Subject | Greek | German |
gen. | έλεγχος μη επιβεβαιωμένων μετακινήσεων υλικού | Überwachung der Bewegungen von nicht nachgewiesenen Spaltstoffen |
gen. | έλεγχος μη καταστροφικός | zerstörungsfreie Prüfung |
med. | αίσθηση του μη πραγματικού | Gefuehl der Unwirklichkeit |
med. | αίσθηση του μη πραγματικού | Gefuehl der Irrealitaet |
gen. | αγοραστής μη συνδεόμενος με προσωπική σχέση με τον πωλητή | unabhängiger Käufer |
gen. | αγοραστής μη συνδεόμενος με προσωπική σχέση με τον πωλητή | nicht durch persönliche Beziehungen verbundener Käufer |
gen. | αν τα μέτρα που προβλέπονται ανωτέρω αποδειχθούν μη αποτελεσματικά | erweisen sich die oben vorgesehenen Massnahmen als wirkungslos |
gen. | αναλογία ενεργού προς μη ενεργό πληθυσμό | Lastquotient |
gen. | αναλογία ενεργού προς μη ενεργό πληθυσμό | Gesamtlastquotient |
gen. | αναλογία ενεργού προς μη ενεργό πληθυσμό | Belastungsquote |
gen. | αναμενόμενο μεταβατικό φαινόμενο μη συνεπαγόμενο έκτακτη κράτηση | unkontrollierte Leistungssteigerung ohne Schnellabschaltung |
gen. | αντιδραστήρας ελαφρού ύδατος που χρησιμοποιεί μη ακτινοβολημένο ΜΟΧ | mit frischem MOX betriebener Leichtwasserreaktor |
gen. | αντιδραστήρας μη συνεχούς φορτίσεως | Reaktor mit Chargenbetrieb |
gen. | απαγωγή, παράvoμη κατακράτηση και περιαγωγή σε oμηρία | Entführung, Freiheitsberaubung und Geiselnahme |
gen. | αποζημιώνω τις μη λαμβανόμενες ημέρες της αδείας ως ημέρες πραγματικής υπηρεσίας | nicht genommene Urlaubstage wie abgeleistete Arbeitstage vergüten |
gen. | αποστολή μη στρατιωτικής αστυνόμευσης | Zivilpolizeimission |
gen. | αποστολή μη στρατιωτικής αστυνόμευσης | zivile Polizeimission |
gen. | αποστολή μη στρατιωτικής αστυνόμευσης | CIVPOL-Mission |
gen. | αρχή της μη άσκησης βέτο | keine Veto-Möglichkeit |
gen. | ασκώ εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη | eine Nebentätigkeit gegen Entgelt oder ohne Entgelt ausüben |
gen. | ασκώ εξωυπηρεσιακή δραστηριότητα,αμειβόμενη ή μη | eine Nebentaetigkeit gegen Entgelt oder ohne Entgelt ausueben |
gen. | ασκώ επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη | eine entgeltliche oder unentgentliche berufliche Tätigkeit ausüben |
gen. | για την απομάκρυνση ή την εξουδετέρωση της ουσίας χρησιμοποιήστε....ΜΗ χρησιμοποιείτε νερό | zur Entfernung oder Neutralisation...benutzen,kein Wasser |
gen. | δέσμευση για "μη πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων" | Verzicht auf den Ersteinsatz von Nukearwaffen |
gen. | δέσμευση για "μη πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων" | Verzicht auf den Ersteinsatz von Nuklearwaffen |
gen. | δεδουλευμένοι αλλά μη ληξιπρόθεσμοι τόκοι και ενοίκια | abgegrenzte Zinsen und Mieten |
gen. | Διάσκεψη για τη διάθεση μη στρατιωτικών δυνατοτήτων | Beitragskonferenz zu den zivilen Fähigkeiten |
gen. | Διάσκεψη για την ικανότητα μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων | Beitragskonferenz für die zivile Krisenbewältigung |
med. | διάχυτο,μη περιγεγραμμένο απόστημα | diffuser Abszess |
med. | διαβήτης ατόμων μη εξαρτωμένων από ινσουλίνη | insulinunabhängiger Diabetes |
gen. | Διεθνές Μη Στρατιωτικό Γραφείο | Internationales Zivilbüro |
med. | δυναμική μη παριστάμενη με μοντέλο | nichtmodellierte Dynamik |
med. | εθελοντική και μη κερδοσκοπική αιμοδοσία | freiwillige kostenlose Blutspende |
gen. | εκκαθάριση των ναρκοπεδίων για μη στρατιωτικούς λόγους | zivile Minenräumung |
med. | εκτέλεση υπολογισμών μη φυσιολογικών τρόπων λειτουργίας | abnormen Betriebsweisen Rechnung tragen |
med. | εκτέλεση υπολογισμών μη φυσιολογικών τρόπων λειτουργίας | abnormen Betriebsfaellen Rechnung tragen |
med. | ενδημική μη αφροδισιακή νόσος των Βεδουίνων της Συρίας και των Αράβων του Ευφράτου | bejel |
med. | ενεργητική μη ειδική ανοσοθεραπεία | unspezifische Immunstimulation |
gen. | ενωσιακή επιχείρηση μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων | zivile Krisenbewältigungsoperation der EU |
med. | επαληθευμένη μη αντιστρεπτή στειρότητα | nachgewiesene irreversible Sterilität |
gen. | Επιτροπή Βοηθείας προς τις μη Συνδεδεμένες Αναπτυσσόμενες Χώρες | Ausschuss für die Hilfe zugunsten der nichtassoziierten Entwicklungsländer |
gen. | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης | Verbindungsausschuss der NRO |
gen. | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης στην ΕΕ | Verbindungsausschuss der NRO |
gen. | εργαζόμενος από μη κοινοτική χώρα | Arbeitnehmer aus einem Nicht-EG-Land |
gen. | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας των διεθνών μη κυβερνητικών οργανισμών | Europäisches Übereinkommen über die Anerkennung der Rechtspersönlichkeit internationaler nichtstaatlicher Organisationen |
gen. | µη δεδουλευθείσα ηµέρα | nicht gearbeiteter Tag |
gen. | η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών | die Nichterfuellung dieser Verpflichtungen |
med. | ιατρικός μη αναπνευστικός νεφελοποιητής | nichtventilatorischer medizinischer Vernebler |
