουσιακά στοιχεία | immaterielle Anlagewerte |
patents., tax. | άυλα περιουσιακά στοιχεία | unkörperliche Sache |
patents., tax. | άυλα περιουσιακά στοιχεία | unkörperlicher Gegenstand |
patents., tax. | άυλα περιουσιακά στοιχεία | nicht körperlicher Gegenstand |
fin. | άυλα στοιχεία | immaterieller Wert |
fin. | άυλα στοιχεία | immaterielles Wirtschaftsgut |
fin. | άυλα στοιχεία | immaterieller Vermögensgegenstand |
account., patents. | άυλα στοιχεία της επιχείρησης | Geschäfts- oder Firmenwert |
econ., account. | άϋλα πάγια στοιχεία | immaterielle Anlagewerte |
fin., account. | άϋλα περιουσιακά στοιχεία | immaterielle Anlagewerte |
fin., account. | άϋλα περιουσιακά στοιχεία | immaterielle Anlagen |
fin., account. | άϋλα στοιχεία ενεργετικού | immaterielle Anlagewerte |
fin., account. | άϋλα στοιχεία ενεργετικού | immaterielle Anlagen |
account. | έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία | schriftlicher Prüfungsnachweis |
fin. | έγγραφο που περιέχει ανακριβή στοιχεία | Schriftstueck mit unzutreffenden Angaben |
fin. | έγγραφο που περιέχει ανακριβή στοιχεία | Schriftstueck mit sachlich falschen Angaben |
gen. | έκθεμα σε μετατρεπόμενα στοιχεία | zusammenfügbare Ausstellungsteile |
med. | έμμορφα στοιχεία αίματος | korpuskuläres Element |
med. | έμμορφα στοιχεία αίματος | Blutzellen |
nat.sc. | ένα από τα στοιχεία κάποιου σύνθετου οφθαλμού | Äuglein |
nat.sc. | ένα από τα στοιχεία κάποιου σύνθετου οφθαλμού | Ocellus |
gen. | έντυπο με τα στοιχεία της νομικής οντότητας | Formular mit Angaben zur Rechtsform des Antragstellers |
gen. | έντυπο με τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού | Formular mit Finanzangaben |
mun.plan. | έπιπλο με συμπληρωματικά στοιχεία | Elementmoebel |
mun.plan. | έπιπλο με συμπληρωματικά στοιχεία | Anbaumoebel |
econ., fin. | έσοδα από στοιχεία ενεργητικού | Einnahmen aus Aktiva |
agric. | αγροτικά στοιχεία | landwirtschaftlicher Teilbetrag |
gen. | αεροπορικά στοιχεία | Flugmittel |
account. | ακίνητα περιουσιακά στοιχεία | Grundstücke und Gebäude |
gen. | ακτινοβολημένα στοιχεία πυρηνικού καυσίμου | bestrahltes Brennelement |
energ.ind. | ανάπτυξη σύστημα με στοιχεία καυσίμου τύπου | Festpolymer-Brennstoffzelle |
busin., labor.org., account. | αναγνωρίσιμα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού | feststellbare Aktiva und Passiva |
earth.sc., life.sc. | αναγωγή με γνωστά στοιχεία | Entzerrung nach Einstelldaten |
fin. | ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία | unrichtige oder unvollständige Tatsachen |
stat. | ανομοιογενή στατιστικά στοιχεία | uneinheitliche Statistiken |
unions. | αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία | kongruente Aktivwerte |
unions. | αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία | Kongruenz |
fin. | ανταλλαγή επιτοκίων που αφορούν στοιχεία ενεργητικού αντί του παθητικού | Asset-Swap |
commer., polit. | αξιολογικά στοιχεία | Hintergrundinformationen |
account. | αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου | zuverlässige Prüfungsnachweise |
law, fin. | απαλλαγή από τη φορολογία υπό τον όρο της επανεπένδυσης σε πάγια στοιχεία | Steuerbefreiung unter der Bedingung der Wiederanlage |
law | απαλλακτικά στοιχεία | entlastender Beweis |
work.fl. | απαραίτητα στοιχεία:κύριο σύνολο δεδομένων | obligatorische Datenelemente:Hauptdaten |
law, fin. | αποδεικτικά πληροφοριακά στοιχεία | Beweismaterial |
fin. | αποδεικτικά στοιχεία | Nachweis |
account. | αποδεικτικά στοιχεία | Prüfungsnachweise |
fin. | αποδεικτικά στοιχεία ανάπτυξης | Belege in Bezug auf die Entwicklung |
account. | αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου | Prüfungsnachweise |
account. | αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου | Nachweis |
fin., mun.plan., tech. | απολογιστικά στοιχεία προϋπολογισμού | Haushaltsergebnis |
gen. | αποσυναρμολόγησις ράβδων δέσμης πυρηνικού καυσίμου σε επί μέρους στοιχεία | Zerlegen von Brennelementsaeulen in Einzelelemente |
fin. | απροσδιόριστα στοιχεία | immaterieller Wert |
fin. | απροσδιόριστα στοιχεία | immaterielles Wirtschaftsgut |
fin. | απροσδιόριστα στοιχεία | immaterieller Vermögensgegenstand |
econ. | απόρρητα στοιχεία | vertrauliche Daten |
fin. | αριθμητικά στοιχεία για την εκτέλεση του προϋπολογισμού | Zahlenangaben über die Ausführung des Haushaltsplans |
law | αρχικά αποδεικτικά στοιχεία παρατυπίας | erkennbarer Beweis für eine Unregelmäßigkeit |
insur. | ασφαλιστήρια που καλύπτουν τα ίδια περιουσιακά στοιχεία | Doppelversicherung |
insur. | ασφαλιστικά στοιχεία συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων | ergänzendes Eigenmittel in Form von Versicherungsprodukten |
insur. | ασφαλιστικό προϊόν με στοιχεία επενδύσεων | Versicherungsprodukt mit Anlageelementen |
insur. | ασφαλιστικό προϊόν με στοιχεία επενδύσεων | Versicherungsanlageprodukt |
fin. | ασώματα στοιχεία | immaterieller Wert |
fin. | ασώματα στοιχεία | immaterielles Wirtschaftsgut |
fin. | ασώματα στοιχεία | immaterieller Vermögensgegenstand |
law | ατομικά στοιχεία' προσωπική κατάσταση | Personenstand |
law | ατομικά στοιχεία' προσωπική κατάσταση | Familienstand |
chem., el. | αυλοφόρος θερμοπομπός με στοιχεία | Elementofen |
construct. | αυτοστηριζόμενα στοιχεία από γαλβανισμένη λαμαρίνα | selbsttragende Pfannen aus verzinktem Stahlblech |
