Subject | Greek | German |
transp. | άμεσο πρότυπο κυκλοφορίας | Simultanmodell |
transp. | άμεσο πρότυπο συγκοινωνίας | Simultanmodell |
transp., met. | άμμος κολλημένη στο πρότυπο χύτευσης | Kleben des Sandes |
transp., met. | άμμος κολλημένη στο πρότυπο χύτευσης | Fehler durch Anhaften |
agric., industr. | αγροτοβιομηχανικό πρότυπο | Lebensmittel- und Industrienorm |
gen. | αιτιοκρατικό πρότυπο,ντετερμινιστικό μοντέλο | deterministisches Modell |
stat. | αιτιώδες πρότυπο αλυσίδων | verursachendes Kettenmodell |
el. | ακόρεστο πρότυπο στοιχείο | ungesättigtes Normalelement |
tech., mech.eng. | αμερικανικό πρότυπο διαστάσεων συρμάτων | amerikanische Drahtnorm |
tech., mech.eng. | αμερικανικό πρότυπο διαστάσεων συρμάτων | amerikanische Drahtlehre |
chem. | αναλυτικό πρότυπο | Analysestandard |
stat. | αντίθετο πρότυπο | kontrafaktisches Modell |
stat. | αντίθετο πρότυπο, τύπος Ι | Gegenmodell |
med. | αντίσταση-πρότυπο | Kehlkopfpinsel |
transp. | ανταγωνιστικό περιστασιακό πρότυπο | konkurrierendes Gelegenheitsmodell |
met. | αντικαθιστώ το πρότυπο μέσα στο καλούπι | Modell nochmals eindrücken |
life.sc., tech. | απόλυτο πρότυπο βαρόμετρο | absolutes Standardbarometer |
life.sc., tech. | απόλυτο πρότυπο βαρόμετρο | absolutes Normalbarometer |
chem. | αρχικό πρότυπο | Urmodell |
life.sc. | βαροκλινές πρότυπο | baroklines Modell |
life.sc. | βαροτροπικό πρότυπο | barotropes Modell |
tech. | βασικό πρότυπο | Grundnorm |
econ. | βιολογικό πρότυπο | biologische Norm |
industr. | βιομηχανικό πρότυπο | Industrienorm |
med. | γενετικό πρότυπο | genetische Norm |
commun., IT | γενικό τηλεοπτικό πρότυπο | grundlegende Videonorm |
account. | γενικώς παραδεκτό ελεγκτικό πρότυπο | allgemein anerkannter Prüfungsgrundsatz |
gen. | γλωσσικό πρότυπο | sprachliches Muster |
med. | γονίδιο ορίζον το πρότυπο σωματικής ανάπτυξης | Musterbildungsgen |
med. | γονεϊκό πρότυπο | Urbild |
med. | γονεϊκό πρότυπο | Imago |
stat. | γραφικό πρότυπο | graphisches Modell |
stat. | γραφικό πρότυπο αλυσίδων | graphisches Kettenmodell |
tech., mech.eng. | γωνιώδες πρότυπο | Winkelendmaß |
law | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για πρότυπο διακοσμητικής φύσεως | Urheberrecht über ein Geschmacksmuster |
tech. | δευτερεύον πρότυπο | Sekundärnormal |
tech., el. | δευτερεύον πρότυπο συχνότητας | sekundäre Frequenzreferenz |
el. | δευτερεύον πρότυπο φωτός | Standardlampe |
tech., el. | δευτερεύον πρότυπο χρόνου | sekundäre Zeitreferenz |
stat. | δεύτερο καλό πρότυπο | Modell mit zufälligen Effekten |
math. | δεύτερο καλό πρότυπο | Modell II |
industr., construct. | διάτρητο πρότυπο | Schablone |
life.sc. | διάτρητο πρότυπο επιγραφών | Schriftschablone |
IT | διαδικαστικό πρότυπο | prozedurales Sicherheitsmodell für Datenbanksysteme |
transp. | διακριτικό πρότυπο | discriminant model |
fin., account. | διεθνές ελεγκτικό πρότυπο | International Standards of Auditing |
fin., industr. | διεθνές λογιστικό πρότυπο | internationale Rechnungslegungsnorm |
fin., industr. | διεθνές λογιστικό πρότυπο | Internationaler Rechnungslegungssatz |
account., tech., law | διεθνές λογιστικό πρότυπο | internationaler Rechnungslegungsstandard |
account., tech., law | διεθνές λογιστικό πρότυπο | internationaler Rechnungslegungsgrundsatz |
econ. | διεθνές πρότυπο | internationale Norm |
earth.sc., tech. | διεθνές πρότυπο | internationales Normal |
life.sc., agric. | διεθνές πρότυπο για τα φυτοϋγειονομικά μέτρα | Internationaler Standard für pflanzengesundheitliche Maßnahmen |
life.sc., agric. | διεθνές πρότυπο για τα φυτοϋγειονομικά μέτρα | Internationaler Standard für Pflanzenschutzmaßnahmen |
med. | διεθνές πρότυπο παρασκεύασμα | internationales Standardpräparat |
environ. | διεθνές πρότυπο του ΠΟΥ για το πόσιμο νερό | internationale Norm der WGO fuer die Beschaffenheit des Trinkwassers |
account., tech., law | Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς | Internationale Rechnungslegungsstandards |
account., tech., law | Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς | IFRS |
transp. | δραστικό περιστασιακό πρότυπο | eingreifendes Gelegenheitsmodell |
