Subject | Greek | German |
nat.sc., agric. | άδεισμα μέσα στο πατητήρι | Entleeren in Traubenmühle |
gen. | άθραυστη συσκευασία.Βάλτε την εύθραυστη συσκευασία μέσα σε κλειστό άθραυστο δοχείο | bruchsichere Verpackung.Zerbrechliche Verpackung in bruchsicheren Außenbehälter stellen |
fin. | άμεσα μέσα | direktes Instrument |
med. | έγχυση αίματος μέσα στον εγκέφαλο | Haematozephalus |
med. | έγχυση αίματος μέσα στον εγκέφαλο | Haematocephalus |
med. | έγχυση αίματος μέσα στον εγκέφαλο | Haematencephalon |
agric. | έγχυση μέσα στο έδαφος | Einspritzung in den Boden |
phys.sc. | έκρηξη του πλάσματος μέσα σε μαγνητικό πεδίο | Plasmaexplosion im Magnetfeld |
econ. | έμμεσα μέσα | indirektes Instrument |
law | ένα καθεστώς που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγορά | System, das den Wettbewerb innerhalb des Binnenmarktes vor Verfälschungen schützt |
law, immigr. | ένδικα μέσα και βοηθήματα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία περί αλλοδαπών | Rechtsschutz gegen ausländerrechtliche Entscheidungen |
law, immigr. | ένδικα μέσα και βοηθήματα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία περί αλλοδαπών | Rechtsbehelfe gegen ausländerrechtliche Entscheidungen |
insur., transp., construct. | ένδικα μέσα και προθεσμίες προσφυγής | Rechtsbehelfe und Rechtsbehelfsfristen |
med. | ένζυμο εγκλωβισμένο μέσα σε μήτρα με σταυροδεσμούς | Einschluss eines Enzyms in eine vernetzte Matrix |
law | αίτηση που περιέχει τους λόγους εξαιρέσεως και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα | Erklärung,die die Ablehnungsgründe und die Bezeichnung der Beweismittel enthält |
econ. | αγαθά εκτός από μεταφορικά μέσα | Waren auβer Fahrzeugen |
environ. | αγορακεντρικά μέσα | marktwirtschaftliche Instrumente |
chem. | αιωρήματα γραφίτη μέσα σε λάδια πετρελαίου | Suspension von Graphit in Erdoel |
agric., mech.eng. | αλμεκτική μηχανή με δεξαμενή αέρα μέσα στην οποία η πίεσή του είναι 0.5 Kg/cm2 | Melkmaschinenaggregat mit Vakuumkessel,in dem die Luft auf O,5 atue verduennt wird |
UN | αμυντικά μέσα στρατιωτικά και μη | Militär- und Zivilschutzmittel |
agric. | ανακυκλοφορία μέσα στην τάφρο | Wiederaufnahme in der Grube |
gen. | αναπτυξιακά μέσα | Entwicklungsinstrumente |
gen. | αντιδρά βίαια με μέσα πυρόσβεσης,όπως... | reagiert heftig mit Löschmitteln wie... |
met. | αντικαθιστώ το πρότυπο μέσα στο καλούπι | Modell nochmals eindrücken |
met. | αντικατάσταση του προτύπου μέσα στο καλούπι | Prüfen der Form durch nochmaliges Einlegen des Modells |
med. | αντιλεπρικά μέσα | Antileprotika |
med. | αντισκληρυντικά μέσα | Antisklerotika |
med. | αντισκληρωτικά μέσα | Antisklerotika |
gen. | αντιστατικά μέσα | Antistatika |
polit., law | αποδεικτικά μέσα | Beweiserhebungen |
polit., law | αποδεικτικά μέσα | Beweiserhebung |
polit., law | αποδεικτικά μέσα | Beweisaufnahme im Zivilverfahren |
fin. | αποδεικτικά μέσα | Nachweis |
law, patents. | αποδεικτικά μέσα | Beweismittel |
law | αποδεικτικά μέσα | Beweisaufnahme |
industr., construct., met. | αποθέρμανση μέσα σε δοχείο τήξεως | Hafenkühlung |
met. | απολιπασμένος με χημικά μέσα | chemisch entfettet |
gen. | απολυμαντικά μέσα,απολυμαντικαί ουσίαι | Desinficientia |
gen. | απολυμαντικά μέσα,απολυμαντικαί ουσίαι | Desinfektionsmittel |
gen. | απολυμαντικά μέσα,απολυμαντικαί ουσίαι | keimtoetende Mittel |
gen. | απολυμαντικά μέσα,απολυμαντικαί ουσίαι | Desinfektantien |
med. | αποτοξικωτικά μέσα δέρματος | Hautentgiftungsmittel |
industr., construct. | αποχρωματισμός με χημικά μέσα | Ätzen |
med. | απόκλιση προς τα μέσα | Esodeviation |
med. | απόκλιση προς τα μέσα | Esophorie |
el. | απότομη υπερπίεση του ελαίου μέσα στον ηλεκτρονόμο BUCHHOLZ | Oelstroemung im Buchholzschutz |
el. | απότομη υπερπίεση του ελαίου μέσα στον ηλεκτρονόμο BUCHHOLZ | Oelschwall im Buchholzschutz |
earth.sc., mech.eng. | απώλεια μέσα σε μιά γωνία | Kruemmungsverlust |
comp., MS | αρχικά μέσα | Early Media |
gen. | ασκώ ένδικα μέσα κατ'απορριπτικής αποφάσεως | Rechtsmittel gegen eine ablehnende Entscheidung einlegen |
gen. | ασφάλεια με ειρηνικά μέσα | zivile Sicherheit |
gen. | ασφάλεια με ειρηνικά μέσα | nichtmilitärische Sicherheit |
gen. | ατομικά, βιολογικά και χημικά μέσα | ABC-Kampfmittel |
el. | αυλάκι μέσα στο στοιχείο | unerwünschter diffundierter Kanal |
met. | αυτόματη συγκόλληση τόξου μέσα σε σκόνη συλλιπάσματος | automatisches unterpulverschweissen |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα σε κάποια επίφυση | intraepiphysial |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στα σωληνάρια | intrakanalikulär |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στα σωληνάρια | intracanalicularis |
gen. | αυτός που βρίσκεται μέσα στην εγκεφαλική δεξαμενή | intrazisternal |
