Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
German
Polish
Russian
Terms
for subject
Transport
containing
μεγάλη
|
all forms
Greek
German
αρτηρία
μεγάλη
Hauptverkehrsader
γραμμή με
μεγάλη
βύθιση
versenktes Gleis
γραμμή με
μεγάλη
κίνηση
stark belegte Strecke
γραμμή με
μεγάλη
κίνηση
stark belastete Strecke
γραμμή με
μεγάλη
κυκλοφορία
verkehrsreiche Strecke
γραμμή με
μεγάλη
κυκλοφορία
stark benutzte Strecke
διαδικασίες προσέγγισης με
μεγάλη
γωνία
Steilanflugverfahren
διανομή με
μεγάλη
διαδρομή
Steuerung mit großem Hub
κατά μήκος
μεγάλη
κλίση
Steilrampe
με
μεγάλη
κίνηση
verkehrsreich
με
μεγάλη
κυκλοφορία
verkehrsreich
μεγάλη
ανηφοριά
Steilrampe
μεγάλη
διαδρομή με πλοίο
grosse Rundfahrt
μεγάλη
πόστα
Rahmenspant
μεγάλη
σιδηροδρομική αρτηρία
Haupteisenbahnstrecke
μεταφορές εμπορευμάτων σε
μεγάλη
απόσταση
Güterfernverkehr
πλώρη με
μεγάλη
προπέτεια
Klipperbug
ταχύτητα
μεγάλη
Eilgut
Get short URL