stat. | βασικά οικονομικά στατιστικά στοιχεία | allgemeine Wirtschaftsstatistik |
stat., IT | βασικά στοιχεία | Grunddaten |
gen. | βασικά στοιχεία | Primärdaten |
comp., MS | βελτιωμένα στοιχεία ελέγχου παρουσιαστή | erweiterte Referentenbedienelemente |
fin., econ. | βραχυπρόθεσμα ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού; βραχυπρόθεσμα ρευστά διαθέσιμα στοιχεία ενεργητικού; βραχυπρόθεσμα ρευστά περιουσιακά στοιχεία | kurzfristige liquide Anlagen |
stat. | βρώμικα στοιχεία | verschmutzte Daten |
law | δευτερεύοντα στοιχεία της σύμβασης | akzessorische Vertragsbestandteile |
agric. | διάταξη υποδοχέα με δύο στοιχεία | zweiteiliger Fangrahmen |
econ. | διάφορα στοιχεία του καθεστώτος τιμών και παρεμβάσεων | die verschiedenen Bestandteile der Preis-und Interventionsregelung |
earth.sc., life.sc. | διαδικασίες προσανατολισμού με γνωστά στοιχεία | Einstellverfahren |
med. | διαθέσιμα θρεπτικά στοιχεία | verfuegbarer Naehrstoff |
stat. | διαρθρωτικά στοιχεία | Strukturdaten |
gen. | διαρροή από στοιχεία ελαττωματικού πυρηνικού καυσίμου | Leckage von defekten Brennelementen |
med. | διαφορικά στοιχεία του Mendel | Mendel-Faktoren |
econ., fin. | διαχωρισθέντα εμπορικά περιουσιακά στοιχεία | auf die Auffangstruktur übertragene kommerzielle Beteiligung |
fin. | διοικητικά πληροφοριακά στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | Verwaltungsinformationen betr. das Europäische Parlament |
fin., busin., labor.org. | διορθώσεις της αξίας απαιτήσεων και προβλέψεις πρόβλεψη για ενδεχόμενα στοιχεία του παθητικού και για υποχρεώσεις | Wertberichtigungen auf Forderungen und Zuführungen zu Rückstellungen für Eventualverbindlichkeiten und für Kreditrisiken |
gen. | εγγυήσεις και στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δοθεί ως εγγύηση | Verbindlichkeiten aus Bürgschaften und Haftung aus der Bestellung von Sicherheiten |
law | εκτέλεση σε κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία | die vollständig Durchführung der Zwangsvollstreckung wirkt sich gewöhnlich sowohl auf das bewegliche als auch das unbewegliche Vermögen des Beklagten aus |
account. | εκτεταμένες βελτιώσεις σε μη παραχθέντα μη χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία | Größere Verbesserungen an nichtproduziertem Sachvermögen/Bodenverbesserungen |
gen. | εμπιστευματικά στοιχεία του ενεργητικού | Treuhandvermögen |
gen. | εμπιστευματικά στοιχεία του ενεργητικού | Treugut |
stat. | εμπιστευτικά στατιστικά στοιχεία | vertrauliche statistische Daten |
fin., bank. | εμπορική κινητή αξία εξασφαλισμένη με περιουσιακά στοιχεία | forderungsgedecktes Geldmarktpapier |
fin., bank. | εμπορική κινητή αξία εξασφαλισμένη με περιουσιακά στοιχεία | besichertes Geldmarktpapier |
econ. | ενδεικτικά στοιχεία της ποιότητας | Qualitätsindikatoren |
agric. | ενεργειακά θρεπτικά στοιχεία | energiereiche Naehrstoffe |
construct. | ενισχυτικά στοιχεία | Versteifungen |
law | ενοχοποιητικά στοιχεία | belastender Beweis |
fin., account. | ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία | Sachanlagen |
econ., account. | ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία' υλικά πάγια περιουσιακά στοιχεία | Sachanlagen |
econ., account. | ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία' υλικά πάγια περιουσιακά στοιχεία | aktivierungspflichtige Investitionen |
econ., account. | ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία' υλικά πάγια περιουσιακά στοιχεία | Gegenstände des Sachanlagevermögens |
busin., labor.org., account. | ενσώματα περιουσιακά στοιχεία' υλικά περιουσιακά στοιχεία | Sachanlagen |
econ., environ. | εξωτερικά στοιχεία | externer Effekt |
econ., environ. | εξωτερικά στοιχεία | Externalität |
gen. | επένδυση σε άϋλα περιουσιακά στοιχεία | immaterielle Investitionen |
law, market. | επανεπένδυση σε πάγια στοιχεία | Wiederanlage in Anlagevermögen |
account. | επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου | ausreichende Prüfungsnachweise |
fin. | επενδύσεις σε άϋλα στοιχεία | nichtmaterielle Investitionen |
econ. | επενδύσεις σε μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία | Vermögensbildung in Form von Sachanlagen und immateriellen Werten |
fin. | επενδύσεις σε πάγια στοιχεία | feste Anlagen |
fin. | επενδύσεις σε πάγια στοιχεία | Anlageinvestitionen |
account. | επιβεβαιωτικά αποδεικτικά στοιχεία | erhärtende Nachweise |
work.fl. | επιπλέον παρατηρήσεις:προαιρετικά στοιχεία δεδομένων | fakultative Datenelemente:Zusatzangaben |
R&D. | επιστημονικά στοιχεία | wissenschaftliche Erkenntnisse |
R&D. | επιστημονικά στοιχεία | wissenschaftliche Anhaltspunkte |
fin. | επισφαλή στοιχεία του ενεργητικού | notleidende Aktiva |
fin. | επισφαλή στοιχεία του ενεργητικού | ertraglose Aktiva |
nat.sc., energ.ind. | επιτροπή διαχείρισης Cost 501 "προηγμένα υλικά για στοιχεία εγκαταστάσεων διατήρησης της ενέργειας" | Verwaltungsausschuß COST 501 Fortgeschrittene Werkstoffe für Komponenten von Energieanlagen |
econ. | ετήσια στοιχεία | jährliche Daten |
econ. | ετήσια στοιχεία που συνδέονται με τον ετήσιο πίνακα εισροών-εκροών | jährliche Angaben in Verbindung mit Input-Output-Tabellen |
med. | εύπεπτα στοιχεία | verdauliche Nährstoffe |
met. | η τιμή της σχέσης περιεκτικότητα σε άνθρακα προς περιεκτικότητα σε καρβιδογόνα στοιχεία | der Wert des Verhaeltnisses Kohlenstoffgehalt Gehalt an Karbidbildern |