med. | ιστορικό για ποικιλίες που προήλθαν από αναπαραγωγή μη αιμομεικτικών στελεχών ζώων | Hintergrunddaten über Auszuchtstämme |
gen. | καθαρή μη επιστρεπτέα ενίσχυση | verlorener Zuschuss |
gen. | καλυφθέν και μη καταβεβλημένο κεφάλαιο | ausstehende Einlagen auf das gezeichnete Kapital |
gen. | Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη δομή διοίκησης και ελέγχου των ενωσιακών επιχειρήσεων μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων | Leitlinien für die Anordnungs- und Kontrollstruktur ziviler Krisenbewältigungsoperationen der EU |
med. | κληρονομικά γενετικά χαρακτηριστικά μη παθολογικά | nicht pathologisches genetisches Material |
med. | κληρονομικά γενετικά χαρακτηριστικά μη παθολογικά | nicht pathologisches Erbmaterial |
med. | κληρονομικό χαρακτηριστικό μη παθολογικό | nicht pathologisches vererbtes Merkmal |
gen. | κοινωνικές εισφορές αυτοαπασχολούμενων και μη απασχολούμενων | tatsächliche Sozialbeiträge von Nichtarbeitnehmern |
med. | κομπρέσα μη υφασμένη | Kompresse aus Vliesstoff |
gen. | κράτος μη μέλος της ΕΕ | Nicht-EU-Staat |
med. | κυκλοτερική οδοντωτή γραμμή που παριστάνει το όριο μεταξύ οπτικής και μη οπτικής μοίρας | Ora serrata |
gen. | λόγος που επικαλέσθηκε ο προσφεύγων σχετικά με την μη εφαρμογή των διατάξεων | Klagegrund in bezug auf die Nichtanwendung von Artikel... |
med. | μή αρθρικός ρευματισμός | Weichteilrheumatismus |
med. | μή αρθρικός ρευματισμός | Muskelrheumatismus |
med. | μή αρθρικός ρευματισμός | Fibrositis |
med. | μή τελικός,αναφερόμενος εις ατελή διαχωρισμόν των χρωμοσώμων | atelomitisch |
gen. | μετανάστευση των μη δεσμευομένων μικροκολλοειδών | Migration nicht zurückgehaltener Mikrokolloide |
med. | μη έφηβος | impubis |
med. | μη έφηβος | impubes |
med. | μη-Α μη-Β ηπατίτιδα | NANB-Hepatitis |
med. | μη-Α μη-Β ηπατίτιδα | Non-A-Non-B-Hepatitis |
med. | μη αιμολυτικός ίκτερος νεογνών | Icterus neonatorum familiaris (icterus neonatorum familiaris) |
med. | μη ακριβής εκτομή | ungenaue Ausschneidung |
med. | μη ακριβής εκτομή | ungenaue Exzision |
gen. | μη ακτινοβολημένο καύσιμο αποθηκευμένο κάτω από το νερό | unter Wasser lagernder frischer Brennstoff |
med. | μη αλεσμένος | ungemahlen |
med. | μη αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής | nicht allergisches Kontaktekzem |
med. | μη αλλεργιογόνος ορός | anallergisches Serum |
med. | μη αλληλόμορφο αντίγραφο | nichtallele Kopie |
med. | μη αναδιπλασιασμένος | nichtrepliziert |
med. | μη αναμειγμένο προϊόν | ungemischtes Erzeugnis |
gen. | μη αναπαραγωγικός αντιδραστήρας μετατροπής | nicht bruetender Konverter |
med. | μη αναστρέψιμη καταπληξία | irreversibler Schock |
med. | μη αναστρέψιμο κώμα | coma dépassé |
med. | μη ανασυνδυασμένος | nichtrekombiniert |
gen. | μη αναφερόμενα αλλού | nicht näher bestimmt |
gen. | μη αναφερόμενα αλλού | nicht näher bekannt |
gen. | μη αναφλέξιμο | flammensicher |
gen. | μη ανιχνεύσιμη νάρκη κατά προσωπικού | nicht detektierbare Antipersonenmine |
med. | μη ανοσοποιηθείς ορός εξ αίματος | Serum aus nichtimmunisiertem Blut |
med. | μη αντίστοιχα ανασυνδυασμένο χρωμόσωμα | nichtreziprok rekombiniertes Chromosom |
med. | μη ανταγωνιστική παρεμπόδιση | nichtkompetitive Hemmung |
gen. | μη αντιμεταθετική γεωμετρία | nicht-kommutative Geometrie |
med. | μη αντιρροπούμενη δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια | Rechtsherzdekompensation |
med. | μη αντιρροπούμενη δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια | Rechtsversagen |
med. | μη αντιρροπούμενη δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια | Rechtsherzversagen |
med. | μη αντιρροπούμενη δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια | Rechtsdekompensation |
med. | μη αντιρροπούμενη οξέωση | echte Azidose |
med. | μη αντιρροπούμενη οξέωση | dekompensierte Azidose |
med. | μη αντιρροπούμενη οξέωση | Azidämie |
med. | μη αντιρροπούμενη υπέρταση | dekompensierte Hypertonie |
med. | μη αντιρροπούμενος υπερθυρεοειδισμός | dekompensierende Hyperthyreose |
med. | μη αντιρρόπηση | Dekompensation (decompensatio) |
med. | μη αντιρρόπηση | Decompensatio (decompensatio) |
med. | μη αντισταθμιζόμενη καρδιακή ανεπάρκεια | dekompensierte Herzinsuffizienz |
med. | μη αντισταθμιζόμενη οξέωση | dekompensierte Azidose |
med. | μη αντισταθμιζόμενη οξέωση | echte Azidose |
med. | μη αντισταθμιζόμενη οξέωση | Azidämie |
med. | μη αντιστρεπτή εγκεφαλική βλάβη,ανήκεστος εγκεφαλική βλάβη | irreversibler Hirnschaden |
med. | μη αντιστρεπτή παρεμπόδιση | unkompetitive Hemmung |
med. | μη αντιστρεπτό κώμα,κατάσταση φυτού | Dauerkoma |
med. | μη αντιστρεπτός αναστολέας | irreversibler Hemmstoff |
med. | μη αντιστρεπτός αναστολέας | irreversibler Inhibitor |
gen. | μη απαντήσας | Nichtbeantworter |
gen. | μη απαντών | Nichtbeantworter |
med. | μη απαραίτητα αμινοξέα | nichtessentielle Aminosäuren |
med. | μη απαραίτητο γονίδιο | nichtessentielles Gen |
med. | μη αποκλειστική δέσμευση | aspezifische Bindung |
gen. | μη απομακρυσμένα κατάλοιπα συλλιπάσματος | nicht entfernte Flussmittelkruste |