gen. | αυτός που βρίσκεται μέσα στην εγκεφαλική δεξαμενή | intracisternalis |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στην ουρήθρα | intraurethral |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στην ουρήθρα | endourethral |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στην ουσία του αμφιβληστροειδούς | intraretinal |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στον αυλό | intraluminal |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στον κόλπο | intrasinös |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στον κόλπο | intrasinosus |
met. | αφαιρώ την άμμο με λειαντικά μέσα | strahlputzen |
met. | αφαιρώ την άμμο με λειαντικά μέσα | strahlen |
social.sc. | βία μέσα στην οικογένεια | häusliche Gewalt |
social.sc. | βία μέσα στην οικογένεια | Gewalt in der Familie |
social.sc. | βία μέσα στο σπίτι | häusliche Gewalt |
social.sc. | βία μέσα στο σπίτι | Gewalt in der Familie |
earth.sc., mech.eng. | βαθμός αντίδρασης μέσα στον εξωθητήρα | Reaktionsgrad |
work.fl. | βιβλιογραφικά μέσα | bibliographische Informationsmittel |
gen. | βοηθητικά μέσα διείσδυσης | Eindringhilfen |
gen. | βοηθητικά μέσα διείσδυσης | Raketenabwehrdurchdringungshilfen |
gen. | βοηθητικά μέσα διείσδυσης | Abwehrdurchdringungshilfen |
gen. | βοηθητικά μέσα εισχώρησης | Raketenabwehrdurchdringungshilfen |
gen. | βοηθητικά μέσα εισχώρησης | Eindringhilfen |
gen. | βοηθητικά μέσα εισχώρησης | Abwehrdurchdringungshilfen |
agric. | βοηθητικά μέσα πρόωσης | Hilfsantrieb |
obs., polit. | Γενική Διεύθυνση Ι - Κλιματική αλλαγή, περιβάλλον, υγεία, καταναλωτές, τρόφιμα, εκπαίδευση, νεότητα, πολιτισμός, οπτικοακουστικά μέσα | Generaldirektion I - Klimawandel, Umwelt, Gesundheit, Verbraucher, Lebensmittel, Bildung, Jugend, Kultur, audiovisuelle Medien und Sport |
obs., polit. | Γενική Διεύθυνση Ι - Κλιματική αλλαγή, περιβάλλον, υγεία, καταναλωτές, τρόφιμα, εκπαίδευση, νεότητα, πολιτισμός, οπτικοακουστικά μέσα | Generaldirektion E - Umwelt, Bildung, Verkehr und Energie |
obs., polit. | Γενική Διεύθυνση "Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Επικοινωνίας" | GD Informationsgesellschaft und Medien |
obs., polit. | Γενική Διεύθυνση "Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Επικοινωνίας" | Generaldirektion Informationsgesellschaft und Medien |
obs., polit. | Γενική Διεύθυνση "Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Επικοινωνίας" | GD Kommunikationsnetze, Inhalte und Technologien |
obs., polit. | Γενική Διεύθυνση "Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Επικοινωνίας" | Generaldirektion Kommunikationsnetze, Inhalte und Technologien |
industr., construct., chem. | Γυαλί παρατήρησης μέσα στον κλίβανο | Schauglas |
industr., construct., chem. | Γυαλί παρατήρησης μέσα στον κλίβανο | Ofenschauglas |
comp., MS | γυαλιστερά μέσα αποθήκευσης | beschreibbares Medium |
ed., IT | Δίκτυο πληροφορικής για την εκπαίδευση μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα | Informationsnetz für das Bildungswesen in der Europäischen Gemeinschaft |
ed., IT | Δίκτυο πληροφορικής για την εκπαίδευση μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα | Bildungsinformationsnetz in der Europäischen Gemeinschaft |
gen. | δανειοδοτικά μέσα | Darlehensinstrumente |
agric., met. | δεξαμενές υγρής κοπριάς κυρτωμένες προς τα μέσα από τα στεφάνια ενίσχυσης | mit Bandstahlreifen verstaerkte Jauchefaesser |
account. | δευτερεύοντα μέσα | Sekundäre Finanzinstrumente |
unions. | Δημoσίωv Σχέσεωv και Σχέσεωv με τα Μέσα Εvημέρωσης | Presse und Öffentlichkeitsarbeit |
polit., commun. | δημόσια αναμετάδοση με οπτικοακουστικά μέσα | öffentliche Übertragung |
polit., commun. | δημόσια αναμετάδοση με οπτικοακουστικά μέσα | öffentliche audiovisuelle Übertragung |
gov. | δημόσια μεταφορικά μέσα | öffentliche Verkehrsmittel |
chem., met. | διάβρωση με μηχανική καταπόνηση αυλών από μη κραματοποιημένο χάλυβα μέσα σε ένα φούρνο τήξης σόδας | Spannungsrisskorrosion bei unlegierten Rohren im Sodaschmelzofen |
fin. | διάσωση με ίδια μέσα | Schuldenabschreibungsinstrument |
fin. | διάσωση με ίδια μέσα | Gläubigerbeteiligung |
fin. | διάσωση με ίδια μέσα | Bail-in |
earth.sc. | διάχυση ενός μαγνητικού πεδίου μέσα σε ένα μέταλλο | Diffusion eines Magnetfeldes in ein Metall |
chem. | διάχυση μέσα από άθικτο περίβλημα πυρηνικού καυσίμου | Diffusion durch intaktes Hüllmaterial |
earth.sc., mech.eng. | διέλευση μέσα από την βαλβίδα | Ventilspalt |
hobby, relig. | διαδρομές πολιτιστικού ενδιαφέροντος μέσα από διάφορες χώρες | grenzüberschreitende Routen für Kulturreisen |
fin. | διαθέσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα | verfügbare Finanzmittel |
gen. | διακινητής ουσιών μέσα σε κοιλότητες του σώματος | Körperschmuggler |
gen. | διακινητής ουσιών μέσα σε κοιλότητες του σώματος | Drogenschlucker |
gen. | διακινητής ουσιών μέσα σε κοιλότητες του σώματος | Bodypacker |
gen. | διαρθρωτικά μέσα | Strukturinstrumente |
econ., labor.org. | διαρκή μέσα παραγωγής | Investitionsgüter |