econ. | ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία | digitaler Beweis |
econ., fin. | θεμελιώδη στοιχεία της οικονομίας | wirtschaftliche Fundamentaldaten |
econ., fin. | θεμελιώδη στοιχεία της οικονομίας | gesamtwirtschaftliche Eckdaten |
agric. | θρεπτικά στοιχεία λειτουργίας | Wirkstoffe und Ergaenzungsstoffe |
econ. | ιατρικά στοιχεία | medizinische Daten |
fin. | ιδιωτικά χρεώγραφα καλυμμένα με περιουσιακά στοιχεία | ABCP Conduit |
econ. | καθαρά περιουσιακά στοιχεία σε περίπτωση εκκαθάρισης | Nettovermögen im Liquidationsfall |
account. | καθαρά χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία | Nettogeldvermögen |
account. | καλλιεργούμενα περιουσιακά στοιχεία | Nutztiere und Nutzpflanzungen |
account. | κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου | angemessene Prüfungsnachweise |
health. | καταλυτικά στοιχεία | katalytische Elemente |
agric., construct. | κατασκευή με προκατασκευασμένα στοιχεία | Montagebau |
agric., construct. | κατασκευή με προκατασκευασμένα στοιχεία | Montage aus Fertigelementen |
agric., construct. | κατασκευή με προκατασκευασμένα στοιχεία | Fertigteilbau |
agric., construct. | κατασκευή με συναρμολογούμενα στοιχεία | Elementenbau |
stat. | κατευθυντικά στοιχεία | Richtungsdaten |
gen. | κινδυνεύοντα στοιχεία | risikoelemente |
law | κινητά περιουσιακά στοιχεία | Fahrnis |
fin. | κινητά περιουσιακά στοιχεία παρεχόμενα ως ενέχυρο για εξασφάλιση δανείου | Deckung |
law | κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία | Nachlassvermögen |
law | κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία | Erbschaftsvermögen |
life.sc. | κλιματολογικά στοιχεία | Klimatologische Daten |
life.sc. | κλιματολογικά στοιχεία | Klimadaten |
gen. | κοινά στοιχεία ενεργητικού και δυνατότητες του ΝΑΤΟ | gemeinsame Mittel und Fähigkeiten der NATO |
gen. | κοινά στοιχεία ενεργητικού του ΝΑΤΟ και χρησιμοποίηση του δυναμικού του ΝΑΤΟ | gemeinsame Mittel und Fähigkeiten der NATO |
econ., construct. | κοινωνικοοικονομικά στοιχεία | sozialoekonimische Daten |
construct. | κορνίζα σε προκατασκευασμένα στοιχεία | Gesims aus vorgefertigten Teilen |
agric. | κουρευτική μηχανή με πολλαπλά στοιχεία | mehrteilige Rasenmäher |
agric. | κουρευτική μηχανή με πολλαπλά στοιχεία | Gruppenmäher |
fin., IT | κρυπτογραφημένα στοιχεία σε μαγνητικό υλικό | kodierte Daten des Magnetstreifens |
earth.sc. | κύρια στοιχεία | Kardinalelemente |
construct. | κύρια στοιχεία | Hauptbestandteile einer Massnahme |
law | κύρια στοιχεία της σύμβασης | wesentliche Vertragsbestandteile |
environ. | Κύρια συστατικά στοιχεία | die wichtigsten Bestandteile |
environ. | Κύρια συστατικά στοιχεία | Hauptelelemente |
environ. | Κύρια συστατικά στοιχεία | Hauptbestandteile |
fin., account. | λογαριασμοί του ενεργητικού και του παθητικού; στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού | Vermögenswerte und Verbindlichkeiten |
fin., account. | λογαριασμοί του ενεργητικού και του παθητικού; στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού | Gegenstände des Aktiv- und Passivvermögens |
fin., account. | λογαριασμοί του ενεργητικού και του παθητικού; στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού | Aktiv- und Passivposten |
fin. | λογιστικά στοιχεία | Rechnungsunterlage |
account. | λογιστικά στοιχεία | Buchungsunterlagen |
account. | λοιπά άυλα μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία | Sonstige immaterielle nichtproduzierte Vermögensgüter |
account. | λοιπά άυλα πάγια περιουσιακά στοιχεία | Sonstige immaterielle Anlagegüter |
law, market. | λοιπά στοιχεία ενεργητικού,προκαταβολές και δεδουλευμένο εισόδημα | sonstige Vermögensgegenstände |
busin., labor.org., account. | λοιπά στοιχεία του παθητικού | sonstige Verbindlichkeiten |
account. | λοιπά φυσικά περιουσιακά στοιχεία | Sonstiges Naturvermögen |
econ. | μέτρο αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία | Entlastungsmaßnahme für wertgeminderte Vermögenswerte |
agric. | με πολλά επί μέρους στοιχεία | mehrgliedrig |
agric. | με πολλά επί μέρους στοιχεία | aus mehreren Gliedern |
agric. | μειωμένα γεωργικά στοιχεία | ermäßigter Agrarteilbetrag |
econ. | μεταβιβάσιμα στοιχεία ενεργητικού εκφρασμένα σε εθνικό νόμισμα τα οποία θεωρούνται καταθέσεις | übertragbare Guthaben in Landeswährung,denen der Charakter von Einlagen zuerkannt wird |
environ. | μεταπτωτικά στοιχεία | Übergangselemente |
fin. | μετατρέπει σε συνάλλαγμα τρίτων χωρών τα στοιχεία ενεργητικού | die Guthaben in die Waehrung dritter Laender konvertieren |
law, market. | μεταφερόμενα στοιχεία ενεργητικού | übertragene Einlage |
account. | μεταχειρισμένα περιουσιακά στοιχεία | Gebrauchte Anlagegüter |
gen. | μετρητής πυρηνικού καυσίμου σε στοιχεία | Element-Zähler |
account. | μη δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία | zum Inkasso fällige Werte |
econ., fin. | μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού | schwer realisierbare Aktiva |
econ., fin. | μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού | nicht-liquide Aktiva |
account. | μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία | Nichtproduzierte Vermögensgüter |
account. | μη χρηματοπιστωτικά μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία | Nichtproduzierte Vermögensgüter |