gen. | μη απομακρυσμένα κατάλοιπα συλλιπάσματος | Flussmittelreste |
med. | μη αποσπασμένος | nichtdissoziiert |
med. | μη αποστειρωμένες βελόνες | unsterile Spritzen |
med. | μη αποστειρωμένες σύριγγες | unsterile Spritzen |
med. | μη αποστειρωμένη λαμινάρια | nicht steriler Laminariastift |
gen. | μη αρπακτικός | nicht gefräßig |
gen. | μη αυτοκαταστρεφόμενη νάρκη κατά προσωπικού | Antipersonenmine ohne Selbstzerstörungsmechanismus |
gen. | μη αυτόνομα συνταξιοδοτικά ταμεία | unselbständige Pensionskassen |
gen. | μη αυτόνομο έδαφος | Hoheitsgebiet ohne Selbstregierung |
med. | μη αυτόνομο ρυθμιστικό στοιχείο | nichtautonomes Element |
med. | μη αυτόνομο ρυθμιστικό στοιχείο | nichtautonomes Kontrollelement |
med. | μη αυτόνομο στοιχείο | nichtautonomes Element |
med. | μη αυτόνομο στοιχείο | nichtautonomes Kontrollelement |
med. | μη βιωσιμότητα του πρωτοεμβρύου | Nichtlebensfähigkeit des Embryos |
med. | μη γεννητικός έρπης | nichtgenitaler Herpes |
med. | μη γενοτοξικός καρκινογόνος παράγων | nicht genotoxisches Karzinogen |
gen. | μη γεωργικές δραστηριότητες | Tätigkeiten außerhalb der Landwirtschaft |
med. | μη γονιδιοτοξικό καρκινογόνο | nicht genotoxisches Karzinogen |
med. | μη γονοτοξικό καρκινογόνο | nicht genotoxisches Karzinogen |
gen. | μη δίνετε να πιεί τίποτα | nichts zu trinken geben |
gen. | μη δασμολογικά μέτρα | nicht tarifäre Massnahme |
gen. | μη δασμολογικοί φραγμοί | nichttarifäres Handelshemmnis |
gen. | μη δασμολογικό εμπόδιο | nichttarifäres Hemmnis |
med. | μη δεσμευτικός | mit unverbindlichem Charakter |
med. | μη δηλωτική μνήμη | nichtdeklaratives Gedächtnis |
med. | μη δηλωτική μνήμη | implizites Gedächtnis |
med. | μη δηλωτική μνήμη | prozedurales Gedächtnis |
gen. | μη διάδοση | Nichtverbreitung |
gen. | μη διάδοση πυρηνικών όπλων | nukleare Nichtverbreitung |
gen. | μη διάδοση πυρηνικών όπλων | Nichtverbreitung von Kernwaffen |
med. | μη διαβητική γλυκοζουρία | Nierendiabetes (diabetes renalis) |
med. | μη διαβητική γλυκοζουρία | normoglykämische Glukosurie (diabetes renalis) |
med. | μη διαβητική γλυκοζουρία | renale Glukosurie (diabetes renalis) |
med. | μη διαπυητική υποδερματίτις του τύπου Rothman-Makai | Panniculitis non suppurativa Typ Makai-Rothman |
med. | μη διαπυητική υποδερματίτις του τύπου Rothman-Makai | Lipogranulomatosis subcutanea |
gen. | μη διατεθέντες προγραμματισμένοι πόροι | nicht zugewiesene programmierbare Mittel |
gen. | μη διατηρείτε το δοχείο ερμητικά κλεισμένο | S12 |
gen. | μη διατηρείτε το δοχείο ερμητικά κλεισμένο | Behälter nicht gasdicht veschließen |
gen. | μη διατηρείτε το δοχείο ερμητικά κλεισμένο | Behälter nicht gasdicht verschließen |
med. | μη διαφοροποιημένο επιθηλίωμα | verwildertes entdifferenziertes Basaliom |
med. | μη διαφοροποιημένο επιθηλίωμα | undifferenziertes Karzinom |
med. | μη διαφοροποιημένο καρκίνωμα | verwildertes entdifferenziertes Basaliom |
med. | μη διαφοροποιημένο καρκίνωμα | undifferenziertes Karzinom |
med. | μη διαφραγματώδης | nichtseptiert |
med. | μη διαφραγματώδης | unseptiert |
med. | μη διαφραγματώδης | querwandlos |
med. | μη διαχωρισμένος | nichtdissoziiert |
med. | μη διείσδυση | fehlende Penetranz |
med. | μη διείσδυση | Nonpenetranz |
med. | μη διεισδυτικά σφυγμομανόμετρο | nichtinvasives Blutdruckmeßgerät |
med. | μη δυνάμενος να χρωσθεί | unfärbbar |
gen. | Μη Εγγεγραμμένοι | Fraktionslos |
gen. | μη εθνικοί οργανισμοί | nichtstaatliche Institutionen |
med. | μη ειδική ανοσία | unspezifische Immunität |
med. | μη ειδική θεραπεία | Heterotherapie |
med. | μη ειδική ουρηθρίτιδα | unspezifische Harnröhrenentzündung |
med. | μη ειδική ουρηθρίτιδα | katarrhalische Urethritis |
med. | μη ειδική ουρηθρίτιδα | unspezifische Urethritis |
med. | μη ειδική ουρηθρίτιδα | Urethritis simplex |
med. | μη ειδική σύνδεση | unspezifische Bindung |
med. | μη ειδική σύνδεση | Zufallsverknüpfung |
med. | μη ειδική χολινεστεράση | Cholinesterase Typ II |
med. | μη ειδική χολινεστεράση | Pseudocholinesterase |
med. | μη ειδική χολινεστεράση | unspezifische Cholinesterase |
med. | μη ειδική χολινεστεράση | Cholinesterase |
gen. | μη εκμεταλλεύσιμο | unbauwuerdig |
gen. | μη εκραγείς μηχανισμός | nicht gezündeter Sprengkörper |
gen. | μη εκρηκτική χρήση | nichtexplosive Nutzung |
med. | μη ελαττωματικός ιός | nichtdefektives Virus |
gen. | μη εμπιστευτικές πληροφορίες | offene Informationsgewinnung |
gen. | μη εμπιστευτικές πληροφορίες | Informationsgewinnung aus frei zugänglichen Quellen |
gen. | μη εξακριβωμέvες πληρoφoρίες | weiche Daten |
gen. | μη εξακριβωμέvες πληρoφoρίες | unbewertete Anhaltspunkte |
med. | μη εξαρτημένη απόκριση | unbedingte Reaktion |
med. | μη εξαρτημένο αντανακλαστικό | unkonditionierte Reaktion |
med. | μη εξαρτημένο αντανακλαστικό | unbedingter Reflex |
med. | μη εξελικτικός | nichtprogressiv |
med. | μη επαγωγικό μετάλλαγμα | nichtinduzierbare Mutante |
med. | μη επαναλαμβανόμενο DNA | nichtrepetitive DNA |