econ., labor.org. | διαρκή μέσα παραγωγής | Produktionsmittel |
econ., labor.org. | διαρκή μέσα παραγωγής | Kapitalgüter |
econ., labor.org. | διαρκή μέσα παραγωγής | Anlagegüter |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο | nur im Originalbehälter aufbewahren |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο | S49 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή | S3/9/14/49 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή | nur im Originalbehälter an einem kühlen,gut gelüfteten Ort,entfernt von...aufbewahrendie Stoffe,mit denen Kontakt vermieden werden muß,sind vom Hersteller anzugeben |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό μέρος | nur im Originalbehälter an einem kühlen,gut gelüfteten Ort,aufbewahren |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό μέρος | nur im Originalbehälter an einem kühlen,gut gelüfteten Ort aufbewahren |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό μέρος | S3/9/49 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | nur im Originalbehälter bei einer Temperatur von nicht über...°Cvom Hersteller anzugebenaufbewahren |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | S47/49 |
gen. | διατηρείται το περιεχόμενο μέσα σε...το είδος του κατάλληλου υγρού καθορίζεται από τον κατασκευαστή | unter...aufbewahrengeeignet Flüssigkeit vom Hersteller anzugeben |
gen. | διατηρείται το περιεχόμενο μέσα σε...το είδος του κατάλληλου υγρού καθορίζεται από τον κατασκευαστή | S5 |
agric. | διαυγαστικά μέσα | Klärungsmittel |
agric. | διαυγαστικά μέσα | Klärmittel |
gen. | διαφήμιση στα μέσα ενημέρωσης | Werbung in den Medien |
environ. | διαχείριση κρίσεων με μη στρατιωτικά μέσα | nichtmilitärische Krisenbewältigung |
gen. | διαχείριση κρίσεων με πολιτικά μέσα | zivile Krisenbewältigung |
ed. | διδακτικά μέσα | Lehrmittel |
polit. | Διεύθυνση 1 - Μέσα ενημέρωσης και επικοινωνία | Direktion 1 - Medien und Kommunikation |
polit. | Διεύθυνση 1 - Περιβάλλον, παιδεία, νεότητα, πολιτισμός, οπτικοακουστικά μέσα και αθλητισμός | Direktion 1 - Umwelt |
polit. | Διεύθυνση 1 - Περιβάλλον, παιδεία, νεότητα, πολιτισμός, οπτικοακουστικά μέσα και αθλητισμός | Direktion 1 - Umwelt, Bildung, Jugend, Kultur, audiovisuelle Medien und Sport |
obs., polit. | Διεύθυνση 2 - Υγεία, καταναλωτές, τρόφιμα, εκπαίδευση, νεότητα, πολιτισμός, οπτικοακουστικά μέσα και αθλητισμός | Direktion 2 - Gesundheit, Verbraucher, Lebensmittel, Bildung, Jugend, Kultur, audiovisuelle Medien und Sport |
obs., polit. | Διεύθυνση 2 - Υγεία, καταναλωτές, τρόφιμα, εκπαίδευση, νεότητα, πολιτισμός, οπτικοακουστικά μέσα και αθλητισμός | Direktion 4 - Beschäftigung, Sozialpolitik, Gesundheit und Lebensmittel |
earth.sc., mech.eng. | διηθητικό στοιχείο φίλτρου κατεστραμμένο από έξω προς τα μέσα | zusammengebrochener Filtereinsatz |
earth.sc., mech.eng. | διηθητικό στοιχείο φίλτρου κατεστραμμένο από μέσα προς τα έξω | geplatzter Filtereinsatz |
el. | δισκίο στιλβωμένο μέσα σε αέρια φάση | mit Gas blankgeätzte Scheibe |
mater.sc., met. | δοκίμια ομοιόμορφα καταπονημένα μέσα σε μια μηχανή εφελκυσμού-συμπίεσης | Proben, die in Zug-Druck-Maschinen gleichmaessig belastet wurden |
life.sc. | δοκιμή άντλησης σε ρωγματωμένα μέσα | Pumpversuch in Medium mit Spalten |
tech. | δοκιμή πρόσκρουσης με ανδρείκελο μέσα στο όχημα | Prüfkörper-Test |
fin. | Δυνατότητα τήρησης των ελάχιστων αποθεματικών σε μέσα επίπεδα | Durchschnittserfüllung |
gen. | εγκατάσταση μέσα στη θάλασσα | Offshore-Anlage |
gen. | εδαφικοί θύλακες μέσα στη γεωγραφική επικράτεια | exterritoriale Enklaven |
gen. | εθνικά τεχνικά μέσα ελέγχου | innerstaatliche technische Nachprüfungsmittel |
gen. | εθνικά τεχνικά μέσα ελέγχου | innerstaatliche technische Kontrollmittel |
gen. | εθνικά τεχνικά μέσα επαλήθευσης | innerstaatliche technische Nachprüfungsmittel |
gen. | εθνικά τεχνικά μέσα επαλήθευσης | innerstaatliche technische Kontrollmittel |
tax. | ειδικό καθεστώς για υπηρεσίες που παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα | Sonderregelung für elektronisch erbrachte Dienstleistungen |
comp., MS | εικόνα μέσα σε εικόνα | BiB |
comp., MS | εικόνα μέσα σε εικόνα | Bild-im-Bild |
environ. | εισαγωγή μέσα σε ένα ειδικό φούρνο ενός κυαθίου από χαλαζία | ein Quarzschiffchen in einen Spezialofen stellen |
coal., chem. | εκρηκτικά μέσα | Sprengmaterial |
coal., chem. | εκρηκτικά μέσα | Explosivstoff |
law | εκτελεστή απόφαση κατά της οποίας μπορεί ακόμη να ασκηθούν μέσα | vollstreckbare Entscheidung,gegen die ein ordentlicher Rechtsbehelf noch eingelegt werden kann |
agric., mech.eng. | εκφόρτωση του φορτηγού οχήματος μέσα στους πνευματικούς μεταφορείς | Entleeren des Wagens in Foerdergeblaese |
chem. | εμφύσηση με μηχανικά μέσα | mechanisches Blasen |
med. | εμώ έμεσα | brechen |
med. | εμώ έμεσα | erbrechen |
med. | εμώ έμεσα | vomieren |
med. | ενδομήτρια αντισυλληπτικά μέσα | intrauterines Empfängnisverhütungsmittel |