account. | μη χρηματοπιστωτικά παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία | Produzierte Vermögensgüter |
account. | μη χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία | Vermögensgüter |
industr., construct. | μηχανή στοιχειοθέτησης και κατασκευής κλισέ που συνθέτει τυπογραφικά στοιχεία | die die Typen setzt |
industr., construct. | μηχανή στοιχειοθέτησης και κατασκευής κλισέ που συνθέτει τυπογραφικά στοιχεία | Photosetzmaschine |
met. | μηχανολογικά στοιχεία για εξοπλισμό ηλεκτροσυγκολλήσεως αντιστάσεως άκρων | mechanische Daten fuer Stumpfschweisseinrichtungen |
law, lab.law. | μισθολογικά στοιχεία | Lohnteile |
law, lab.law. | μισθολογικά στοιχεία | Lohnbestandteile |
met. | μόλυνση από κατάλοιπα στοιχεία | Verunreinigung durch Fremdstoffe |
agric., industr. | ξυλεία με κολλημένα διακοσμητικά στοιχεία | Intarsie |
account. | οικονομικά περιουσιακά στοιχεία | Wirtschaftliche Bestandsgrößen/Wirtschaftliche Werte |
comp., MS | οικονομικά στοιχεία | finanzielle Informationen |
environ. | οικονομικά στοιχεία | Ökonomische Daten |
comp., MS | ομαδοποιημένα στοιχεία ελέγχου | gruppierte Steuerelemente |
nat.sc. | ομογενή,συγγενή στοιχεία | Elemente gleichartiger Differenzierung |
fin. | ορθά στοιχεία | Rechnungsunterlage |
met. | ορισμένα στοιχεία κραματοποίησης αυξάνουν την ευαισθησία σχηματισμού νιφάδων | manche Legierungselemente erhoehen die Flockenanfaelligkeit |
account. | ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία | vertiefender Prüfungsnachweis |
health. | ουσιώδη στοιχεία | wesentliche Elemente |
health. | ουσιώδη στοιχεία | Grundelemente |
econ., account. | πάγια περιουσιακά στοιχεία | Kapitalvermögen |
econ., account. | πάγια περιουσιακά στοιχεία | Anlagevermögen |
account. | πάγια περιουσιακά στοιχεία | Anlagegüter |
econ., account. | πάγια περιουσιακά στοιχεία | Anlagekapital |
account. | πάγια στοιχεία του ενεργητικού; πάγια στοιχεία; πάγιο κεφάλαιο; πάγιο ενεργητικό | festgelegte Aktiva |
account. | πάγια στοιχεία του ενεργητικού; πάγια στοιχεία; πάγιο κεφάλαιο; πάγιο ενεργητικό | Anlagevermögen |
gov. | παρέχω σκοπίμως ψευδή στοιχεία | vorsätzlich falsche Angaben machen |
gen. | παραστατικά στοιχεία | Vertragsbestandteile |
gen. | παραστατικά στοιχεία | Verdingungsunterlagen |
account. | παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία | Produzierte Vermögensgüter AN1 |
gen. | παρουσιάζω σκόπιμα ψευδή στοιχεία | vorsätzlich falsche Angaben machen |
gen. | παρουσιάζω σκόπιμα ψευδή στοιχεία | vorsaetzlich falsche Angaben machen |
econ. | πενταετή στοιχεία | Daten in fünfjährigen Abständen |
met. | πεπλατυσμένος σιδηροπάσσαλος-κόγχη Προορίζεται για την κατασκευή γωνιών.Χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό πεπλατυσμένοι σιδηροπάσσαλοι διπλωμένοι,είτε πεπλατυσμένοι σιδηροπάσσαλοι τους οποίους ψαλιδίζουμε κατά μήκος.Τα στοιχεία που προκύπτουν μ'αυτό τον τρόπο στη συνέχεια συγκολλούνται ή συνδέονται με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματιστεί γωνία | Ecken-Spundwandstahl |
environ. | περιβαλλοντικά στοιχεία δεδομένα | Umweltdaten |
environ. | περιβαλλοντικά στοιχεία | Umweltdaten |
account. | περιουσιακά στοιχεία | Vermögenslage |
law, busin., labor.org. | περιουσιακά στοιχεία | Vermögenswerte |
account. | περιουσιακά στοιχεία | Vermögen |
account. | περιουσιακά στοιχεία | Sachvermögen |
law, busin., labor.org. | περιουσιακά στοιχεία | Vermögensgegenstände |
busin., labor.org. | περιουσιακά στοιχεία που εκκαθαρίζονται από τον σύνδικο | Vermögensgegenstände, die der Verwertung durch einen Verwalter unterliegen |
account. | περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται από ένα φορέα μακροχρόνιων παροχών | Vermögenswerte, die durch einen langfristig ausgelegten Fonds zur Erfüllung von Leistungen an Arbeitnehmer gehalten werden |
account. | περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται από ένα φορέα μακροχρόνιων παροχών | Vermögen, das durch einen langfristig ausgelegten Fonds zur Erfüllung von Leistungen an Arbeitnehmer gehalten wird |
law | περιουσιακά στοιχεία σε συνάλλαγμα | Devisen |
fin. | περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό | Auslandsforderungen |
fin. | περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό | Auslandaktiva |
fin., econ. | περιουσιακά στοιχεία της Κοινότητας | Gemeinschaftsguthaben |
busin., labor.org. | περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη | Vermögensgegenstände des Schuldners |
busin., labor.org. | περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη | Vermögen des Schuldners |
busin., labor.org. | περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη | Schuldnervermögen |
gov. | περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου συντάξεως | Guthaben des Versorgungsfonds |
gen. | περιουσιακά στοιχεία του ταμείου συντάξεως | Guthaben des Versorgungsfonds |
account. | περιουσιακά στοιχεία του υπεδάφους | Bodenschätze |
econ. | περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών | Aktivposten der Banken |
account. | περιουσιακά στοιχεία/υποχρεώσεις εκφρασμένα σε ξένα νομίσματα | auf Fremdwährungen lautende Aktiva/Passiva |
agric. | περιστροφική τσάπα με πολλά στοιχεία | mehrreihige Rotationshackmaschine |
agric. | περιστροφική τσάπα με πολλά στοιχεία | Rotorkrümler aus mehreren Elementen |
