DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Metallurgy containing οξύ | all forms
GreekGerman
αποσκωριώνω με οξύeinmotten
αποσκωριώνω με οξύbeizen
απόβλητο οξύverbrauchte Saeure
απόβλητο οξύAbfallsaeure
ευθραυστότητα λόγω επαφής με οξύBeizversprödung
ευθραυστότητα λόγω επαφής με οξύBeizsprödigkeit
ευθραυστότητα λόγω καθαρισμού με οξύBeizversprödung
ευθραυστότητα λόγω καθαρισμού με οξύBeizsprödigkeit
καθάρισμα της επιφάνειας ενός μετάλλου με οξύAbbeizen
λεκές αποσκωρίωσης με οξύBeizfleck
οξύ αποσκωριώσεωςBeizsaeure
προσβολή μετάλλου από οξύÄtzen
υπερβολική αποξείδωση με οξύUeberbeizen