IT, dat.proc. | ενότητα μέσα σε αγκύλες | Ausdruck in Klammern |
gen. | εξασφαλίζεω ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγορά | den Wettbewerb vor Verfälschungen schützen |
tech., industr., construct. | εξοπλισμός στεγνώματος με μηχανικά μέσα | Maschine zum Entwässern auf mechanischem Weg |
unions. | Εξωτερικώv σχέσεωv και σχέσεωv με τα μέσα εvημέρωσης | Öffentlichkeitsarbeit und Medien |
fin. | εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα | abgeleitetes Instrument des Freiverkehrs |
fin. | εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα | außerbörslich gehandeltes Derivat |
fin. | εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα | OTC-Derivat |
fin. | εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα | nicht börsengehandeltes Derivat |
fin. | εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα | Freiverkehrsderivat |
life.sc., coal. | εξόρυξη η οποία πραγματοποιήθηκε μέσα σε φλέβες περίπλοκης στρωματογραφίας | Abbau in Floezen mit schwierigem Nebengestein |
med. | επέμβαση του Schloffer για το άνοιγμα του σκληρού χιτώνος μέσα από τον οποίο εισέρχεται το οπτικό νεύρο | Kanaloperation |
earth.sc., mech.eng. | επίπεδο ύδατος μέσα σε πιεζομετρικό σωλήνα | Standrohrspiegel des Grundwassers |
fin. | επενδυτικά μέσα οιονεί ιδίων κεφαλαίων | eigenkapitalähnliche Mittel |
fin. | επενδυτικά μέσα οιονεί ιδίων κεφαλαίων | beteiligungsähnliche Finanzierungsinstrumente |
health., food.ind. | Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες των τροφίμων, τα αρτύματα, τα βοηθητικά μέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα | Wissenschaftliches Gremium für Lebensmittelzusatzstoffe, Aromastoffe, Verarbeitungshilfsstoffe und Materialien, die mit Lebensmitteln in Berührung kommen |
polit., social.sc. | Επιτροπές Προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Προστασία των Εργαζομένων από τους Κινδύνους που παρουσιάζονται σαν συνέπεια της Εκθέσεώς τους κατά τη διάρκεια της Εργασίας σε Χημικά, Φυσικά και Βιολογικά Μέσα | Ausschuss zur Anpassung der Richtlinien an den wissenschaftlichen und technischen Fortschritt - Schutz der Arbeitnehmer vor der Gefährdung durch chemische, physikalische und biologische Arbeitsstoffe bei der Arbeit |
industr. | επιτροπή για την εφαρμογή στην τεχνική πρόοδο - σχετικά με τις συσκευές και τα μέσα ανύψωσης ή χειρισμού | Ausschuss zur Anpassung an den technischen Fortschritt - Hebezeuge und Fördergeräte |
health., lab.law. | επιτροπή για την προσαρμογή των οδηγιών στην τεχνική πρόοδο σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που παρουσιάζονται σαν συνέπεια της έκθεσής τους κατά τη διάρκεια της εργασίας σε χημικά, φυσικά και βιολογικά μέσα | Ausschuss zur Anpassung der Richtlinien über den Schutz der Arbeitnehmer vor der Gefährdung durch chemische, physikalische und biologische Arbeitsstoffe bei der Arbeit an den technischen Fortschritt |
polit. | Επιτροπή για το μηχανισμό παρακολούθησης εκπομπών CO2 και άλλων αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου μέσα στην Κοινότητα | Ausschuss für das gemeinschaftsweite Beobachtungssystem zur Messung der Emissionen von CO2 und anderen Treibhausgasen |
gen. | Επιτροπή για τον καθορισμό της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, σημπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών | Ausschuss für die Festsetzung von Höchstgehalten an Rückständen von Schädlingsbekämpfungsmitteln auf und in bestimmten Erzeugnissen pflanzlichen Ursprungs, einschließlich Obst und Gemüse |
gen. | Επιτροπή για τον καθορισμό της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα στα οπωροκηπευτικά | Ausschuss für die Festsetzung von Höchstgehalten an Rückständen von Schädlingsbekämpfungsmitteln auf und in Obst und Gemüse |
agric. | Επιτροπή για τον καθορισμό της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα στα σιτηρά | Ausschuss für die Festsetzung von Höchstgehalten an Rückständen von Schädlingsbekämpfungsmitteln auf und in Getreide |
gen. | Επιτροπή για τον καθορισμό της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης | Ausschuss für die Festsetzung von Höchstgehalten an Rückständen von Schädlingsbekämpfungsmitteln auf und in Lebensmitteln tierischen Ursprungs |
ed. | εποπτικά μέσα διδασκαλίας | didaktisches Material |
ed. | εποπτικά μέσα διδασκαλίας | pädagogisches Material |
ed. | εποπτικά μέσα διδασκαλίας | Lehrmittel |
ed. | εποπτικά μέσα διδασκαλίας | Lernhilfen, didaktisches Material |
fin. | εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα | Bail-in-Instrument |
el. | ευκινησία των φορέων φορτίου μέσα στο ανθρακένιο | Beweglichkeit von Raumladungsträgern in Anthracen |
IT | ζεύξεις προσπέλασης και μέσα μετάδοσης | Zugangs-und Übertragungsmedien |
comp., MS | Ζουμ, επάνω και μέσα | Zoom, nach oben und vergrößern |