agric. | περιστροφικός καλλιεργητής με πολλαπλά στοιχεία | mehrreihige Rotationshackmaschine |
agric. | περιστροφικός καλλιεργητής με πολλαπλά στοιχεία | Rotorkrümler aus mehreren Elementen |
agric. | πλάκες, διάτρητα στοιχεία ή εσχάρες του δαπέδου | Böden, einschließlich Latten-, Loch- oder Gitterroste |
law, pharma., environ. | πληροφορίαίες/πληροφόρηση/στοιχεία/ενημέρωση | Information |
gen. | πληροφορίες και στοιχεία | Informationen und Erkenntnisse |
gen. | πληροφορίες σχετικές με επιχειρήσεις και που αφορούν τα κοστολογικά τους στοιχεία | Auskuenfte ueber Unternehmen sowie deren Kostenelemente |
industr., construct. | πρίσμα με πολλαπλά στοιχεία | miteinander verkitteten Teilen |
industr., construct. | πρίσμα με πολλαπλά στοιχεία | Prisma aus mehreren |
law | πραγματικά και νομικά στοιχεία | tatsächliche oder rechtliche Umstände |
fin. | πραγματικά περιουσιακά στοιχεία | Sachanlagen |
fin. | πραγματικά στοιχεία του ενεργητικού | Sachanlagen |
crim.law. | πραγματολογικά στοιχεία | Sachverhaltsdaten |
environ. | προγνωστικά στοιχεία | Prognosedaten |
econ. | προθεσμιακά συμψηφιστικά στοιχεία | Gegenposition per Termin |
econ. | προκαταρκτικά ετήσια στοιχεία που συγκεντρώνονται πριν την κατάρτιση του πίνακα εισροών-εκροών | vorläufige jährliche Daten vor Erstellung einer Input-Output-Tabelle |
law | προσκομίζω αποδεικτικά στοιχεία | den Beweis für etwas erbringen |
fin. | προστατευτικά στοιχεία τα οποία περιέχονται στους δασμούς ταμιευτικού χαρακτήρα | Schutzanteile der Finanzzoelle |
immigr., commun. | προσωπικά στοιχεία | Ausstellungsdaten |
econ. | προσωπικά στοιχεία | persönliche Daten |
health. | προφυλακτικά στοιχεία | vorbeugende Elemente |
econ., fin. | πρωτοβουλία της Ομάδας των 20 G-20 όσον αφορά τα κενά στα στατιστικά στοιχεία | Initiative der G-20-Staaten zu Datenlücken |
fin., IT | πρόσθετα στοιχεία απαντήσεως | zusätzliche Antwortdaten |
fin., IT | πρόσθετα στοιχεία επαλήθευσης | zusätzliche Verifikationsziffer |
earth.sc. | ραδιενεργά στοιχεία | radioaktives Element |
earth.sc. | ραδιενεργά στοιχεία αποθηκευμένα στον τόπο εγκατάστασης | in situ gelagerte radioaktive Anlagenteile |
fin., econ. | ρευστά περιουσιακά στοιχεία ιδιωτικού χαρακτήρα | geldnahe Aktiva der Haushalte |
econ., fin. | ρευστά περιουσιακά στοιχεία | verfügbare Mittel |
econ., fin. | ρευστά περιουσιακά στοιχεία | liquide Mittel |
econ., fin. | ρευστά περιουσιακά στοιχεία | flüssige Mittel |
fin. | ρευστοποιήσιμα στοιχεία | potentielle Liquidität |
fin. | ρευστοποιήσιμα στοιχεία | liquide Mittel zweiter Ordnung |
industr. | ρουλεμάν με βελονοειδή στοιχεία | Nadellager |
health. | σήμανση με στοιχεία μολύβδου | Bleimarken |
agric. | σβάρνα με αναδιπλούμενα στοιχεία | Falt-Egge |
work.fl., IT | σημασιολογικά στοιχεία συμβολισμού | semantische Notationselemente |
agric. | σπαρτική μηχανή με ανεξάρτητα στοιχεία | Einzelkorn-Sägerät mit unabhängigen Sä-Elementen |
econ., fin. | σταθμισμένα περιουσιακά στοιχεία | gewichtete Aktiva |
environ. | στατιστικά στοιχεία | Statistik |
environ. | στατιστικά στοιχεία | Statistische Daten |
stat., fin. | στατιστικά στοιχεία | statistische Angabe |
environ. | στατιστικά στοιχεία/στατιστικά δεδομένα | Statistische Daten |
environ. | στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη βιομηχανική παραγωγή | Industrieproduktionsstatistik |
fin. | στατιστικά στοιχεία της διαμετακόμισης και της εξαγωγής | statistische Erhebung der Durchfuhr und Ausfuhr |
stat. | στατιστικά στοιχεία του Ripley | Ripley-Statistik |
environ. | στατιστική/στατιστικά στοιχεία | Statistik |
polit. | Στην Προσθήκη 1 των ανά χείρας πρακτικών περιλαμβάνονται πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την έκδοση πράξεων του Συμβουλίου, τα οποία μπορούν να δοθούν στη δημοσιότητα | Der der Öffentlichkeit zugängliche Teil des Protokolls über die endgültige Annahme von Rechtsakten des Rates ist in Addendum 1 enthalten |
comp., MS | Στοιχεία έμφασης | Designakzente |
law | στοιχεία ή έγγραφα | Urkunde |
fin., IT | στοιχεία αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμής | Kennung des Rembourskontos |
life.sc. | στοιχεία αναγωγής στο κέντρο | Zentrierelemente |
stat., work.fl. | στοιχεία αναφοράς | Richtwerte |
stat., work.fl. | στοιχεία αναφοράς | Ausgangswerte |
stat., work.fl. | στοιχεία αναφοράς | Bezugsangaben |
stat., work.fl. | στοιχεία αναφοράς | Bezugsdaten |
tech., construct. | στοιχεία αναφοράς | Messstellen |
fin. | στοιχεία αναφοράς για την Τράπεζα του δικαιούχου λογαριασμού | Referenz des Kontoinhabers |
fin. | στοιχεία αναφοράς για το δικαιούχο | Referenz für den Begünstigten |
fin., IT | στοιχεία αναφοράς συναλλαγής | Transaktionsreferenz des Senders |
fin. | στοιχεία αποδέκτου κάρτας | Name und Anschrift der Akzeptanzstelle |
fin. | στοιχεία αποκοπής μερισματογράφων | Einlösedatum der Zinscoupons |
fin. | στοιχεία αποκοπής τοκομεριδίων | Einlösedatum der Zinscoupons |
fin. | στοιχεία από πηγή συναλλαγής σε δικαιούχο | Informationen des Auftraggebers für den Begünstigten |
commer. | στοιχεία απόδοσης υποψηφίου δικαιούχου | Bilanz des künftigen Franchisenehmers |
commer. | στοιχεία απόδοσης υποψηφίου δικαιούχου | Begutachtung des künftigen Franchisegebers |
earth.sc., life.sc. | στοιχεία απόλυτου προσανατολισμού | Elemente der absoluten Orientierung |