med. | δυναμικό συνθετικό πρότυπο | dynamisches Verbindungsmodell |
stat. | δυωνυμικό πρότυπο αλυσίδων | binomiales Kettenmodell |
law | εγκεκριμένο πρότυπο | zugelassene Bauart |
stat. | εκθετικό πρότυπο διασποράς | exponentiale Dispersionmodel |
ed. | εκπαιδευτικό πρότυπο | Modell der beruflichen Bildung |
fin. | εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο | technischer Durchführungsstandard |
scient., environ. | εμπειρικό πρότυπο | empirisches Modell |
tech., el. | εμπορικό πρότυπο συχνότητας καισίου | kommerzielles Caesiumfrequenznormal |
chem. | εναλλακτικό εσωτερικό πρότυπο | alternativer innerer Standard |
tech. | εναρμονισμένο πρότυπο | harmonisierte Norm |
industr. | εναρμονισμένο τεχνικό πρότυπο | harmonisierte technische Norm |
commun. | επίπεδο πρότυπο | Planarmodell |
industr. | επίσημο πρότυπο | offizielle Norm |
lab.law. | επαγγελματικό πρότυπο | Berufsbild |
tech. | επαρχιακό πρότυπο | Provinznorm |
stat. | επιταχυνόμενο χρονικό πρότυπο αποτυχίας | Modell für beschleunigte Ausfallzeiten |
chem. | εσωτερικό πρότυπο | interner Standard |
chem. | εσωτερικό πρότυπο | innerer Standard |
gen. | ευρωπαϊκό αγροτικό πρότυπο | europäisches Agrarmodell |
econ. | ευρωπαϊκό γεωργικό πρότυπο | europäisches Agrarmodell |
social.sc., ed. | ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο | europäisches Sozialmodell |
social.sc., ed. | ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο | europäisches Gesellschaftsmodell |
commun., industr., polit. | Ευρωπαϊκό προ-πρότυπο | europäische Vornorm |
tech., law | Ευρωπαϊκό προκαταρκτικό πρότυπο | Europäische Vornorm |
industr., polit. | ευρωπαϊκό πρότυπο | Euronorm |
environ. | ευρωπαϊκό πρότυπο | Europäische Norm |
econ. | ευρωπαϊκό πρότυπο | europäische Norm |
gen. | ευρωπαϊκό πρότυπο αγροτικής ανάπτυξης | Modell der ländlichen Entwicklung Europas |
gen. | ευρωπαϊκό πρότυπο ασφάλειας | europäisches Sicherheitsmodell |
met. | Ευρωπαϊκό πρότυπο δείγμα | Euro-Analysenkontrollprobe |
industr., polit. | ευρωπαϊκό πρότυπο σε φάση εκπόνησης | in der Entwicklung stehende europäische Norm |
industr., polit. | ευρωπαϊκό πρότυπο σε φάση εκπόνησης | Europäischer Norm-Entwurf |
law, IT | ευρωπαϊκό πρότυπο συμφωνητικό EDI | Europäische EDI-Mustervereinbarung |
commun., tech., law | ευρωπαϊκό τηλεπικοινωνιακό πρότυπο | Europäische Telekommunikationsnorm |
IT | εφαρμογοείδιο πρότυπο προϊόν | anwendungsspezifisches Standardprodukt |
med. | ζωικό πρότυπο | tierexperimentelles Modell |
med. | ζωϊκό εμβρυϊκό πρότυπο | Tierembryonen-Modell |
tech., el. | ημιαγωγικό πρότυπο συχνότητας | Frequenzstandard auf Transistorbasis |
life.sc. | θερμοτροπικό πρότυπο | thermotropisches Modell |
pharma. | καθοδηγητικό πρότυπο | Dokumentvorlagen |
pharma. | καθοδηγητικό πρότυπο | Textvorlagen |
pharma. | καθοδηγητικό πρότυπο | Mustertext |
pharma. | καθοδηγητικό πρότυπο | Muster |
pharma. | καθοδηγητικό πρότυπο | Dokumentenvorlagen |
coal. | καθοδηγητικό πρότυπο διάτρησης | Bohrschablone |
scient. | κανόνας πρότυπο | Normallineal |
environ. | καταναλωτικό πρότυπο | Verbrauchsmuster |
life.sc., tech. | κλιματολογικό πρότυπο | klimatologischer Normalwert |
social.sc., lab.law. | κοινωνικό πρότυπο | Sozialmodell |
tech., law | κοινό πρότυπο | allgemeine Norm |
law | κοινό πρότυπο | gemeinsame Norm |
tech., law | κοινό πρότυπο | Industriestandard |
environ. | κοινό υγειονομικό πρότυπο | gemeinsame Gesundheitsnorm |
stat. | κρυμμένο Markov πρότυπο | verdecktes Markow-Modell |
math. | κρυμμένο Markov πρότυπο | verborgenes Markow-Modell |
el. | κύριο πρότυπο | Primärnormal |
el. | κύριο πρότυπο | Hauptnormal |
tech., el. | κύριο πρότυπο συχνότητας | primärer Frequenzstandard |
tech., el. | κύριο πρότυπο χρόνου | Urmaß der Zeit |
commun., IT | λειτουργικό πρότυπο | Profildefinition |
commun., IT | λειτουργικό πρότυπο | funktionelles Profil |
tech. | λειτουργικό πρότυπο | funktionelle Norm |
el. | λειτουργικό πρότυπο φωτός | Anschlußlampe |
transp. | λογικό πρότυπο | logit model |
transp. | λογικό πρότυπο | Logit-Modell |
account. | λογιστικό πρότυπο | Rechnungslegungsstandard |