health. | ζώο που παραδίδεται μέσα σε περιέκτες | in Containern angeliefertes Tier |
met. | η εναλάτωση προκαλεί τη δημιουργία στερεού διαλύματος αζώτου μέσα στη μήτρα | Nitrieren - Aufsticken - dient dazu, Stickstoff in der Grun dmasse in Loesung zu bringen |
law | η φύση και τα μέσα του ελέγχου | Art der Kontrolle und Mittel zu deren Ausübung |
IT | ηλεκτρονικά μέσα | elektronisches Speichermedium |
econ. | ημιμαζικά μεταφορικά μέσα | halböffentlicher Verkehr |
fin. | θέση σε παράγωγα μέσα | Position abgeleiteter Instrumente |
med. | θεραπευτής με φυσικά μέσα | Naturheilkundler |
earth.sc. | θερμοκρασία του πυρηνικού καυσίμου μέσα στον πυρήνα αντιδραστήρα | Brennstofftemperatur im Kern |
industr., construct. | θερμοσκλήρυνση μέσα σε μήτρα | Formvulkanisation |
life.sc., coal. | θραύση πετρωμάτων με μηχανικά μέσα | mechanisches Aufbrechen von Gestein |
account. | θύλακες μέσα στη γεωγραφική επικράτεια | territoriale Enklaven |
law | ιδιαίτερα ένδικα μέσα | besondere Rechtsbehelfe |
fin. | ιδιωτική σύμβαση με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά μέσα | privater Vertrag über Finanzinstrumente |
econ., hobby | κάλυψη του Γύρου από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης | Berichterstattung über die Tour |
IT | κίνηση μέσα-έξω | einwärts-auswärts Bewegung |
law | καθορίζω με Διάταξη τα αποδεικτικά μέσα | durch Beschluß bezeichnete Beweismittel |
chem. | καταλυτική ανταλλαγή σε υδατικά μέσα | katalytischer Austausch in waessrigen Medien |
agric. | κατανομή των γεννήσεων αμνών μέσα στη χρονιά | Verteilung der Ablammzeiten ueber das ganze Jahr |
agric. | καταπολέμηση με βιολογικά μέσα | biologische Bekämpfung |
econ. | κατασκευαστικά μέσα | Baumaschinen |
agric., chem. | καταστροφή των ζιζανίων με χημικά μέσα | chemisches Hacken |
agric., chem. | καταστροφή των ζιζανίων με χημικά μέσα | chemisches Jäten |
agric., chem. | καταστροφή των ζιζανίων με χημικά μέσα | chemische Unkrautbekämpfung |
fin. | κεφαλαιουχικοί τίτλοι ΒΚ; τίτλοι κεφαλαίου ΕΔ; κεφαλαιουχικά μέσα ΑΔ | Kapitalinstrument |
el. | Κινητικότητα ηλεκτρονίων μέσα στο αντιμονιούχο αργίλλιο | Aluminium-Antimonid-Elektronenbeweglichkeit |
el. | Κινητικότητα οπών μέσα στο αντιμονιούχο αργίλλιο | Aluminium-Antimonid-Löcherbeweglichkeit |
el. | Κινητικότητα των φορέων φορτίου μέσα στο ανθρακένιο | Beweglichkeit von Raumladungsträgern in Anthracen |
econ. | κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα | Finanzierungsinstrumente der Gemeinschaft |
forestr. | κοπή με χειροκίνητα κοπτικά μέσα | arbeiten mit der Motorsäge |
coal. | κοπή πετρωμάτων με μηχανικά μέσα | mechanischer Abbau von Gestein |
pharma., IT, nat.sc. | κρυογενικά μέσα | Kühlmittel |
chem. | Κυανοακρυλική ένωση. Κίνδυνος. Κολλάει στην επιδερμίδα και στα μάτια μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Να φυλάσσεται μακριά από παιδιά. | Cyanacrylat. Gefahr. Klebt innerhalb von Sekunden Haut und Augenlider zusammen. Darf nicht in die Hände von Kindern gelangen. |
med. | κόκκινος μυελός που διατηρείται μέσα σε γλυκερίνη | rotes Knochenmark |
med. | κόκκινος μυελός που διατηρείται μέσα σε γλυκερίνη | mit Glycerin stabilisiert |
industr., construct. | κόσκινα που αποτελούν πλήρη σειρά,τοποθετούμενα το ένα μέσα στο άλλο | Siebsatz |
met. | λειαντικά μέσα | Schleifmittel |
law | λοιπά μέσα νομισματικού ελέγχου | sonstige geldpolitische Instrumente |
coal. | μέσα έναυσης και πυροδότησης | Schiessmittel |
coal. | μέσα έναυσης και πυροδότησης | Zuendmittel |
coal. | μέσα έναυσης και πυροδότησης | Bergbauzuendmittel |
agric. | μέσα έσοδα παραγωγής | durchschnittlicher Erlös |
industr., construct., mech.eng. | μέσα αναστολής | Polymerisations-Unterbrecher |
comp., MS | μέσα από λευκό | Einblenden, von weiß |
comp., MS | μέσα από μαύρο | Einblenden, von schwarz |
health. | μέσα ατομικής προστασίας | persönliche Schutzausrüstung |
gen. | μέσα ατομικής προστασίας | Persönliche Schutzausrüstung |
gen. | μέσα ατομικής προστασίας για πτώση από ύψος | persönliche Absturzschutzausrüstung |
environ. | μέσα βασιζόμενα στην αγορά | marktwirtschaftliche Instrumente |
environ. | μέσα γεωργικής παραγωγής | Landwirtschaftliches Betriebsmittel |
fin. | μέσα για την παροχή χρήματος | fresh-money-Instrumente |
fin. | μέσα για την παροχή χρήματος | Neukredit-Instrumente |
gen. | μέσα δανειοδότησης | Darlehensinstrumente |
med. | μέσα δερματικά νεύρα γλουτού | mittlere Clunialnerven (nervi clunium medii) |
fin., social.sc. | μέσα διαβίωσης | Mittel zur Sicherung des Lebensunterhalts |
fin., social.sc. | μέσα διαβίωσης | Mittel zur Bestreitung des Lebensunterhalts |
cust. | μέσα διαπίστωσης της ταυτότητας | Nämlichkeitsmittel |
fin. | μέσα διαπραγματεύσιμα σε χρηματιστήριο | börsengängig abgeleitete Instrumente |
ed. | μέσα διδασκαλίας | Lehrmittel |
ed. | μέσα διδασκαλίας | Lehrgeräte |
ed. | μέσα διδασκαλίας | Lehrmaterial |