fin., IT | στοιχεία αρχικού μηνύματος αντιστροφής | Datenelement der Ausgangsnachricht |
health. | στοιχεία για θέματα υγείας | medizinische Erkenntnisse |
econ. | στοιχεία για τα συνολικά μεγέθη των εθνικών λογαριασμών | volkswirtschaftliche Gesamtgröβen |
environ., nat.res. | στοιχεία για τη δυναμική του πληθυσμού | Angaben zur Populationsdynamik |
environ. | στοιχεία για σχετικά με τις εκπομπές | Emissionsdaten |
fin. | στοιχεία δασμολόγησης | Bemessungsgrundlagen |
fin., IT | στοιχεία διαβιβάσιμα υπό όρους | bedingtes Datenelement |
comp., MS | στοιχεία διακομιστή για το CRM Mobile | CRM Mobile-Serverkomponenten |
fin., IT | στοιχεία δικαιούχου | Name und Anschrift des Begünstigten |
agric. | στοιχεία δομής | Aufbaustoffe |
law | στοιχεία δυναμισμού του δικτύου | Elemente der Franchisedynamik |
fin., IT | στοιχεία ειδοποιήσεως δικαιούχου | Informationen für den Begünstigten über das Avis |
fin. | στοιχεία εκτός ισολογισμού που ενέχουν κίνδυνο | außerbilanzmäßiges Geschäft |
comp., MS | Στοιχεία ελέγχου ήχου | Audiobedienelemente |
comp., MS | στοιχεία ελέγχου διαχειριστή Lync Online | Lync Online-Administratorsteuerelemente |
comp., MS | Στοιχεία ελέγχου κινητών συσκευών | mobile Steuerelemente |
comp., MS | Στοιχεία ελέγχου τηλεφώνου | Telefonbedienelemente |
comp., MS | Στοιχεία ενεργειών | Aktionen |
stat. | στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της εθνικής οικονομίας σε συνάλλαγμα | Forderungen und Verbindlichkeiten der Volkswirtschaft |
stat. | στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της κεντρικής διοίκησης σε συνάλλαγμα | Forderungen und Verbindlichkeiten des Sektors Staat |
stat. | στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων σε συνάλλαγμα | Forderungen und Verbindlichkeiten des Sektors Kreditinstitute |
fin. | στοιχεία ενεργητικού κατατεθειμένα στο ΔNT | Guthaben im Rahmen des IWF |
fin. | στοιχεία ενεργητικού κινητών αξιών για εμπορική εκμετάλλευση | Aktivum aus zu Handelszwecken gehaltenen Wertpapieren |
fin. | στοιχεία ενεργητικού παραγώγων | Derivat-Aktivum |
fin. | στοιχεία ενεργητικού/ΑΕγχΠ ως ποσοστό % | Forderungen in Prozent des BIP |
fin., IT | στοιχεία εντελλόμενου χρηματοπιστωτικού οργανισμού | Name und Anschrift des auftraggebenden Kreditinstituts |
earth.sc., life.sc. | στοιχεία εξωτερικού προσανατολισμού | Elemente der äußeren Orientierung |
comp., MS | στοιχεία επικοινωνίας | Kontaktinformationen |
comp., MS | Στοιχεία επικοινωνίας | Kontaktinformationen |
gen. | στοιχεία επικοινωνίας | Kontaktdaten |
earth.sc., life.sc. | στοιχεία εσωτερικού προσανατολισμού | Elemente der inneren Orientierung |
chem., el. | στοιχεία 5ης ομάδας | Elemente der fünften Gruppe |
chem., el. | στοιχεία 4ης ομάδας | Elemente der vierten Gruppe |
chem., el. | στοιχεία 3ης ομάδας | Elemente der dritten Gruppe |
earth.sc., mech.eng. | στοιχεία θετικής μετατόπισης | Verdraenger |
econ. | στοιχεία ισοζυγίων | Bilanzangaben |
tech., industr., construct. | στοιχεία καθαρισμού | Putzorganen |
fin. | στοιχεία και έγγραφα που πρέπει να παρέχονται στην τελωνειακή υπηρεσία | der Zollstelle zu liefernde Angaben und Unterlagen |
law | στοιχεία και έγγραφα προς υποστήριξη | zur Unterstuetzung vorgelegte Belegstuecke und Urkunden |
comp., MS | στοιχεία καλούντος | Rufnummernanzeige |
stat. | στοιχεία κατά βιομηχανικούς τομείς | Angaben nach industriellen Bereichen |
stat., social.sc. | στοιχεία κατά φύλο | nach Geschlecht aufgeschlüsselte Daten |
crim.law., patents. | στοιχεία καταχώρισης | Zahl |
crim.law., patents. | στοιχεία καταχώρισης | Aktenzeichen |
comp., MS | στοιχεία κατόχου | Besitzerinformationen |
immigr., commun. | στοιχεία κατόχου | Ausstellungsdaten |
immigr., industr. | στοιχεία κατόχου | Personaldatenseite |
econ. | στοιχεία καυσίμου | Brennstoffzelle |
fin. | στοιχεία κεντρικής διοίκησης | Emissionen von Zentralstaaten |
med. | στοιχεία κεντρομεριδιακού DNA | Zentromer-DNA-Elemente |
mater.sc., industr., construct. | στοιχεία κιβωτίου | Kistenzuschnitt |
fin., polit. | στοιχεία κόστους | Kostenfaktoren |
econ. | στοιχεία κόστους | verschiedene Kosten |
econ., agric. | στοιχεία κόστους μη εκφραζόμενα εις χρήμα | implizite Kosten |
fin. | στοιχεία λογαριασμού χρηματοπιστωτικού οργανισμού του δικαιούχου | Identifikation der kontoführenden Stelle des Begünstigten |
tech., construct. | στοιχεία μέτρησης | Messstellen |
gen. | στοιχεία με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο από 94 | Transplutoniumelemente |
stat. | στοιχεία με γεωγραφική ταυτότητα | geo-referentielle Angaben |
fin. | στοιχεία παθητικού κινητών αξιών για εμπορική εκμετάλλευση | Passivum aus zu Handelszwecken gehaltenen Wertpapieren |
fin. | στοιχεία παθητικού παραγώγων | Derivat-Passivum |
fin. | στοιχεία παθητικού/ΑΕγχΠ ως ποσοστό % | Verbindlichkeiten in Prozent des BIP |
comp., MS | στοιχεία περιμετρικού δικτύου για το CRM Mobile | CRM Mobile-Umkreiskomponenten |
earth.sc., mech.eng. | στοιχεία,πληροφορίες για συντήρηση | Foerderdaten |
earth.sc., mech.eng. | στοιχεία,πληροφορίες για συντήρηση | Foerderwerte |
earth.sc., mech.eng. | στοιχεία,πληροφορίες για συντήρηση | Betriebsdaten |
fin., IT | στοιχεία πληροφόρησης χρηματοπιστωτικού οργανισμού δικαιούχου | Informationen für die Bank des Begünstigten |
fin. | στοιχεία πληρωμής σε δικαιούχο | Informationen des Auftraggebers für den Begünstigten |