med. | μη επαναληπτικό DNA | nichtrepetitive DNA |
med. | μη επεμβατική διαγνωστική μέθοδος | nichtinvasives Diagnoseverfahren |
med. | μη επεμβατική μέθοδος | nichtinvasive Technik |
gen. | μη επι?ειρησιακή oμάδα | nicht einsatzbezogener Stab |
med. | μη επιθηλιακό βλάστωμα | nicht epitheliale Geschwulst |
gen. | μη επιλέξιμη ζώνη | nichtförderfähiges Gebiet |
gen. | μη επιλέξιμη ζώνη | Gebiet, das für eine Förderung nicht in Betracht kommt |
med. | μη επιτρεπτές συνθήκες | nichtpermissive Bedingungen |
med. | μη επιτρεπτή θερμοκρασία | nichtpermissive Temperatur |
med. | μη επιτρεπτικό κύτταρο | nichtpermissive Zelle |
med. | μη επιτρεπτός | nichtpermissiv |
gen. | μη επιτρεπόμεvη πρόσβαση | unbefugter Zugriff |
min.prod. | μη επιτόπια διατήρηση | Ex-situ-Erhaltung |
med. | μη επώδυνος | schmerzlos |
med. | μη επώδυνος | indolent |
med. | μη ερμηνεύσιμη τριπλέτα | Nichtsinnsequenz |
med. | μη ερμηνεύσιμη τριπλέτα | Nonsense-Triplett |
med. | μη ερμηνεύσιμη τριπλέτα | Unsinncodon |
med. | μη ερμηνεύσιμη τριπλέτα | Unsinntriplett |
med. | μη ερμηνεύσιμη τριπλέτα | Nonsense-Codon |
med. | μη ερμηνεύσιμη τριπλέτα | Nichtsinncodon |
med. | μη εστεροποιημένη χοληστερόλη | unverestertes Cholesterin |
med. | μη εστεροποιημένος | unverestert |
med. | μη ευνοϊκή ενεργειακά χημική αντίδραση | ungünstige Reaktion |
med. | μη ευνοϊκή ενεργειακά χημική αντίδραση | ungünstige chemische Reaktion |
med. | μη εύκαμπτη σωληνωτή θήκη | Verpackungsroehrchen |
med. | μη ηβώδης κίρρωση | cirrhose lisse |
gen. | μη θανατηφόρα μέσα | nicht tödliches Kampfmittel |
gen. | μη θανατηφόρα μέσα | nicht tödliches Wirkmittel |
gen. | μη θανατηφόρα μέσα | nicht letales Wirkmittel |
med. | μη θρομβοπενική πορφύρα | athrombopenische Purpura |
gen. | μη ικανοποιητική συγκόλληση | ungenuegende Durchschweissung |
gen. | μη ικανοποιητική συγκόλληση | schlechter Wurzeleinbrand |
gen. | μη ικανοποιητική σύμφυση | ungenuegende Durchschweissung |
gen. | μη ικανοποιητική σύμφυση | schlechter Wurzeleinbrand |
gen. | μη ινώδες υλικό | Schmälzmittel |
med. | μη ιογόνος | avirulent |
med. | μη ιοντική διάχυση | nichtionische Diffusion |
gen. | μη ιπτάμενος αξιωματικός αεροπορίας | Heeresverbindungsoffizier |
med. | μη ισοδύναμο κύτταρο | nichtäquivalente Zelle |
gen. | μη ισοτοπικός ιχνηθέτης | nichtisotoper Tracer |
gen. | μη ισοτοπικός ιχνηθέτης | nichtisotoper Indikator |
med. | μη ιστονική πρωτεΐνη | Nichthistonprotein |
med. | μη ιστονική πρωτεϊνη | Nichthistonprotein |
gen. | μη κανονική απουσία από την εργασία | unbefugtes Fernbleiben vom Dienst |
gen. | μη καπνιζόμενο προϊόν καπνού | nicht zum Rauchen bestimmtes Tabakerzeugnis |
gen. | μη καπνιζόμενος καπνός | nicht zum Rauchen bestimmtes Tabakerzeugnis |
med. | μη καρδιογενές πνευμονικό οίδημα | ARDS |
med. | μη καρδιογενές πνευμονικό οίδημα | akute respiratorische Insuffizienz |
med. | μη καρδιογενές πνευμονικό οίδημα | Schocklunge |
med. | μη καρδιογενές πνευμονικό οίδημα | akutes Atemnotsyndrom |
med. | μη καρδιογενές πνευμονικό οίδημα | Atemnotsyndrom des Erwachsenen |
gen. | μη καταγόμενα προΜόντα | Ware ohne Ursprungseigenschaft |
gen. | μη καταγόμενα προΜόντα | Nichtursprungsware |
gen. | μη καταγόμενα προΜόντα | Erzeugnisse ohne Ursprungseigenschaft |
med. | μη καταλυμένος | nichtkatalysiert |
gen. | μη καταστρεπτική σάρωση ακτίνων γ | zestörungsfreie Gammastrahlenüberprüfung |
gen. | μη καύσιμος | nicht brennbar |
med. | μη κερατινοποιημένος | nichtverhornend |
med. | μη κολλαγονικός | nichtkollagenös |
gen. | μη κοστολογικό κριτήριο | kostenfremdes Kriterium |
gen. | μη κρατικοί παράγοντες | nichtstaatlicher Akteur |
med. | μη κριτική σκέψη | unkritisches Denken |
gen. | μη κρυσταλλοποιήσιμος | nichtkristallisierend |
gen. | μη κυβερνητική οργάνωση | regierungsunabhängige Organisation |
gen. | μη κυβερνητική οργάνωση ανάπτυξης | in der Entwicklungshilfe tätige Nichtregierungsorganisation |
gen. | μη κυβερνητική οργάνωση ανάπτυξης | Nichtstaatliche Organisation für Entwicklungszusammenarbeit |
med., agric. | μη κυοφορούσα | unträchtig |
med., agric. | μη κυοφορούσα | nicht trächtig |
med. | μη κυτταρικός | nichtzellig |
med. | μη κωδικοποιούν DΝΑ | nicht-codogener DNS-Strang |
med. | μη-Hodgkin λέμφωμα | Non-Hodgkin-Lymphom |
gen. | μη λήξας κίνδυνος | Rückstellung für drohende Verluste aus dem Versicherungsgeschäft |
gen. | μη λήξας κίνδυνος | Rückstellung für drohende Verluste |
med. | μη λειτουργική θεραπεία | nichtfunktionelle Behandlung |
med. | μη μεταλλαγμένος οργανισμός | nichtmutierter Organismus |
med. | μη μεταλλαγμένος οργανισμός | Wildtyporganismus |
med. | μη μεταναστευτικά ψάρια | Standfisch |
med. | μη μεταφραζόμενος | nichttranslatiert |
med. | μη μικροβιακή θρομβωτική ενδοκαρδίτιδα | NBTE |
med. | μη μικροβιακή θρομβωτική ενδοκαρδίτιδα | nichtbakterielle thrombotische Endokarditis |
med. | μη μικροβιακή κρυπτοξίνη | nicht mikrobiologisches Kryptotoxin |
med. | μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα του πνεύμονα | nichtkleinzelliges Lungenkarzinom |