transp. | μαθηματικό πρότυπο συγκοινωνίας | multiple-choice model |
transp. | μαθηματικό πρότυπο συγκοινωνίας | Interaktionsmodell |
transp. | μαθηματικό πρότυπο συγκοινωνιακού σχεδιασμού | disaggregiertes Modell |
social.sc. | μαθητής πρότυπο | Musterschüler |
health., pharma. | μακέτα, πρότυπο | Muster |
immigr. | μεταναστευτικό πρότυπο | Wanderungsmuster |
immigr. | μεταναστευτικό πρότυπο | Wanderungsschema |
immigr. | μεταναστευτικό πρότυπο | Migrationsmuster |
IT | μη αγώγιμο πρότυπο | nichtleitende Vorlage |
tech. | μονομερώς ευθυγραμμισμένο πρότυπο | einseitig angeglichene Norm |
el. | μοντέλο πρότυπο διπολικού τρανζίστορ με συγκεντρωμένες παραμέτρους | Ersatzschaltung eines bipolaren Transistors |
el. | μοντέλο πρότυπο του Bohr | Bohrsches Modell |
fin. | οικονομετρικό πρότυπο | ökonometrisches Modell |
tech., el. | ομοιόμορφο πρότυπο μέτρησης και απεικόνισης της παρεμβολής | einheitliche Norm zur Interferenz-Messung und-Darstellung |
earth.sc. | οπτική σφήνα-πρότυπο | optisches Normal |
environ. | παγκόσμιο πρότυπο | Globalmodell |
tech., el. | παθητικό πρότυπο ατομικής συχνότητας | passiver atomarer Frequenzstandard |
scient., environ. | πειραματικό πρότυπο | empirisches Modell |
tech. | πειραματικό πρότυπο | Vornorm |
environ. | περιβαλλοντικό πρότυπο | Qualitätssicherungsnorm |
econ. | περιβαλλοντικό πρότυπο | Umweltnorm |
transp. | περιστασιακό πρότυπο | Gelegenheitsmodell |
tech. | περιφερειακό πρότυπο | regionale Norm |
met. | πλάκα-πρότυπο | Modellplatte |
environ. | ποιοτικό πρότυπο | Qualitätssicherungsnorm |
environ. | ποιοτικό πρότυπο | Umweltnorm |
econ. | ποιοτικό πρότυπο | Qualitätsnorm |
mun.plan., tech. | ποιοτικό πρότυπο για έπιπλα | Qualitätsstandard für Möbel |
law, environ. | ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος | Umweltqualitätsnorm |
stat. | πολυκρατικό πρότυπο | Mehrzustands-Modell |
comp., MS | προηγμένο πρότυπο κρυπτογράφησης | erweiterter Verschlüsselungsstandard |
chem. | προσχηματισμός σε πρότυπο πλαίσιο | Formkammerverfahren mit Siebform |
commun., industr., polit. | προσωρινό ευρωπαικό πρότυπο τηλεπικοινωνιών | vorläufige europäische Telekommunikationsnorm |
commun., industr. | προσωρινό πρότυπο ETS στη φάση εκπόνησης | in der Entwicklung stehende vorläufige europäische Telekommunikationsnorm |
commun., industr. | προσωρινό πρότυπο ETS στην πορεία της ανάπτυξης | in der Entwicklung stehende vorläufige europäische Telekommunikationsnorm |
tech. | πρωτεύον πρότυπο | Hauptnormal |
el. | πρωτεύον πρότυπο φωτός | Primärnormal |
el. | πρωτεύον πρότυπο φωτός | Lichteinheit |
commun., IT | πρότυπο D2-MAC | Norm D2-MAC |
environ. | πρότυπο άμεσης απόρριψης | Norm für direkte Ableitungen |
comp., MS | πρότυπο έγκρισης | Genehmigungsvorlage |
environ. | πρότυπο έμμεσης απόρριψης | Norm für indirekte Ableitungen |
environ. | πρότυπο έμμεσης απόρριψης | Indirekteinleitervorschriften |
gen. | πρότυπο έργο | Pilotvorhaben |
gen. | πρότυπο έργο | Pilotprojekt |
gen. | πρότυπο έργο | Modellvorhaben |
econ. | πρότυπο αγοραστικής δύναμης ; μονάδα αγοραστικής δύναμης | Kaufkraftstandard |
econ. | πρότυπο αγρόκτημα | landwirtschaftlicher Musterbetrieb |
stat. | πρότυπο αδυναμίας | Gebrechlichkeitsmodell |
math. | πρότυπο αδυναμίας | Schwächemodell |
el. | πρότυπο αλληλοσύνδεσης | Verbindungsmuster |
el. | πρότυπο αλληλοσύνδεσης | Schaltungsschema |
environ. | πρότυπο ανάπτυξης | Entwicklungsmuster |
environ. | πρότυπο μοντέλο ανάπτυξης | Entwicklungsmodell |
med. | πρότυπο αναγωγικό δυναμικό | Standardreduktionspotenzial |
met. | πρότυπο αναφοράς χρωμάτων | Farbstandard |
law, h.rghts.act. | πρότυπο ανθρωπίνων δικαιωμάτων | Menschenrechtsstandard |
law, h.rghts.act. | πρότυπο ανθρωπίνων δικαιωμάτων | Menschenrechtsnorm |
gen. | πρότυπο ανοικτής περιφερειοποίησης | Modell des "offenen Regionalismus" |
health., pharma. | πρότυπο ανταλλαγής δεδομένων | Standard für den Datenaustausch |
health., pharma. | πρότυπο ανταλλαγής δεδομένων | Norm für den Datenaustausch |
stat. | πρότυπο απείρως-πολύς-περιοχών | Endlos-vielaufstellungsorte Modell |