law | στοιχεία που προέκυψαν από την εκτέλεση των διαδικαστικών πράξεων | im Zuge der Erledigung angefallene Vorgänge |
econ. | στοιχεία που προσαυξάνουν την αξίαεμπορικό κέρδος,μεταφορικά,φόροι κλπ. | BewertungselementeVerteilungskosten,Steuern |
fin. | στοιχεία προστατευτικού χαρακτήρα εκτός από τους δασμούς | Schutzfaktoren ausser Zoellen |
fin. | στοιχεία Προσωπικής Αναγνώρισης | persönliche Daten |
fin., IT | στοιχεία Προσωπικού Αριθμού Αναγνώρισης | Daten der persönlichen Identifikationsnummer |
comp., MS | Στοιχεία προϊόντων και υπηρεσιών | Produkte und Dienste |
econ. | στοιχεία σε ετήσια βάση | Jahresergebnisse |
econ. | στοιχεία σε σταθερές τιμές | Daten in konstanten Preisen |
law, commun. | στοιχεία συνδιάλεξης | verbindungsrelevante Daten |
nucl.phys. | στοιχεία συσχετισμού κινήσεων καυσίμου/νατρίου | Modul der Brennstoff/Natrium-Dynamik |
gen. | στοιχεία σχετικά με την παράνομη μετανάστευση; στοιχεία σχετικά με τη λαθρομετανάστευση | fremdenpolizeiliche Daten |
earth.sc., life.sc. | στοιχεία σχετικού προσανατολισμού | Elemente der gegenseitigen Orientierung |
gen. | στοιχεία ταυτοποίησης της αμαξοστοιχίας | Zugidentifizierung |
gen. | στοιχεία ταχείας ανταπόκρισης | Krisenreaktionselemente |
environ. | στοιχεία της ομάδας I αλκάλια | Elemente der Gruppe Alkalimetalle |
environ. | στοιχεία της ομάδας II αλκαλικές γαίες | Elemente der Gruppe Erdalkalimetalle |
environ. | στοιχεία της ομάδας 0 | Elemente der Gruppe 0 |
environ. | στοιχεία της ομάδας III | Elemente der Gruppe III |
environ. | στοιχεία της ομάδας IV | Elemente der Gruppe IV |
environ. | στοιχεία της ομάδας VI | Elemente der Gruppe VI |
environ. | στοιχεία της ομάδας VII | Elemente der Gruppe VII |
environ. | στοιχεία της ομάδας V | Elemente der Gruppe V |
environ. | στοιχεία της ομάδας II | Elemente der Gruppe Erdalkalimetalle |
environ. | στοιχεία της ομάδας I | Elemente der Gruppe Alkalimetalle |
mining. | στοιχεία της ομάδας του λευκοχρύσουPGE | Elemente der Platingruppe |
crim.law. | στοιχεία της πιστοποίησης | Prüfzeichen |
crim.law. | στοιχεία της πιστοποίησης | Beschusszeichen |
med. | στοιχεία της συσκευής του Golgi | Golgi-Elemente |
law, crim.law., UN | στοιχεία της υπόστασης των εγκλημάτων | "Verbrechenselemente" |
gen. | στοιχεία του εγκλήματος | Tatbestand |
gen. | στοιχεία του εγκλήματος | Tatbestandsmerkmal einer strafbaren Handlung |
gen. | στοιχεία του εγκλήματος | Straftatbestand |
environ. | Στοιχεία του ΕΔΠΠΠ | EIONET-Elemente |
busin., labor.org., account. | στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δεσμευτεί ή έχουν δοθεί ως εγγύηση | als Sicherheit verpfändete oder übertragene Vermögensgegenstände |
busin., labor.org., account. | στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δεσμευτεί για εγγύηση | als Sicherheit verpfändete Vermögensgegenstände |
fin. | στοιχεία του ενεργητικού που αναγράφονται στον ισολογισμό | Aktiva-Wert der Bilanz |
insur. | στοιχεία του ενεργητικού ρευστοποιήσιμα | flüssige Mittel |
econ. | στοιχεία του ενεργητικού συμβάλλοντα στην παραγωγή | Produktionsgüter |
account. | στοιχεία του ενεργητικού/περιουσιακά στοιχεία | Aktiva/Vermögensgüter/Vermögenswerte |
gen. | στοιχεία του παθητικού μειωμένης εξασφάλισης | nachrangige Verbindlichkeit |
patents. | στοιχεία του σήματος στερούμενα διακριτικής ικανότητας | nicht unterscheidungskräftige Bestandteile der Marke |
fin. | στοιχεία τραβήγματος πιστώσεως | Bedingungen der Tratte |
fin. | στοιχεία Τραπέζης του λογαριασμού | Referenz des kontoführenden Kreditinstituts |
econ. | στοιχεία των τρεχουσών τιμών | Angaben in jeweiligen Preisen |
construct. | στοιχεία τύπων | Tafelschalung |
fin. | στοιχεία φορολόγησης | Bemessungsgrundlagen |
energ.ind., el. | στοιχεία φωσφορικού οξέος | Phosphorsäure-Brennstoffzelle |
energ.ind., el. | στοιχεία φωσφορικού οξέος | Phosphora-Säure-Brennstoffzelle |
fin., IT | στοιχεία χρηματοπιστωτικού οργανισμού δικαιούχου | Name und Anschrift des Kreditinstituts des Begünstigten |
stat., health. | στρωματοποιημένα στοιχεία | geschichtete Daten |
environ. | Συγκρίσιμα στοιχεία | vergleichbare Daten |
account. | συγκριτικά οικονομικά στοιχεία | vergleichende Finanzinformationen |
gen. | συγκρότηση του πυρηνικού καυσίμου σε ραβδία και σε στοιχεία | Zusammenbau des Brennstoffs zu Brennstaeben und Brennelementen |
stat. | συλλέγω στοιχεία | Angaben erheben |
industr., construct. | συμπληρωματικά διορθωτικά στοιχεία της όρασης | zusaetzliche Korrektionselemente |
stat. | συμπληρωματικά στοιχεία | zusätzliche Information |
econ. | συμψηφιστικά στοιχεία με προθεσμία των συναλλαγών "swap" | Termingegenposten von Swap-Geschäften |
econ. | συμψηφιστικά στοιχεία των "δωρεάν" διανομών | Gegengeschäfte dieser entgeltlichen Aktienbegebungen |
econ. | συμψηφιστικά στοιχεία των προαιρετικών κοινωνικών παροχών | direkte freiwillige Sozialleistungen als Gegenbuchung |
econ. | συμψηφιστικά στοιχεία των υποχρεωτικών άμεσων κοινωνικών παροχών | direkte gesetzliche Sozialleistungen als Gegenbuchung |
account. | συναφή αποδεικτικά στοιχεία | relevante Prüfungsnachweise |
account. | συναφή αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου | relevante Prüfungsnachweise |
stat. | συνδεμένα στοιχεία | gekoppelte Daten |