med. | μη μολυσμένο έμφραγμα | steriler Infarkt |
med. | μη μολυσμένο έμφραγμα | blander Infarkt |
med. | μη μολυσμένος | nichtinfiziert |
med. | μη νευροεπιθηλιακός | nichtneuroepithelial |
med. | μη νοηματική καταστολή | Nichtsinnsuppression |
med. | μη νοηματική καταστολή | Nonsense-Suppression |
med. | μη νοηματική μετάλλαξη | Unsinnmutation |
med. | μη νοηματική μετάλλαξη | Nichtsinnmutation |
med. | μη νοηματική μετάλλαξη | Nonsense-Mutation |
gen. | μη νομοθετική νομική βάση | nichtlegislative Rechtsgrundlage |
med. | μη νουκλεοζιτικός αναστολέας της αντίστροφης τρανσκριπτάσης | Nicht-Nukleosid-Reverse-Transkriptase-Hemmer |
gen. | ΜΗ ξεπλύνετε προς την αποχέτευση | nicht in die Kanalisation gelangen lassen |
med. | μη ολοκλήρωση | Unvollständigkeit |
med. | μη ομαλή επικράτηση | irregulaere Dominanz |
med. | μη ομοιοπολικός | nichtkovalent |
med. | μη ομοιοπολικός δεσμός | nichtkovalente Bindung |
gen. | μη ομοιόμορφος πυρήνας αντιδραστήρα | nicht einheitlicher Kern |
med. | μη ομόλογη χρήση | nicht-homologer Gebrauch |
med. | μη ομόλογο χρωμόσωμα | nichthomologes Chromosom |
med. | μη-οργανοειδική αυτοάνοση ασθένεια | nichtorganspezifische Autoimmunerkrankung |
med. | μη οστεογενές ίνωμα | fibröser Kortikalisdefekt |
med. | μη οστεογενές ίνωμα | nichtosteogenes Fibrom |
med. | μη οστεοποιό ίνωμα | nichtossifizierendes Fibrom |
gen. | μη παθογόνος | akzidentell |
med. | μη παραγωγική αναδιάταξη | nichtproduktive Umlagerung |
med. | μη παραγωγική κυτταρική γραμμή | nichtproduktive Zellinie |
med. | μη παραγωγική σύνδεση | unbrauchbare Verknüpfung |
gen. | μη παρακείμενο συστατικό | unterbochene Konstituente |
gen. | μη παρακείμενο συστατικό | diskontinuierliche Konstituente |
med. | μη περιοδική σπανιομηνόρροια | Delayed irregular shedding |
gen. | μη περιφερειακό μέσο | nicht regionalisierte Mittel |
gen. | μη περιφερειακός μηχανισμός | nicht regionalisierte Mittel |
med. | μη-πλήρως ανεπτυγμένη άρθρωσις ισχίου | unreifes Hüftgelenk |
med. | μη πολική πλευρική αλυσίδα | unpolare Seitenkette |
med. | μη πολωμένο | ungepolt |
med. | μη πολωμένο | nicht gepolt |
gen. | μη πολωμένο φως | unpolarisiertes Licht |
gen. | μη προκαθορισμένη περιοχή "γ" | nicht prädefiniertes C-Fördergebiet |
med. | μη προοδευτικός | nichtprogressiv |
gen. | μη προστατευμένη απώλεια ροήςLOFσε μερικώς ακτινοβολημένο πυρήνα | ungesicherter Durchsatzverlust in einem teilbestrahlten Reaktorkern |
med. | μη προστατευόμενο διάστημα | schutzloses Intervall |
gen. | μη προτιμησιακή συμφωνία | nicht praeferenzielles Abkommen |
med. | μη πρωτεϊνούχες σουλφυδρυλοενώσεις | Nichtweißartige-Sulphydryl-Verbindung |
gen. | μη ρίχνετε τα υπολείμματα στην αποχέτευση | nicht in die Kanalisation gelangen lassen |
gen. | μη ρίχνετε τα υπολείμματα στην αποχέτευση | S29 |
med. | μη ραδιενεργό ισότοπο | nichtradioaktives Isotop |
med. | μη ραδιενεργό ισότοπο | stabiles Isotop |
gen. | μη σταθεροποιημένος | unstabilisiert |
med. | μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο | nichtsteroidales Antiphlogistikum |
med. | μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο | NSA |
med. | μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο | NSAR |
med. | μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο | nichtsteroidales Antirheumatikum |
med. | μη στεροειδής | nichtsteroidal |
gen. | μη στρατιωτικές δυνατότητες διαχείρισης κρίσεων | zivile Krisenbewältigungsfähigkeiten |
gen. | μη στρατιωτικές δυνατότητες ΕΠΑΑ | zivile Fähigkeiten der GSVP |
gen. | μη στρατιωτικές δυνατότητες ΕΠΑΑ | zivile ESVP-Fähigkeit |
gen. | μη στρατιωτική αστυνομία | nichtmilitärische Polizei |
gen. | μη στρατιωτική αστυνομία | Zivilpolizei |
gen. | μη στρατιωτική αστυνόμευση | Fähigkeit im Bereich Zivilpolizei |
gen. | μη στρατιωτική αστυνόμευση | Fähigkeit im Bereich Polizei |
gen. | μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων | nichtmilitärische Krisenbewältigung |
gen. | Μη Στρατιωτική Δυνατότητα Σχεδιασμού και Διεξαγωγής Επιχειρήσεων | Ziviler Planungs- und Durchführungsstab |
gen. | Μη Στρατιωτική Δυνατότητα Σχεδιασμού και Διεξαγωγής Επιχειρήσεων | Stab für die Planung und Durchführung ziviler Missionen |
gen. | μη στρατιωτική επιτήρηση | ziviles Monitoring |
gen. | μη στρατιωτική στρατηγική επιλογή | zivile strategische Option |
gen. | μη στρατιωτικό στοιχείο ταχείας ανάπτυξης | schnell einsetzbares ziviles Team |
gen. | μη στρατιωτικός πρωταρχικός στόχος | Ziviles Planziel |
med. | μη συμβατική ιατρική | alternative Medizin |
med. | μη συμβατική ιατρική | Parallelmedezin |
gen. | μη συμβατικός υδρογονάνθρακας | unkonventioneller Kohlenwasserstoff |
gen. | μη συμβατικός υδρογονάνθρακας | nichtkonventioneller Kohlenwasserstoff |
gen. | μη συνήθης κατοικία στο κράτος διορισμού | Fehlen eines ständigen Wohnsitzes im Dienstland |
med. | μη συναγωνιστική αναστολή | nichtkompetitive Hemmung |
gen. | μη συνδεδεμένες αναπτυσσόμενες χώρες | nichtassoziierte Entwicklungsländer |