math. | πρότυπο απείρως-πολύς-περιοχών | Endlos-vielaufstellungsorte Modell |
life.sc. | πρότυπο απεικόνισης | Stationsschema |
life.sc. | πρότυπο απεικόνισης | Stationsmodell |
stat. | πρότυπο αποκλίνει | Standardabweichung |
environ. | πρότυπο απορρίψεων | Ableitungsnorm |
account. | πρότυπο αποτελεσμάτων χρήσης | Modellbetriebsrechnung |
mater.sc. | πρότυπο αποτύπωσηςστάμπασχεδίασης ή χάραξης | Schablone als Anreissinstrumente erkennkar |
agric. | πρότυπο απωλειών | Auswaschungsgrenzwert |
environ. | πρότυπο απόρριψης | Ableitungsnorm |
stat. | πρότυπο ασθένεια-θανάτου | Krankheits-Todes-Modell |
gen. | πρότυπο αστικής ανάπτυξης | Modell der städtichen Entwicklung |
construct., mun.plan. | Πρότυπο Αστικό Πιλοτικό Πρόγραμμα | städtisches Pilotprojekt |
transp., avia. | πρότυπο ασφάλειας | Sicherheitsstandard |
econ. | πρότυπο ασφάλειας | Sicherheitsnorm |
comp., MS | πρότυπο ασφαλείας IEEE 802.1X | IEEE 802.1X-Sicherheitsstandard |
fin. | πρότυπο ασφαλείας | Sicherheitsstandard |
law | πρότυπο ασφαλιστήριο | Rahmenpolice |
earth.sc. | πρότυπο ατομικής ενέργειας BOHR-RUTHERFORD | Bohr-Rutherford Atommodell |
tech., el. | πρότυπο ατομικής συχνότητας | atomarer Frequenzstandard |
tech., el. | πρότυπο ατομικής συχνότητας με ρουβίδιο | auf Rubidiumatom basierter Frequenzstandard |
law, tax. | πρότυπο αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών | gemeinsamer Meldestandard |
law, tax. | πρότυπο αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών | Standard für den automatischen Informationsaustausch über Finanzkonten |
law, tax. | πρότυπο αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών | Standard für den automatischen Informationsaustausch |
law, tax. | πρότυπο αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών | Melde- und Sorgfaltsstandard für Informationen über Finanzkonten |
tech. | πρότυπο βάρος | Vergleichsgewicht |
tech. | πρότυπο βαθμολόγησης | Kalibriernorm |
transp. | πρότυπο βαρύτητος | Gravitationsmodell |
environ. | πρότυπο βελτιστοποίησης | Optimierungsmodell |
commun. | πρότυπο βιβλιοδεσίας | Einbandmuster |
el. | πρότυπο βύσματος | Steckverbinder-Bauform |
transp. | πρότυπο γένεσης μετακινήσεων | Verkehrserzeugungsmodell |
fin. | πρότυπο για εκτέλεση πληρωμών | Zahlungsstandard |
commun. | πρότυπο για μέγεθος φακέλου | Norm für Umschlagabmessungen |
social.sc., health., industr. | πρότυπο για πρόσωπα με ειδικές ανάγκες και τους ηλικιωμένους | Normen für Behinderte und Senioren |
fin. | πρότυπο για την ασφάλεια | Sicherheitsstandard |
commun. | πρότυπο για την υπηρεσιακή επίδοση | Qualitätsnorm für die Dienste |
law | πρότυπο για το εθνικό δίκτυο | nationales Recht,das das Übereinkommen als Muster nimmt |
commun., IT | πρότυπο γραμματοκιβώτιο | Vorgabenpostfach |
commun., IT | πρότυπο γραμματοκιβώτιο | Vorgabenbriefkasten |
stat. | πρότυπο γραφικών παραστάσεων αλυσίδων | Kettengraphenmodell |
hobby, met. | πρότυπο δείγμα | Analysenkontrollprobe |
transp. | πρότυπο δείκτη ιδιοκτησίας αυτοκινήτου | Prognosemodell für den Kraftfahrzeug-Bestand |
met. | πρότυπο διάλυμα | Standardloesung |
met. | πρότυπο διάλυμα | Eichloesung |
chem. | πρότυπο διάλυμα | Maßlösung |
chem. | πρότυπο διάλυμα | Titer-Lösung |
chem. | πρότυπο διάλυμα | Titerlösung |
chem. | πρότυπο διάλυμα | Normallösung |
med. | πρότυπο διάλυμα | standardisierte Lösung |
chem. | πρότυπο διάλυμα | Titrant |
chem. | πρότυπο διάλυμα | Titrierlösung |
chem. | πρότυπο διάλυμα | Titrier-Lösung |
med. | πρότυπο διάλυμα | Standardlösung |
chem. | πρότυπο διάλυμα εργασίας | Arbeitsstandardlösung |
chem. | πρότυπο διάλυμα παρακαταθήκης | Standardstammlösung |
chem. | πρότυπο διάλυμα παρακαταθήκης | Standard-Stammlösung |
stat. | πρότυπο διάχυσης | Diffusionsprozeß |
transp. | πρότυπο διαδρομής | Beförderungsstandard |
IT | Πρότυπο διαλογικής συμπαγούς Cobol | CIS-COBOL |
econ., transp. | πρότυπο διανομής συγκοινωνίας | räumliches Allokationsmodell |
law, IT | πρότυπο διασφάλισης | Modul der Sicherungssoftware |
tech. | πρότυπο διασύνδεσης | Schnittstellennorm |
IT | πρότυπο διασύνδεσης | Norm für Vernetzung |
tech. | πρότυπο διασύνδεσης | Interfacenorm |