econ. | μέσα διευκόλυνσης των ατόμων με ειδικές ανάγκες | Hilfsmittel für Behinderte |
gen. | μέσα διοικητικής προσφυγής | Beschwerdeweg in Verwaltungssachen |
IT, el. | μέσα δοκιμής | Prüfhilfen |
gen. | μέσα δράσης | Handlungsinstrumente |
law | μέσα εκτέλεσης | Vollstreckungsmaßnahme |
law | μέσα εκτελέσεως | Vollstreckungsmaßnahmen |
fin. | μέσα εκτός επισήμων χρηματιστηριακών αγορών | außerbörslich gehandeltes Derivat |
fin. | μέσα εκτός επισήμων χρηματιστηριακών αγορών | nicht börsengehandeltes Derivat |
fin. | μέσα εκτός επισήμων χρηματιστηριακών αγορών | abgeleitetes Instrument des Freiverkehrs |
fin. | μέσα εκτός επισήμων χρηματιστηριακών αγορών | OTC-Derivat |
fin. | μέσα εκτός επισήμων χρηματιστηριακών αγορών | Freiverkehrsderivat |
gen. | μέσα ελέγχου των υγρών αποβλήτων της κατάσβεσης | in Auffangvorrichtung lagern |
law, transp. | μέσα επικοινωνίας | Verkehrsmittel |
gen. | μέσα επικοινωνίας | Kommunikationsressourcen |
gen. | μέσα επικοινωνίας εξωτερικής ατμόσφαιρας | Exoatmosphäre |
work.fl., commun. | μέσα ηχητικής αποθήκευσης | Phonospeicher |
account. | μέσα κάλυψης κινδύνου | Sicherungsinstrumente/Hedging-Instrumente |
gen. | μέσα και δυνατότητες | Mittel und Fähigkeiten |
law | μέσα καταναγκασμού | Zwangshaft |
pharma., transp., agric. | μέσα καταστροφής των σφαγίων | Weise der Beseitigung der Tierkörper |
fin. | μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 | Instrument des harten Kernkapitals |
environ. | μέσα μαζικής επικοινωνίας | Massenmedien |
environ. | μέσα μαζικής επικοινωνίας/ΜΜΕ | Massenmedien |
IT | μέσα μετάδοσης σε σταθερή θέση | Orts-Übertragungsmedium |
agric. | μέσα μετουσίωσης | Vergällungsmittel |
IT, el. | μέσα μετρήσεων | Meßhilfen |
IT, el. | μέσα μετρήσεων | Meßgeräte |
econ., fin. | μέσα νομισματικής πολιτικής | Instrumente der Waehrungspolitik |
econ., fin. | μέσα νομισματικής πολιτικής | Instrumente der Geldpolitik |
work.fl., IT | μέσα οπτικής αποθήκευσης | Bildspeicher |
work.fl., IT | μέσα οπτικοακουστικής αποθήκευσης | Tonbildspeicher |
fin. | μέσα παραγωγής | Produktionsmittel |
econ., agric., R&D. | μέσα παραγωγής; εισροές στο παραγωγικό σύστημα; εισροές ; παραγωγικά μέσα | Input |
econ., agric., R&D. | μέσα παραγωγής; εισροές στο παραγωγικό σύστημα; εισροές ; παραγωγικά μέσα | Einsatz von Betriebsmitteln |
econ., agric., R&D. | μέσα παραγωγής; εισροές στο παραγωγικό σύστημα; εισροές ; παραγωγικά μέσα | Einsatz von Produktionsmitteln |
econ., agric., R&D. | μέσα παραγωγής; εισροές στο παραγωγικό σύστημα; εισροές ; παραγωγικά μέσα | Betriebsmittel |
fin. | μέσα παρακολούθησης των κινδύνων | Instrument zur Beobachtung der Risiken |
work.fl., commun. | μέσα παροχής υπηρεσιών βιβλιοθήκης | bibliothekarische Informationsmittel |
gen. | μέσα πληροφορικής για τις βιβλιοθήκες | Bibliotheks-EDV-Systeme |
work.fl. | μέσα πληροφόρησης | Informationsmittel im engeren Sinn |
fin., econ., account. | μέσα πληρωμών | Zahlungsmittel |
mater.sc. | μέσα που κρίνονται απαραίτητα | für notwendig erachtete Mittel |
fin. | μέσα προερχόμενα από μετοχές | von Anteilspapier abgeleitetes Instrument |
gov. | μέσα προστασίας | Beschwerdeweg und Rechtsschutz |
tech. | μέσα προστασίας από εύφλεκτα αέρια | Schlagwettersicherheit |
unions. | μέσα προστασίας της αναπνοής | Atemschutz |
gen. | μέσα προστασίας των ματιών σε συνδυασμό με μέσα προστασίας της αναπνοής | Augen-und Atemschutz |
coal., chem. | μέσα προώθησης | treibender Sprengstoff |
coal., chem. | μέσα προώθησης | Treibstoff |
coal., chem. | μέσα προώθησης | Treibpulver |
health. | μέσα πρόκλησης οίστρου | Brunstmittel |
met. | μέσα σε κάθε συσσωμάτωμα τα σωματίδια σεμεντίτη έχουν μια κανονική γραμμική διάταξη | im Ferrit sind die Zementitteilchen regelmaessig reihenfoermig angeordnet |
ed., IT | μέσα στήριξης διδασκαλίας | Computereinrichtung für den Betreuer |
econ. | μέσα στα επιτρεπτά από το νόμο όρια | innerhalb der amtlichen Freigrenzen |
gen. | μέσα σταθεροποίησης | Phlegmatisierungsmittel |
fin., social.sc. | μέσα συντήρησης | Mittel zur Sicherung des Lebensunterhalts |
fin., social.sc. | μέσα συντήρησης | Mittel zur Bestreitung des Lebensunterhalts |
insur. | μέσα συντονισμού | Koordinationsmittel |
fin. | μέσα σχετικά με συνάλλαγμα | Wechselkursinstrument |
econ. | μέσα τεκμηρίωσης | Dokumentationswerkzeug |
work.fl. | μέσα τεκμηριακής πληροφόρησης | dokumentarische Informationsmittel |
fin. | μέσα τιτλοποίησης | Instrument zur Absicherung von Verbindlichkeiten durch Wertpapiere |
fin. | μέσα υλοποίησης | Durchführungsinstrumente |
agric. | μέσα φυτικού πολλαπλασιασμού του κλήματος | vegetatives Vermehrungsgut von Reben |
work.fl., commun. | μέσα φωνητικής αποθήκευσης | Phonospeicher |
fin. | μέσα χρεωγράφησης | Instrument zur Absicherung von Verbindlichkeiten durch Wertpapiere |
fin. | μέσα χρηματαγοράς | Geldmarktinstrument |
fin. | μέσα χρηματοδοτήσεως | Finanzierungsmittel |