gen. | Μη συνταγογραφούμενα | rezeptfreie Präparate |
med. | μη συντηγμένο κύτταρο | nichtfusionierte Zelle |
med. | μη συντηρητική διαλογή | nichtkonservative Sortierung |
gen. | μη συστηματική κοινοποίηση των κρατικών ενισχύσεων | systematisches Nichtmitteilen der einzelstaatlichen Beihilfen |
med. | μη σύγκλεισις των άνω και κάτω τομέων οδόντων | Klaffen des Gebisses |
gen. | μη σύμφωνη προσφορά | nicht ordnungsgemäßes Angebot |
med. | μη ταυτοποιημένο πλαίσιο ανάγνωσης | URF |
med. | μη ταυτοποιημένο πλαίσιο ανάγνωσης | nichtidentifiziertes Leseraster |
med. | μη ταυτόσημα τμήματα ομολόγων χρωμοσωμάτων | Differentialsegmente |
gen. | μη τεκμηριακή πληροφορία | Wissen nichtdokumentarischer Natur |
gen. | μη τεχνικού περιεχομένου περίληψη | nicht technische Zusammenfassung |
gen. | μη τεχνικός λογαριασμός | nichtversicherungstechnische Rechnung |
med. | μη τοξική δόση | nicht toxische Dosis |
med. | μη τοξικός | ungiftig |
med. | μη τοξικός | nichttoxisch |
med. | μη τοξικός | atoxisch |
med. | μη τραυματικό εξάρθρημα του άτλαντος | Bell-Dally Dislokation |
med. | μη τροπική στεατόρροια | nichttropische Sprue |
med. | μη τροπική στεατόρροια | Zöliakie |
med. | μη τροπικό sprue | nichttropische Sprue |
med. | μη τροπικό sprue | glutenbedingte Enteropathie |
med. | μη τροπικό sprue | gluteninduzierte Enteropathie |
med. | μη τροπικό sprue | idiopathische Steatorrhoe |
med. | μη τροπικό sprue | Gee-Herter-Heubner-Syndrom |
med. | μη τροπικό sprue | Zöliakie |
gen. | μη υγροσκοπικός | nicht hygroskopisch |
med. | μη υπεργλυκαιμική γλυκοζουρία | normoglykämische Glukosurie (diabetes renalis) |
med. | μη υπεργλυκαιμική γλυκοζουρία | Nierendiabetes (diabetes renalis) |
med. | μη υπεργλυκαιμική γλυκοζουρία | renale Glukosurie (diabetes renalis) |
med. | μη υφασμένο | Vlies |
gen. | μη φιλικό περιβάλλον | prekäres Umfeld |
med. | μη φυλλοβόλος | nichtlaubabwerfend |
med. | μη φυλλοβόλος | immergrün |
gen. | μη φυσιολογική θνησιμότητα | zusätzliche Mortalität |
med. | μη φυσιολογική οξύτητα | Anazidität |
med. | μη φυσιολογική υπέρμετρη απόσταση μεταξύ οργάνων ή τμημάτων | Hypertelorismus (hypertelorismus) |
med. | μη φωσφορυλιωμένος | unphosphoryliert |
med. | μη χαρακτηριστικό σύμπτωμα | unspezifisches Symptom |
gen. | μη χορήγηση επιδότησης | Nichtgewährung des Zuschusses |
gen. | μη χρήση βίας | Nichtanwendung von Gewalt |
gen. | μη χρήση βίας | Gewaltverzicht |
gen. | ΜΗ χρησιμοποιείτε πεπιεσμένο αέρα για το γέμισμα,το άδειασμα ή το χειρισμό | keine Druckluft beim Füllen,Leeren oder Umgang mit der Substanz benutzen |
gen. | μη χρησιμοποιηθείσα ή ακυρωθείσα κράτηση | No-Show |
gen. | μη χρησιμοποιηθείσα ή ακυρωθείσα κράτηση | Nichterscheinen eines Gastes |
gen. | μη χρησιμοποιηθείσες πιστώσεις | nicht verwendete Mittel |
med. | μη ώριμος | undifferenziert |
med. | μη ώριμος | immaturus |
gen. | μικρή αποστολή μη εμπορικού χαρακτήρα | Kleinsendungen nichtkommerzieller Art |
med. | μικραί περιοχαί επί της επιφανείας των οδόντων της μη λειτουργούσης πλευράς αι οποίαι εδημιουργήθησαν λόγω αποτριβής | Balancierfacetten |
med. | μικροσκοπικά μή ορατά | amikroskopische Teilchen |
med. | μικροσκοπικά μή ορατά | Amikronen |
gen. | μόνιμος ή μη μόνιμος δημόσιος υπάλληλος | Staatsbeamter oder Staatsbediensteter |
gen. | να μη διοχετευθεί σε δίκτυο υπονόμων ή στο περιβάλλον.Να διατεθεί σε εγκεκριμένο χώρο συλλογής αποβλήτων | nicht in die Kanalisation oder die Umwelt ableiten,an genehmigte Sondermüllsammelstelle abgeben |
gen. | να μη διοχετευθεί σε δίκτυο υπονόμων ή στο περιβάλλον.Να διατεθεί σε εγκεκριμένο χώρο συλλογής αποβλήτων | S56 |
gen. | να μη χρησιμοποιηθεί σε ευρείες επιφάνειες σε κατοικούμενους χώρους | nicht großflächig für Wohn-und Aufenthaltsräume zu verwenden |
gen. | να μη χρησιμοποιηθεί σε ευρείες επιφάνειες σε κατοικούμενους χώρους | S52 |
gen. | νερό μη πόσιμο | nicht trinkbares Wasser |
gen. | νερό μη πόσιμο | "Kein Trinkwasser" |
med. | νόμος της μη αναστρεψιμότητας | Irreversibilitätsgesetz |
gen. | οβίδα μη επανεμπλουτισμένου ουρανίου | Granat,der abgereichertes Uran enthält |
gen. | οι μη εγγεγραμμένοι εκπροσωπούνται από δύο μη εγγεγραμμένους βουλευτές σε... | die fraktionslosen Mitglieder entsenden zwei Abgeordnete aus ihren Reihen zu... |
gen. | Ομάδα "Μη Διάδοση" | Gruppe "Nichtverbreitung" |
gen. | Ομάδα μη στρατιωτικής αντίδρασης | ziviles Krisenreaktionsteam |
med. | οξεία μη-λεμφοβλαστική λευχαιμία | akute myeloische Leukämie |
med. | οξεία μη-λεμφοβλαστική λευχαιμία | akute nichtlymphoblastische Leukämie |
med. | οξεία μη-λεμφοβλαστική λευχαιμία | AML |
med. | οξεία μη-λεμφοβλαστική λευχαιμία | ANLL |
med. | οξεία μη-λεμφοβλαστική λευχαιμία | akute nichtlymphatische Leukämie |
med. | οξεία μη-λεμφοβλαστική λευχαιμία | akute Myelozytenleukämie |
med. | οξεία μη-λεμφοκυτταρική λευχαιμία | akute nichtlymphoblastische Leukämie |
med. | οξεία μη-λεμφοκυτταρική λευχαιμία | ANLL |
med. | οξεία μη-λεμφοκυτταρική λευχαιμία | AML |
med. | οξεία μη-λεμφοκυτταρική λευχαιμία | akute myeloische Leukämie |