commun., comp. | πρότυπο διασύνδεσης ανοικτού συστήματος | Referenzmodell der Kommunikation offener Systeme |
commun., comp. | πρότυπο διασύνδεσης ανοικτού συστήματος | OSI-Modell |
commun., comp. | πρότυπο διασύνδεσης ανοικτού συστήματος | 7-Schicht-Modell |
tech. | πρότυπο διεπαφής | Schnittstellennorm |
tech. | πρότυπο διεπαφής | Interfacenorm |
commun., industr. | πρότυπο διεπαφής αέρος | Norm für die Luftschnittstelle |
earth.sc., tech., mater.sc. | πρότυπο διεργασίας | Verfahrensnorm |
comp., MS | πρότυπο δικαιωμάτων | Rechtevorlage |
med. | πρότυπο διολισθαινόντων νηματίων | Gleitfilamentmodell |
el. | πρότυπο-διόδου με ένα στοιχείο | Diodenersatzschaltung aus einem Element |
industr. | πρότυπο δοκιμής | Prüfnorm |
chem. | πρότυπο δυναμικό ηλεκτροδίου | Normalpotential einer Elektrode |
med. | πρότυπο δυναμικό οξειδοαναγωγής | Standard-Oxidation-Reduktion-Potenzial |
med. | πρότυπο δυναμικό οξειδοαναγωγής | E₀ |
med. | πρότυπο δυναμικό οξειδοαναγωγής | Standardredoxpotenzial |
commun., IT | πρότυπομοντέλοδύο ακτίνων | Zwei-Strahlen-Modell |
environ. | πρότυπο εδάφους | Bodenstandardwert |
life.sc., tech. | πρότυπο εθνικό βαρόμετρο | nationales Standardbarometer |
life.sc., tech. | πρότυπο εθνικό βαρόμετρο | nationales Normalbarometer |
IT | πρότυπο εικονικής ψηφιακής διεπαφής | virtuelles binäres Schnittstellenstandard |
transp. | πρότυπο Ε/Κ | Normalcontainer |
commun. | πρότυπο εκπομπής | Sendestandard |
environ. | πρότυπο εκπομπής θορύβου | Grenzwert fuer die Laermemission |
environ. | πρότυπο εκπομπών | Emissionsnorm |
gen. | πρότυπο εμπορικών συναλλαγών | Art der Handelsbeziehungen |
el. | πρότυπο ενεργειακής ζήτησης | Modell zur Ermittlung des Energiebedarfs |
econ. | πρότυπο "ενιαίου ελέγχου" | Modell der "Einzigen Prüfung" |
stat. | πρότυπο εξίσωση | Standardgleichung |
commun. | πρότυπο εξερευνητικής σάρωσης | Abtaststandard |
lab.law. | πρότυπο επαγγελματικής κατάρτισης | Berufsbildungsprofil |
UN | πρότυπο "επιφυλακής" | Auftrag auf Abruf |
earth.sc. | πρότυπο ερέθισμα | Definitionsvalenzen |
IT | πρότυπο ερεθισμών | Stimulationsmuster |
el. | πρότυπο ετεροένωσης | Modell eines Hetero-Überganges |
transp. | πρότυπο ευρωπαϊκό όχημα | Europäischer Standardreisezugwagen |
transp. | πρότυπο ευρωπαϊκό όχημα | EUROFIMA-Wagen |
environ. | πρότυπο εφαρμόσιμο σε υγρά απόβλητα | Norm zur Beurteilung von eingeleiteten Abwässern |
chem. | πρότυπο ηλεκτρόδιο υδρογόνου | Standardwasserstofelektrode |
chem. | πρότυπο ηλεκτρόδιο υδρογόνου | Normal-Wasserstoffelektrode |
med. | πρότυπο ημιστοιχείο αναφοράς | Standardhalbzelle |
stat. | πρότυπο θέσης | Lagemodell |
stat. | πρότυπο Ι | Modell mit festen Effekten |
math. | πρότυπο Ι | Modell I |
commun., IT | πρότυπο ιδιοχαρακτηριστικό | Standard-Attribut |
stat. | πρότυπο ΙΙ | Modell mit zufälligen Effekten |
math. | πρότυπο ΙΙ | Modell II |
fin. | πρότυπο ισορροπίας χρηματοοικονομικών πόρων | capital-asset-pricing-Modell |
fin. | πρότυπο Bourguignon, Branson και de Melo | Bourguignon-, Branson- und de-Melo-Modell |
industr. | πρότυπο καλής κατασκευής GMP | GMP-Norm |
commun. | πρότυπο καλύμματος | Einbandmuster |
stat. | πρότυπο κανονική μεταβλητή | standardnormalverteilte Variable |
agric., industr. | πρότυπο κατάταξης των σφαγίων | Standard für die Klassifizierung von Schlachtkörpern |
environ., agric. | πρότυπο κατανομής επιβραδυντικού υγρού | Benetzungsmuster |
transp. | πρότυπο κατανομής συγκοινωνίας | Verkehrsteilungsmodell |
environ., agric. | πρότυπο καυσίμου ύλης | Brennstoffmodell |
environ., agric. | πρότυπο καυσίμου ύλης | Brennstoffmuster |
tech., el. | πρότυπο κεντρικής συχνότητας | zentrales Frequenz-Normal |
transp., construct. | πρότυπο κοίλο τούβλο | Mauerwerk aus Falzlochsteinen |
el. | πρότυπο κοινής χρήσης | Aufteilungsmodell |
commun. | πρότυπο κορδόνι ΤΕ βασικής πρόσβασης ISDN | standardisiertes Endeinrichtungsanschlusskabel für den ISDN- Basisanschluss |
el. | πρότυπο κορώνας | Koronamodell |
comp., MS | Πρότυπο κρυπτογράφησης δεδομένων | Datenverschlüsselungssstandard |
life.sc. | πρότυπο κυκλώνα | Zyklonenmodell |
stat. | πρότυπο κυττάρων | Zellenmodell |