gen. | μέσα χρηματοδότησης | Instrumente der Finanzierung |
law | μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή αποδεικτικά μέσα | prozeßleitende Maßnahme oder Beweisaufnahme |
agric. | μαχαίρι για τη διάνοιξη διόδου μέσα από πυκνή βλάστηση | Machete |
agric. | μαχαίρι για τη διάνοιξη διόδου μέσα από πυκνή βλάστηση | Buschmesser |
nat.sc. | μελέτες πάνω στον κύκλο των ραδιονουκλεϊδίων μέσα στο οικοσύστημα | die Oekozyklen der Radionuklide untersuchen |
med. | μετάλλαξη γονιδίων που προκαλείται με χημικά μέσα | chemisch induzierte Genmutation |
tax. | μεταβατικό καθεστώς που εφαρμόζεται στα μεταχειρισμένα μεταφορικά μέσα | Übergangsregelung für Gebrauchtfahrzeuge |
med. | μεταβολισμός των δραστικών συστατικών μέσα στο ζώο | Metabolismus der Wirkstoffe im Tier |
econ. | μεταφορά με ίδια μέσα | Individualverkehr |
environ. | μεταφορές με ιδιωτικά μέσα | Individualverkehr |
forestr. | μεταφορικά μέσα | Transportausrüstung |
gen. | μεταφορικά μέσα | Transportmittel |
gen. | μη θανατηφόρα μέσα | nicht tödliches Wirkmittel |
gen. | μη θανατηφόρα μέσα | nicht tödliches Kampfmittel |
gen. | μη θανατηφόρα μέσα | nicht letales Wirkmittel |
polit. | μη στρατιωτικά και στρατιωτικά μέσα | zivile und militärische Mittel |
law, IT | μη υποκλεπτόμενα μέσα | Fallenstellen |
law, IT | μη υποκλεπτόμενα μέσα | Einrichten von Fangvorrichtungen |
tech., industr., construct. | μηχανή γυρίσματος πλεκτών υφασμάτων μέσα-έξω | Rundgetrickwendemaschine |
industr., construct. | μηχανή καθαρισμού των λαναρών μέσα στο ύφασμα της λανάρας | Kratzennadeln-Setzmaschine |
met. | μηχανή συναρμολόγησης των λαμαρινών με δέσιμο και στερέωση με συνδετικά μέσα | Falzmaschine und Zudrueckmaschine |
met., mech.eng. | μηχανική τάση διαφράγματος μέσα σε κάθετο αυλό υπό εσωτερική πίεση | Membranspannung in einem unter Innendruck stehenden geraden Rohr |
med. | μιτωτικός ανασυνδυασμός μέσα στα γονίδια | mitotische Rekombination innerhalb eines Gens |
med. | μολύβδινα προστατευτικά μέσα | Bleischutz |
polit. | Μονάδα εκτύπωσης σε πολλαπλά μέσα | Referat Allgemeine Druckereidienste |
industr., construct. | μοντάρισμα μέσα-έξω | Doppelzwicken,gedoppelte Machart |
earth.sc., mech.eng. | μοτέρ βυθισμένο μέσα σε λάδι | Unteroelmotor |
met. | μπορούμε να παρατηρήσουμε την κατά θέσεις προοδευτική ανάπτυξη του ωστενίτη μέσα στον περλίτη | es ist zu erkennen dass der Austenit in einigen Stellen bevorzugt in den Perlit hineinwaechst |
el. | μόντουλ κύκλωμα μέσα σε συσκευασία στερεοποιημένης ρητίνης | vergossener Schaltungsbaustein |
chem. | Να φοράτε προστατευτικά γάντια/ προστατευτικά ενδύματα/ μέσα ατομικής προστασίας για τα μάτια / πρόσωπο. | Schutzhandschuhe/Schutzkleidung/Augenschutz/Gesichtsschutz tragen. |
med. | νεκρωτική μάζα μέσα σε λίπωμα | Ölzyste |
med. | νεφρός ευρισκόμενος μέσα στην πύελο | Beckenniere |
law, commun. | νόμος σχετικά με τα μέσα ενημέρωσης | Mediengesetz |
med. | νύχι μέσα στη σάρκα | unguis incarnatus |
med. | νύχι μέσα στη σάρκα | eingewachsener Zehennagel |
med. | νύχι μέσα στη σάρκα | Onychokryptosis |
med. | νύχι μέσα στη σάρκα | eingewachsener Nagel |
chem. | ξηραντικά μέσα | Trockenmittel |
health., food.ind. | οµάδα µε θέµα τις πρόσθετες ύλες των τροφίµων,τα αρτύµατα,τα βοηθητικά µέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχονται σε επαφή µε τα τρόφιµα | Gremium für Lebensmittelzusatzstoffe, Aromastoffe, Verarbeitungshilfsstoffe und Materialien, die mit Lebensmitteln in Berührung kommen |
nucl.phys., mech.eng. | οδηγώ το ψυκτικό μέσο μέσα από τον αντιδραστήρα | den Kuehlmittelstrom durch den Reaktor leiten |
nucl.phys., mech.eng. | οδηγώ το ψυκτικό μέσο μέσα από τον αντιδραστήρα | den Kuehlmittelstrom durch den Reaktor fuehren |
mater.sc., met. | οι διαταραχές μπορούν να επιταχύνουν τις διαδικασίες μετατροπής μέσα σε ένα υλικό | durch Dislokationen koennen Umwandlungsvorgaenge im Werkstoff beschleunigt werden |
agric., mech.eng. | οι εμβαπτιζόμενοι μηχανισμοί με πάγο ή κατευθείαν εκτόνωση αιωρούνται μέσα στα γαλακτοδοχεία | Tauchkuehler werden in die Milchkanne hineingehaengt |
econ. | οι εργασίες πραγματοποιούνται με ίδια μέσα της επιχειρήσεως | die Arbeiten sollen mit Eigenmitteln des Unternehmens durchgefuehrt werden |
met. | οι κόκκοι αυτοί του φερρίτη έχουν ακανόνιστο σχήμα διευσδύοντας ο ενας μέσα στον άλλο | diese Ferritkristallite besitzen zackige und zerklueftete Formen und durchsetzen sich gegenseitig |
nat.sc. | οι οργανισμοί των γλυκών νερών ζουν μέσα σ'ένα υπότονο περιβάλλον | die Suesswasserorganismen leben in einem hypotonen Milieu |
earth.sc. | ολίσθηση μέσα στο πλάσμα | Plasmadrift |
gen. | Ομάδα ad hoc ΔΕΥ για τα χρηματοπιστωτικά μέσα | Ad-hoc-Gruppe "Finanzierungsinstrumente im JI-Bereich" |
gen. | Ομάδα εργασίας "Μέσα Επικοινωνίας και Πολιτισμός" | Arbeitsgruppe "Medien und Kultur" |