med. | οξεία μη-λεμφοκυτταρική λευχαιμία | akute nichtlymphatische Leukämie |
med. | οξεία μη-λεμφοκυτταρική λευχαιμία | akute Myelozytenleukämie |
med. | ουρικοί λίθοι μη ασβεστιούχοι | kalziumlose Harnsteine |
gen. | ουσία μη καύσιμη,αλλά εντείνει την καύση άλλων ουσιών | brandfördernd |
gen. | ουσία μη καύσιμη,αλλά σχηματίζει εύφλεκτο αέριο σε επαφή με το νερό ή τον υγρό αέρα | nicht brennbar.Bei Kontakt mit Wasser oder feuchter Luft jedoch ein entzündliches Gas |
gen. | παράvoμη διακίvηση vαρκωτικώv | illegaler Rauschgifthandel |
med. | παραπλακούς προσφυόμενος στερρά και μη αποκολλούμενος | Plazentareinrichtungen |
med. | παραπλακούς προσφυόμενος στερρά και μη αποκολλούμενος | Paraplazenta |
med. | παρεμβαλλόμενη μη κωδική αλληλουχία | Zwischensequenz |
med. | παρεμβαλλόμενη μη κωδική αλληλουχία | nichtcodierende Zwischensequenz |
med. | παρεμβαλλόμενη μη κωδική αλληλουχία | Intron |
gen. | περίοδος μη κρίσεων | Nichtkrisen-Routinephase |
gen. | περίπτερο έκθεσης μη συναρμολογημένο | Aufbaumaterialvor Ort |
gen. | περιοχή μη προσπελάσιμη κατά την ομαλή λειτουργία της εγκαταστάσεως | waehrend des Normalbetriebes der Anlage unzugaengliche Zone |
gen. | πιθανότητα μη διαφυγής | Verbleibwahrscheinlichkeit |
min.prod. | πιστοποιητικό μη προσωρινού χαρακτήρα | nichtprovisorisches Zeugnis |
med. | πολιτική μη εμβολιασμού | Politik der Nichtimpfung |
gen. | πολυκομματική και μη ρατσιστική δημοκρατία | demokratisches Mehrparteiensystem ohne Rassendiskriminierung |
med. | πολύστιβο πλακώδες μη κερατινοποιημένο επιθήλιο | mehrschichtiges unverhomtes Plattenepithel |
gen. | ποτέ μη προσθέτετε νερό στο προϊόν αυτό | niemals Wasser hinzugießen |
med. | προδιαγραφή για τη μη ανάμειξη προϊόντων | Bestimmung,dass das Fleisch nicht vermischt werden darf |
gen. | προσωπικές εταιρείες που ασχολούνται με την παραγωγή αγαθών και μη χρηματοδοτικών εμπορεύσιμων υπηρεσιών | Personengesellschaften mit der Hauptfunktion Produzieren von Waren und marktbestimmten nicht finanziellen Dienstleistungen |
gen. | Πρωτόκολλο διαδικασιών που διέπουν την αναταξινόμηση συγκεκριμένων τύπων ή παραλλαγών εκπαιδευτικών αεροσκαφών με μηχανικές ικανότητες, σε μη οπλισμένα εκπαιδευτικά αεροσκάφη | Protokoll über Verfahren zur Reklassifizierung bestimmter Modelle oder Versionen kampffähiger Schulflugzeuge als unbewaffnete Schulflugzeuge |
gen. | Πρωτόκολλο "θέτοντος υπό διεθνή έλεγχο φάρμακα τινά μη προβλεπόμενα υπό της Συμβάσεως της 13ης Ιουλίου 1931 δια τον περιορισμόν της βιομηχανικής παρασκευής και ρύθμισιν της διανομής των ναρκωτικών, τροποποιηθείσης υπό του υπογραφέντος εις Λέικ Σαξές την 11 Δεκεμβρίου 1946 Πρωτοκόλλου" | Protokoll zur internationalen Überwachung von Stoffen, die von dem Abkommen vom 13. Juli 1931 zur Beschränkung der Herstellung und zur Regelung der Verteilung der Betäubungsmittel, geändert durch das am 11. Dezember 1946 in Lake Success unterzeichnete Protokoll, nicht erfasst werden |
gen. | Πρωτόκολλο περί εφαρμογής της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας επί των μη ευρωπαϊκών τμημάτων του Βασιλείου των Κάτω Χωρών | Protokoll über die Anwendung des Vertrags zur Gründung der Europäischen Atomgemeinschaft auf die aussereuropäischen Teile des Königreichs der Niederlande |
gen. | Πρωτόκολλο περί της εφαρμογής της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος στα μη ευρωπαϊκά τμήματα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών | Protokoll über die Anwendung des Vertrags zur Gründung der Europäischen Wirtschaftsgemeinschaft auf die aussereuropäischen Teile des Königreichs der Niederlande |
gen. | Πρωτόκολλο σχετικά με τα μη ανιχνεύσιμα θραύσματα | Protokoll über nichtentdeckbare Splitter Protokoll I |
gen. | Πρωτόκολλο σχετικά με τα μη ανιχνεύσιμα θραύσματα | Protokoll I zum VN-Waffenübereinkommen |
gen. | Πρόγραμμα Δράσης για τις μη στρατιωτικές πτυχές της ΕΠΑΑ | Aktionsplan für die zivile Krisenbewältigung |
gen. | Πρόσθετο Πρωτόκολλο των Συμφωνιών της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 για την προστασία των θυμάτων μη διεθνών ενόπλων συρράξεων Πρωτόκολλο ΙΙ | Zusatzprotokoll zu den Genfer Abkommen vom 12.08.1949 über den Schutz der Opfer nicht internationaler bewaffneter Konflikte Protokoll II |
gen. | πρόσωπα μη εγκατεστημένα στο έδαφος κρατών | Gebietsfremde |
gen. | πρόταση ψηφίσματος για τη μη χορήγηση απαλλαγής | Entschliessungsantrag auf Verweigerung der Entlastung |
gen. | πυρηνικός εξοπλισμός μη χρησιμοποιούμενος όπως δηλώθηκε% %BE BTL | nicht dem gemeldeten Verwendungszweck entsprechend benutzte Ausrüstung |
gen. | πυρομαχικό με κάλυκα μη κεντρικής ανάφλεξης | Randfeuer-Hülsenpatrone |
gen. | πύραυλος μη έτοιμος | nicht bereiter Flugkörper |
gen. | Kράτος μέλος επικαλούμενο την μη εκπλήρωση των... | ein Mitgliedstaat,der sich auf die Nichterfuellung von beruft |
gen. | ρήτρα μη ανταγωνισμού | Wettbewerbsklausel |
gen. | ρήτρα μη ανταγωνισμού | Konkurrenzklausel |