econ. | πρότυπο κόστος | Standardkosten |
econ. | πρότυπο κόστος | Plankosten |
stat. | πρότυπο λάθους του Berkson | Berksonsches Fehlermodell |
stat. | πρότυπο λατινικού τετραγώνου | lateinisches Standardquadrat |
IT, el. | πρότυπο λογικό κύκλωμα | Standardlogikschaltung |
IT | πρότυπο λογισμικό | Standard-Software |
tech. | πρότυπο λυχνίας ατμών καισίου | Caesium-Gaszellen normal |
tech. | πρότυπο μέτρησης | Normal |
tech. | πρότυπο μέτρησης | Standard |
tech. | πρότυπο μέτρησης | Musterstück |
earth.sc., mech.eng. | πρότυπο μέτρο | Eichmass |
earth.sc., mech.eng. | πρότυπο μέτρο | Lehre |
stat. | πρότυπο μέτρο | Standardmaß |
tech. | πρότυπο μέτρο | Normalmassstab |
transp. | πρότυπο μήκος σιδηροτροχιάς | Schienennormallänge |
transp. | πρότυπο μήκος σιδηροτροχιάς | Regellänge der Schienen |
fin., polit. | πρότυπο μήνυμα των Ηνωμένων Εθνών | Standardisierte Mitteilung der Vereinten Nationen |
life.sc., agric. | πρότυπο μίγμα | Einheitserde |
cultur. | πρότυπο μαγειρικό σκεύος σε μικρογραφία | verkleinertes Modell von einem Kuechengeraet |
nat.sc. | πρότυπο μείωσης της ορατότητας | Standard bestimmter Streuung |
comp., MS | πρότυπο μεθοδολογίας | Methodikvorlage |
environ. | πρότυπο μεταφοράς | Transportmodell |
environ. | πρότυπο μεταφοράς ρύπων | Transportmodell |
environ. | πρότυπο μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση | Ferntransport-Modell |
environ. | πρότυπο μετεωρολογικών κατακρημνίσεων | Niederschlagsverteilung |
comp., MS | πρότυπο μη αυτόματης δοκιμής | Vorlage für manuelle Tests |
el. | πρότυπο μικρόφωνο | Standard-Mikrofon |
comp., MS | Πρότυπο μοντέλου συνδεσιμότητας εταιρικών δεδομένων | Business Data Connectivity-Modellvorlage |
IT, dat.proc. | πρότυπο μορφοποίησης ετικέτας | Labelmaske |
IT, dat.proc. | πρότυπο μορφοποίησης ετικέτας | Etikettmaske |
fin. | πρότυπο "ο αγοραστής πληρώνει" | Modell des zahlenden Investors |
fin. | πρότυπο "ο αγοραστής πληρώνει" | Subskriptions-Modell |
fin. | πρότυπο "ο αγοραστής πληρώνει" | Abonnementen-Modell |
fin. | πρότυπο "ο εκδότης πληρώνει" | Modell des zahlenden Emittenten |
chem. | πρότυπο ογκομετρικό διάλυμα | Titerlösung |
chem. | πρότυπο ογκομετρικό διάλυμα | Titrant |
chem. | πρότυπο ογκομετρικό διάλυμα | Titrier-Lösung |
chem. | πρότυπο ογκομετρικό διάλυμα | Titrierlösung |
chem. | πρότυπο ογκομετρικό διάλυμα | Titer-Lösung |
chem. | πρότυπο ογκομετρικό διάλυμα | Maßlösung |
law | πρότυπο οικιακού εξοπλισμού | Ausstattungsnorm |
med. | πρότυπο οξειδοαναγωγικό δυναμικό | Standard-Oxidation-Reduktion-Potenzial |
med. | πρότυπο οξειδοαναγωγικό δυναμικό | E₀ |
med. | πρότυπο οξειδοαναγωγικό δυναμικό | Standardredoxpotenzial |
scient. | πρότυπο ορθογώνιο | Normalwinkel |
gen. | πρότυπο ορολογίας | Terminologienorm |
energ.ind. | πρότυπο παθητικής κατοικίας | Passivhaus-Standard |
gen. | πρότυπο παράδειγμα | Paradigma |
gen. | πρότυπο παράδειγμα | Musterbeispiel |
fin. | πρότυπο παρουσίασης | Referenzschnittführung |
nat.sc. | πρότυπο πειραματικό σχέδιο συνεργασίας μεταξύ των τεχνολογικών πάρκων του Bari,του Montpellier και της Ανδαλουσίας | Pilotprojekt zur Zusammenarbeit zwischen den Technologieparks von Bari, Montpellier und Andalusien |
ed. | πρότυπο πειραματικό σχολείο | Versuchsschule |
ed. | πρότυπο πειραματικό σχολείο | Modellschule |
ed. | πρότυπο πειραματικό σχολείο | Experimentierschule |
IT, agric. | πρότυπο πειραματικό σύστημα πληροφορικής για τη διαχείριση υγειονομικών θεμάτων στις χοιροτροφικές μονάδες | informatisiertes Pilotsystem zur tiergesundheitlichen Überwachung von Schweinehaltungsbetrieben |
fin. | πρότυπο πειραματικών ενεργειών | Pilotversuch |
comp., MS | πρότυπο περιεχομένου | Inhaltsvorlage |
life.sc., tech. | πρότυπο περιφερειακό βαρόμετρο | regionales Standardbarometer |
life.sc., tech. | πρότυπο περιφερειακό βαρόμετρο | regionales Normalbarometer |
comp., MS | πρότυπο πιστοποιητικού | Zertifikatvorlage |
IT, dat.proc. | πρότυπο πληκτρολόγιο | Standardtastatur |
fin. | πρότυπο πληρωμής | Zahlungsstandard |
law, transp. | πρότυπο πλωιμότητας | Flugtüchtigkeitsnorm |
environ. | πρότυπο ποιότητας | Qualitätsnorm |