account. | συνεχιζόμενες εργασίες σε καλλιεργούμενα περιουσιακά στοιχεία | Lebende Tier- und Pflanzenvorräte |
patents. | συνοδευόμενος από αποδεικτικά στοιχεία | unter Beifügung der entsprechenden Belege |
stat. | συνολικά στοιχεία' στοιχεία περί συνολικών μεγεθών | aggregierte Daten |
work.fl., IT | συντακτικά στοιχεία συμβολισμού | syntaktische Notationselemente |
fin. | συντελεστές και άλλα στοιχεία είσπραξης | Regelzollsätze und andere Abgaben |
energ.ind., el. | συσσωρευτής με στοιχεία καυσίμων | Brennstoffzellenbatterie |
fin. | συστατικά στοιχεία της αξίας των εργασιών που πραγματοποιούνται μετά την εισαγωγή | Bestandteile,die den Wert der Arbeitsvorgaenge nach der Einfuhr bilden |
comp., MS | Σχετικά στοιχεία | Verwandte Elemente |
tax. | τέλος για τα ανόργανα στοιχεία | Mineralstoffabgabe |
polit. | Τα έγγραφα των οποίων αναφέρονται τα στοιχεία είναι προσιτά στο κοινό μέσω της ιστοσελίδας του Συμβουλίου http: | diese Erklärungen sind auf demselben Wege abrufbar oder beim Pressedienst erhältlich. (ue.eu.int. Οι αποφάσεις, σχετικά με τις οποίες οι δηλώσεις στα πρακτικά του Συμβουλίου έχουν καταστεί προσιτές στο κοινό, επισημαίνονται με αστερίσκο' οι δηλώσεις αυτές διατίθενται με την παραπάνω διαδικασία στην Υπηρεσία Τύπου) |
comp., MS | Τα ανενεργά στοιχεία μου | Inaktiv |
comp., MS | Τα ανοικτά στοιχεία μου | Offen |
comp., MS | Τα ενεργά στοιχεία μου | Aktiv |
comp., MS | Τα κλειστά στοιχεία μου | Geschlossen |
fin., econ. | τα στοιχεία του ενεργητικού που έχει κανείς στην κατοχή του έναντι των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων | Vermögenswerte als Gegenposten zum Bargeldumlauf |
fin., econ. | τα στοιχεία του ενεργητικού ταυτοποιούνται | erfasste Vermögenswerte |
law | τα στοιχεία του ενεργητικού ταυτοποιούνται | erfaßte Vermögenswerte |
econ. | τελικά πιο αναλυτικά στοιχεία | endgültige jährliche Daten in tieferer Gliederung |
econ. | τιμές ή αξίες που προκύπτουν από λογιστικά στοιχεία | Preise oder Werte,die aus verschiedenen Elementen des Rechenwerks abgeleitet werden |
fin. | τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού | verbriefte Forderung |
patents. | το έγγραφο δεν περιέχει νέα στοιχεία νέους ισχυρισμούς | das Schriftstück enthält kein neues Vorbringen |
stat. | το έτος για το οποίο υπάρχουν στατιστικά στοιχεία | das Jahr,fuer das statische Angaben vorliegen |
stat. | το τελευταίο έτος για το οποιο υπάρχουν στατιστικά στοιχεία | das letzte Jahr,fuer das statistische Angaben vorliegen |
med. | τομοσπινθηρογραφία με στοιχεία που εκπέμπουν φωτόνια | Tomoszintigraphie mit photonenemittierenden Elementen |
med. | τοξοειδή στοιχεία | Bogenelemente |
nat.sc. | τραχειακά στοιχεία | tracheale Elemente |
gen. | τροχιακά στοιχεία | Bahnelemente |
earth.sc., life.sc. | υδραυλικά στοιχεία | hydraulische Grunddaten |
account. | υλικά μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία | Nichtproduziertes Sachvermögen |
account. | υλικά πάγια περιουσιακά στοιχεία | Sachanlagen |
patents., tax. | υλικά περιουσιακά στοιχεία | körperlicher Gegenstand |
patents., tax. | υλικά περιουσιακά στοιχεία | körperliche Sache |
patents., tax. | υλικά περιουσιακά στοιχεία | Sache |
earth.sc. | υπερουράνια στοιχεία | Transuranelemente |
earth.sc. | υπερουράνια στοιχεία | Transurane |
account. | υπό αίρεση/εξαρτημένα περιουσιακά στοιχεία | Eventualforderungen |
industr., construct. | φακός με πολλαπλά στοιχεία | miteinander verkitteten Teilen |
industr., construct. | φακός με πολλαπλά στοιχεία | Linse aus mehreren |
nat.sc., environ. | φασματοσκοπικά στοιχεία | spektroskopische Daten |
fin. | φορολογητέα περιουσιακά στοιχεία | steuerpflichtiges Vermögen |
construct. | φράγμα με προκατασκευασμένα στοιχεία | Staumauer aus Betonfertigteilen |
agric. | φράκτης με σωληνοειδή στοιχεία | Zaun aus Rohrgitter |
account. | φυσικά περιουσιακά στοιχεία | Naturvermögen |
life.sc., coal. | χάρτης υπόγειας συμπεριφοράς σύμφωνα με τα στοιχεία βαθειών γεωτρήσεων | Tiefbohrkarte |
fin., econ., environ. | χαρακτηριστικά στοιχεία | signifikante Zahlen |
environ. | χημικά στοιχεία | Chemisches Element |
fin. | χρεόγραφο βασισμένο σε στοιχεία ενεργητικού | durch Vermögenswert besichertes Instrument |
fin. | χρεόγραφο εξασφαλισμένο με περιουσιακά στοιχεία | durch private Wohnimmobilien besichertes Wertpapier |
account. | χρηματικά στοιχεία | monetäre Posten |
account. | χρηματικά στοιχεία | monetäre Positionen |
econ., account. | χρηματοοικονομικά πληροφοριακά στοιχεία | Finanzinformationen |
econ., account. | χρηματοοικονομικά πληροφοριακά στοιχεία | Finanzdaten |
account. | χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία | Finanzielle Vermögenswerte/Forderungen |
account. | χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία/υποχρεώσεις | Forderungen und Verbindlichkeiten |
fin. | χρηματοπιστωτικά στοιχεία των υποχρεωτικών αποθεματικών των πιστωτικών ιδρυμάτων | finanzielle Bestandteile der Pflichtreserven der Kreditinstitute |
fin. | χρηματοπιστωτικός οργανισμός που κατέχει περιουσιακά στοιχεία της Κοινότητας | Finanzinstitut,bei dem Gemeinschaftsguthaben gehalten werden |
gen. | χωρικά στοιχεία | raumbezogenes Wissen |
social.sc. | χώρες που υποβάλλουν στοιχεία | Berichtsland |
account. | ψευδή λογιστικά στοιχεία | Bilanzfälschung |
chem. | ψυχοενεργά στοιχεία της καννάβεως | psychoaktive Bestandteile von Cannabis |