gen. | σε περίπτωση μη εκτέλεσης συμβάσεως | bei Nichtausführung eines Auftrags |
gen. | σε περίπτωση μη επαρκούς αερισμού,χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή | bei unzureichender Belüftung Atemschutzgerät anlegen |
gen. | σε περίπτωση μη επαρκούς αερισμού,χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή | S38 |
gen. | στρατιωτική και μη στρατιωτική συνεργασία | zivil-militärische Zusammenarbeit |
gen. | συλλογική κατανάλωση δημοσίου και ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων | KollektivverbrauCh des Staates und der Privaten Organisationen |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές | Beratender Ausschuss für Maßnahmen bei Krisen auf dem Güterkraftverkehrsmarkt und für die Anwendung der Rechtsvorschriften zur Festlegung der Bedingungen für die Zulassung von Verkehrsunternehmen zum Güterkraftverkehr innerhalb eines Mitgliedstaats, in dem sie nicht ansässig sind Kabotage |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρουζ χωρών μη μελών της ΕΚ | Beratender Ausschuss für den Schutz gegen subventionierte Einfuhren aus nicht zur EG gehörenden Ländern |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της ΕΚ | Beratender Ausschuss für den Schutz gegen gedumpte Einfuhren aus nicht zur EG gehörenden Ländern |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές μεταφορές επιβατών σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές | Beratender Ausschuss für die Bedingungen für die Zulassung von Verkehrsunternehmern zum Personenkraftverkehr innerhalb eines Mitgliedstaats, in dem sie nicht ansässig sind Kabotage |
gen. | Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της ΕΚ και των κρατών μελών της και της Ουκρανίας για ένα Παγκόσμιο Δορυφορικό Σύστημα Πλοήγησης για μη στρατιωτικούς σκοπούς GNSS | Kooperationsabkommen über ein ziviles globales Satellitennavigationssystem GNSS zwischen der Europäischen Gemeinschaft und ihren Mitgliedstaaten und der Ukraine |
gen. | Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, και του κράτους του Ισραήλ για την ανάπτυξη ενός Παγκόσμιου Δορυφορικού Συστήματος Πλοήγησης GNSS για μη στρατιωτικούς σκοπούς | Kooperationsvereinbarung über ein globales ziviles Satellitennavigationssystem GNSS zwischen der Europäischen Gemeinschaft und ihren Mitgliedstaaten und dem Staat Israel |
gen. | Συμφωνία σχετικά την επανεισδοχή προσώπων σε μη νόμιμη κατάσταση | Übereinkommen betreffend die Rückübernahme von Personen mit unbefugtem Aufenthalt |
gen. | συνδυασμός στρατιωτικών και μη στρατιωτικών μέσων | kombinierte Zusammenstellung von zivilen und militärischen Instrumenten |
gen. | συνεταιρισμοί που ασχολούνται με την παραγωγή αγαθών και μη χρηματοδοτικών εμπορεύσιμων υπηρεσιών | Genossenschaften mit der Hauptfunktion Produzieren von Waren und marktbestimmten nicht finanziellen Dienstleistungen |
gen. | Συνθήκη μη επιθέσεως | Gewaltverzichtsabkommen |
gen. | συνοπτική και μη εμπιστευτική πληροφορία | nicht vertrauliche Kurzinformation |
gen. | Σχέδιο Δράσης για τη διαχείριση μη στρατιωτικών κρίσεων | Aktionsplan für die zivile Krisenbewältigung |
gen. | Σύμβαση για το κατώτατο όριο ηλικίας των ανηλίκων στις μη βιομηχανικές εργασίες αναθεωρημένη | Übereinkommen über das Mindestalter für die Zulassung von Kindern zu nichtgewerblichen Arbeiten abgeänderter Wortlaut vom Jahre 1937 |
gen. | Σύμβαση για το κατώτατο όριο ηλικίας των ανηλίκων στις μη βιομηχανικές εργασίες | Übereinkommen über das Alter für die Zulassung von Kindern zu nichtgewerblichen Arbeiten |
med. | σύνδρομο κληρονομικής μη ανεκτικότητος στην φρουκτόζη ή λαιβουλόζη | hereditäre Lävuloseunverträglichkeit |
med. | σύνδρομο κληρονομικής μη ανεκτικότητος στην φρουκτόζη ή λαιβουλόζη | hereditäre Fruktoseunverträglichkeit |
med. | σύνδρομο κληρονομικής μη ανεκτικότητος στην φρουκτόζη ή λαιβουλόζη | hereditäre Lävuloseintoleranz |
med. | σύνδρομο κληρονομικής μη ανεκτικότητος στην φρουκτόζη ή λαιβουλόζη | hereditäre Fruktoseintoleranz |
med. | σύνδρομο κληρονομικής μη ανεκτικότητος στην φρουκτόζη ή λαιβουλόζη | Fruktoseintoleranz-Syndrom |
gen. | τίτλος μη εισηγμένος στο χρηματιστήριο | nicht börsennotiertes Wertpapier |
gen. | τακτικό μη επανδρωμένο όχημα αέρος | taktsiche Drohne |
gen. | τακτικό μη επανδρωμένο όχημα αέρος | taktisches unbemanntes Fluggerät |
gen. | τακτικό μη επανδρωμένο όχημα αέρος | taktisches UAV |
gen. | τελική κατανάλωση των νοικοκυριών μη μόνιμων κατοίκων στην οικονομκή επικράτεια | letzter Verbrauch von gebietsfremden privaten Haushalten im Wirtschaftsgebiet |
med. | τοιχωματική δoμή | Wandstruktur |
gen. | τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων | schreibtechnische Änderung |
gen. | υπόδειγμα έκδοσης μη εκτυπωμένο | Blindmuster |
gen. | υπόδειγμα έκδοσης μη εκτυπωμένο | Probeband |
gen. | υπόδειγμα έκδοσης μη εκτυπωμένο | Blindband |
gen. | φρασεολογία μη φορτισμένη συναισθηματικά | emotionsloser Sprachgebrauch |
gen. | όργανα ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας | nichtselbständige Waagen |