environ. | πρότυπο ποιότητας πόσιμου νερού | Trinkwassernorm |
environ. | πρότυπο ποιότητας του περιβάλλοντος | Umweltqualitätsstandard |
environ. | πρότυπο ποιότητας/ποιοτική προδιαγραφή | Qualitätsnorm |
comp., MS | πρότυπο πολιτικής ομάδας | Gruppenrichtlinienvorlage |
fin. | πρότυπο προεγγραφής | Modell des zahlenden Investors |
fin. | πρότυπο προεγγραφής | Subskriptions-Modell |
fin. | πρότυπο προεγγραφής | Abonnementen-Modell |
met. | πρότυπο προϊόντος | Erzeugnisnorm |
tech., mater.sc. | πρότυπο προϊόντος | Produktnorm |
commun., fish.farm. | πρότυπο πρόγραμμα δορυφορικής παρακολούθησης | Pilotprojekt für Satellitenortung |
nat.sc. | πρότυπο πρόγραμμα δράσης-έρευνας | Aktionsforschungspilotprojekt |
fish.farm. | πρότυπο πρόγραμμα παρατηρητών | Pilotprogramm für Beobachter |
fish.farm. | πρότυπο πρόγραμμα παρατηρητών NAFO | NAFO-Pilotprogramm für Beobachter an Bord |
mater.sc. | πρότυπο πυροσβεστικό όχημα | Standardloeschfahrzeug |
health. | πρότυπο ραδιενεργό διάλυμα | radioaktive Standardlösung |
commun., industr. | πρότυπο ραδιοδιεπαφής | Norm für die Luftschnittstelle |
comp., MS | πρότυπο ροής εργασίας | Workflowvorlage |
earth.sc., tech. | πρότυπο ρύθμισης | Kontrollkörper |
commun., industr. | πρότυπο ETSI σε φάση εκπόνησης | in der Entwicklung stehende ETSI-Norm |
comp., MS | πρότυπο σελίδας | Seitenvorlage |
agric., tech. | πρότυπο σιτηρεσίου | Fütterungsnorm |
math. | πρότυπο σκορ | standardisierter Score Standardpunktwertung |
math. | πρότυπο σκορ | z-Score |
commun., industr. | πρότυπο ETS στη φάση εκπόνησης | in der Entwicklung stehende europäische Telekommumikationsnorm |
commun., industr. | πρότυπο ETS στην πορεία ανάπτυξης | in der Entwicklung stehende europäische Telekommumikationsnorm |
IT, dat.proc. | πρότυπο στιλ | Standardstilschrift |
IT | πρότυπο στοιχείο | Standard-Zelle |
el. | πρότυπο στοιχείο Weston | Weston-Normalelement |
el. | πρότυπο στοιχείο | Normalelement |
el. | πρότυπο στοιχείο | Eichbatterie |
comp., MS | πρότυπο στοιχείων | Elementvorlage |
tech. | πρότυπο στοιχείων για συμπλήρωση | Norm für anzugebende Daten |
tech. | πρότυπο στοιχείων για συμπλήρωση | Deklarationsnorm |
transp., construct. | πρότυπο συγκοινωνιακού δικτύου | Netzmodell |
environ. | πρότυπο συμπεριφοράς | Verhaltensweise |
environ. | πρότυπο συμπεριφοράς | Verhaltensmuster |
environ. | πρότυπο συμπεριφοράς του όζοντος | Ozonmodell |
el. | πρότυπο συχνότητας | Frequenznorm |
el. | πρότυπο συχνότητας | Eichgenerator |
el. | πρότυπο συχνότητας αναφοράς | Frequenz-Referenzform |
tech., el. | πρότυπο συχνότητας καισίου | Caesiumfrequenznormal |
tech., el. | πρότυπο συχνότητας καισίου | auf Cäsiumstrahl basierter Frequenzmaßstab |
tech., el. | πρότυπο συχνότητας ταλαντωτή κρυστάλλου | quarzgesteuerter Normalfrequenzoszillator |
tech., el. | πρότυπο συχνότητας ταλαντωτή κρυστάλλου | Quarznormal |
tech., el. | πρότυπο συχνότητας υδρογόνου | Wasserstofffrequenznorm |
environ. | πρότυπο σχέδιο | Pilotprojekt |
gen. | πρότυπο σχέδιο | Pilotvorhaben |
gen. | πρότυπο σχέδιο | Modellvorhaben |
earth.sc. | πρότυπο σχέδιο αποσυναρμολόγησης | Demontagepilotvorhaben |
arts. | πρότυπο σχέδιο για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς | Pilotprojekt zugunsten der Erhaltung des architektonischen Erbes |
law | πρότυπο σχέδιο εγκατάστασης | Mustereinrichtungspläne |
health. | πρότυπο σχέδιο καταπολέμησης της λύσσας με σκοπό την εξάλειψή της | Pilotprogramme zur Tilgung der Tollwut |
cultur., work.fl. | Πρότυπο σχέδιο χρηματικής ενίσχυσης για μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, θεατρικών έργων και έργων αναφοράς | Pilotprojekt: Zuschuß zur Förderung der Übersetzung von literarischen Werken, Theaterstücken und Nachschlagwerken |
gen. | Πρότυπο σχέδιο χρηματικής ενίσχυσης για μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων,θεατρικών έργων και έργων αναφοράς | Pilotprojekt:Zuschuß zur Förderung der Übersetzung von literarischen Werken,Theaterstücken und Nachschlagewerken |
gen. | Πρότυπο σχέδιο χρηματικής ενίσχυσης για μεταφράσεις σύγχρονων λογοτεχνικών έργων | Beihilfen zur Übersetzung von Werken der zeitgenössischen Literatur-Pilotprojekt |
ed. | Πρότυπο σχέδιο χρηματικής ενίσχυσης των σχεδίων για την προώθηση του βιβλίου και της ανάγνωσης στην Ευρώπη | Pilotprojekt:Zuschuß zur Förderung des Buches und des Lesens in Europa |
environ. | πρότυπο σχέδιο/πειραματικό έργο | Pilotprojekt |
comp., MS | πρότυπο σχεδίασης | Entwurfsvorlage |
earth.sc., tech. | πρότυπο σύγκρισης | Vergleichskoerper |
tech. | πρότυπο σύγκρισης | Vergleichsnormal |
comp., MS | πρότυπο σύμβασης | Vertragsvorlage |
law | πρότυπο σύμβασης | Vertragsmuster |
med. | πρότυπο σύστημα | Standardsystem |
commun., IT | πρότυπο τερματικό | Standardbedienungsplatz |
commun., IT | πρότυπο τερματικό | Standardterminal |
commun., IT | πρότυπο τερματικό | Konsole |
commun., tech. | πρότυπο τηλεόρασης | Fernsehstandard |
commun., tech. | πρότυπο τηλεόρασης | Fernsehnorm |
transp. | πρότυπο τιμολόγιο | Mustertarif |
gen. | πρότυπο του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης ISO | ISO-Norm |
comp., MS | Πρότυπο τριπλής κρυπτογράφησης δεδομένων | Dreifach-DES |
stat. | πρότυπο τριών συστατικών των Bock | Bock's Dreikomponentemodell |
environ. | πρότυπο τροχιών | Flugbahnmodell |
tech., law | πρότυποουσ.; τυποποιημένος επίθ. | Norm |
tech. | πρότυπο των προς παροχή στοιχείων | Norm für anzugebende Daten |
tech. | πρότυπο των προς παροχή στοιχείων | Deklarationsnorm |
comp., MS | πρότυπο τύπου γονικού περιεχομένου | übergeordnete Inhaltstypvorlage |
chem. | πρότυπο υλικό | Standardmaterial |
tech. | πρότυπο υπηρεσίας | Dienstleistungsnorm |
tech. | πρότυπο υπηρεσιών | Dienstleistungsnorm |
gen. | πρότυπο,υπόδειγμα | Modell |
met. | πρότυπο υφής | auszaehlen:gefuegebildreihe:gefuegerichtreihe |
environ., chem. | πρότυπο φασματοφωτόμετρο Dobson | Standard-Dobson-Spektrometer |
tech., mech.eng. | πρότυπο φορτίο ελέγχου | Standardpruefpackung |
environ., chem. | πρότυπο φωτοχημικής διασποράς | photochemisches Dispersionsmodell |
comp., MS | πρότυπο φόρμας | Formularvorlage |
mater.sc. | πρότυπο φύλλο | Vorlagemuster |
chem. | πρότυπο φύλλο | gemusterter Bogen |
mater.sc. | πρότυπο φύλλο | Ausfallmuster |
commun. | πρότυπο Χ-400 για ηλεκτρονικό ταχυδρομείο | Norm X-400 für die elektronische Post |
met. | πρότυπο χρωμάτων | Farbstandard |
tech. | πρότυπο χρωματομετρικό σύστημα CIE 1931 | Normvalenz-System CIE 1931 |
chem. | πρότυπο χρώμα | Normalfarbe |
IT, el. | πρότυπο χτένας | Kammüster |
construct., mun.plan., transp. | πρότυπο χωροταξίας | Raumentwicklungsmodell |
IT, el. | πρότυπο όργανο μέτρησης | normiertes Meßgerät |
stat. | πρώτο καλό πρότυπο | Modell mit festen Effekten |
math. | πρώτο καλό πρότυπο | Modell I |
met. | πτυσσόμενο πρότυπο απόχυσης | Gummieinguβ |
transp. | ριζοσπαστικό περιστασιακό πρότυπο | eingreifendes Gelegenheitsmodell |
stat. | σκληροπυρηνικό πρότυπο | Modell des harten Kernes |
med. | στήλη-πρότυπο | Oesophagoskop |
tech. | συμπληρωματικό πρότυπο | Ergänzungsnorm |
tech. | συμπληρωματικό πρότυπο χρωματομετρικό σύστημα CIE 1964 | 10*-Großfeld-Normvalenz-System CIE 1964 |
IT, dat.proc. | συνοδευτικό πρότυπο | Companion Standard |
fin. | τίτλοι που αποτελούν πρότυπο σύγκρισης,μέτρο ποιότητας | Leitemission |
stat. | ταυτόχρονο πρότυπο εξισώσεων | Modell mit simultanen Gleichungen |
math. | ταυτόχρονο πρότυπο εξισώσεων | Modell mit mehreren Gleichungen |
econ. | τεχνικό πρότυπο | technische Norm |
nat.sc., industr. | τεχνικό πρότυπο | technische Vorschrift |
commun., tech. | τηλεοπτικό πρότυπο | Fernsehstandard |
commun., tech. | τηλεοπτικό πρότυπο | Fernsehnorm |
gen. | τυποποιημένο πρότυπο | Standardmodell |
gen. | τυποποιημένο πρότυπο | Standardausführung |
stat. | τυχαίο πρότυπο αποτελεσμάτων | Modell mit zufälligen Effekten |
math. | τυχαίο πρότυπο αποτελεσμάτων | Modell II |
tech. | υποχρεωτικό πρότυπο | verbindliche Norm |
tech. | υποχρεωτικό πρότυπο | rechtsverbindliche Norm |
industr., construct. | χαραγμένο πρότυπο | Schablone |
commun. | ψηφιακό κυψελλωτό πρότυπο | digitaler mobiler Zellularstandard |
environ., agric. | ψηφιακό υψομετρικό πρότυπο | digitales Höhenlinienmodell |