health., food.ind. | Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες των τροφίμων, τα αρτύματα, τα βοηθητικά μέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα | Gremium für Lebensmittelzusatzstoffe, Aromastoffe, Verarbeitungshilfsstoffe und Materialien, die mit Lebensmitteln in Berührung kommen |
comp., MS | Ομαλή κίνηση προς τα μέσα | Hineinzoomen |
gen. | οπτικοακουστικά μέσα | audio-visuelle Hilfsmittel |
gen. | οριζόντια μέσα της εσωτερικής αγοράς | horizontale Instrumente des Binnenmarktes |
industr., construct., met. | ουρά πέτρας μέσα στο γυαλί | Schwanz |
industr., construct., met. | ουρά πέτρας μέσα στο γυαλί | Knotenschwanz |
med. | ουσία που χορηγείται μέσα στη δίαιτα | dem Futter beigemischte Substanz |
law | ουσιαστική χρήση μέσα στην Κοινότητα | ernsthaft in der Gemeinschaft benutzen |
agric. | πέρασμα μέσα από σηραγγοειδές ξηραντήριο | Trockentrommeln |
nat.sc., agric. | πίεση σταφυλιών μέσα στον αμπελώνα | Keltern im Weinberg |
ed. | παιδαγωγικά μέσα | Lehrmaterial |
ed. | παιδεία για τα μέσα | Medienkompetenz |
ed. | παιδεία στα Μέσα | Medienkompetenz |
fin. | παράγωγα μέσα | abgeleitetes Instrument |
fin. | παράγωγα μέσα | Derivat |
econ., fin. | παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα πρώτων υλών' παράγωγα μέσα σε βασικά εμπορεύματα | vom Warenhandel abgeleitete Instrumente |
med. | παράταση της ζωής με τεχνητά μέσα | künstliche Verlängerung des Lebens |
agric. | παρασκευασμένη τροφή προς μαγείρευμα μέσα στην πλαστική συσκευασία της | Lebensmittel im Kochbeutel |
fin. | παραχρηματικά μέσα | Buchgeld |
environ. | παρουσίαση με οπτικοακουστικά μέσα | Audiovisuelle Darstellung |
earth.sc. | περίοδος ηρεμίας μέσα στην εκκένωση | Ruhephase einer Entladung |
gen. | περισυλλέξτε το υγρό που διαρρέει μέσα σε δοχεία που να κλείνουν ερμητικά | Flüssigkeit in fest verschließbaren Behältern sammeln |
IT, dat.proc., transp. | πιστοποιητικό ικανότητας όσον αφορά τα σωστικά μέσα και τις λέμβους διάσωσης | Befähigungsnachweis für Rettungs-und Bereitschaftsbootsleute |
environ. | πλανητικό υπόδειγμα δράσεως της φωτιάς μέσα στη βλάστηση | globales Muster für das Feuerverhalten im Vegetationsbereich |
gen. | προ-εντοπισμένα μέσα και δυναμικό | vorab identifizierte Mittel und Fähigkeiten |
el. | προσαρμοστής από ομοαξονική γραμμή σε ορθογώνιο κυματοδηγό με ακτινοβολιτή σχήματος Τ μέσα στον κυματοδηγό | Wellentypwandler mit Querstab |
mater.sc. | προσβολή πυρκαγιάς από μέσα | Innenangriff |
med. | προσροφητικά μέσα | Adsorber |
med. | προσροφητικά μέσα | Adsorptionsmittel |
med. | προσροφητικά μέσα | aufsaugende Mittel |
med. | προσροφητικά μέσα | Exsikkantia |
med. | προσροφητικά μέσα | Adsorbentien |
med. | προσροφητικά μέσα | Adsorbentia |
law | προστασία μέσα στην παραχωρούμενη εδαφική περιοχή | Schutz im Vertragsgebiet |
agric. | προστατευτικά μέσα | Bekämpfungsmittel |
agric. | προστατευτικά μέσα | Abwehrmittel |
med. | προστατευτικά μέσα κατά του θορύβου εξοπλισμένα με συσκευές ενδοεπικοινωνίας | Gehörschützer mit Kommunikationseinrichtung |
law | προσφυγή σε μέσα αναστολών | Verschleppungsversuche |
health. | προσωπικά μέσα προστασίας των ματιών | Augenschutz |
law | προτείνω αποδεικτικά μέσα | Benennung von BeweismittelnBeweisantritt |
polit., law | προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα | Bezeichnung der Beweismittel |
polit., law | προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα | Beweisantritt |
gen. | Πρόγραμμα για τη βελτίωση του περιβάλλοντος των επιχειρήσεων και για την προώθηση της ανάπτυξης των επιχειρήσεων, και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσα στην Κοινότητα | Programm zur Verbesserung der Rahmenbedingungen für Unternehmen in der Gemeinschaft, insbesondere für kleine und mittlere Unternehmen, und zur Förderung ihrer Entwicklung |
gen. | Πρόγραμμα για τη βελτίωση του περιβάλλοντος των επιχειρήσεων και για την προώθηση της ανάπτυξης των επιχειρήσεων,και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων,μέσα στην Κοινότητα | Programm zur Verbesserung der Rahmenbedingungen für Unternehmen in der Gemeinschaft,insbesondere für kleine und mittlere Unternehmen,und zur Förderung ihrer Entwicklung |
social.sc., ed. | Πρόγραμμα δράσης για την προώθηση των ανταλλαγών νέων μέσα στην Κοινότητα - Πρόγραμμα "Νεολαία για την Ευρώπη" | Programm "Jugend für Europa" |
social.sc., ed. | Πρόγραμμα δράσης για την προώθηση των ανταλλαγών νέων μέσα στην Κοινότητα - Πρόγραμμα "Νεολαία για την Ευρώπη" | Aktionsprogramm "Jugend für Europa" zur Förderung des Jugendaustauschs in der Gemeinschaft |
gov., interntl.trade., econ. | πρόσφορα αποδεικτικά μέσα | einschlägige Beweismittel |
gov., interntl.trade., econ. | πρόσφορα αποδεικτικά μέσα | schlüssige Beweisunterlagen |
gov., interntl.trade., econ. | πρόσφορα αποδεικτικά μέσα | Beweise |
el. | πυκνωτής μέσα σε λάδι | Oelkondensator eingebaut in ein oelgefuelltes Gehaeuse |
industr., construct., met. | πυρίμαχος τοίχος μέσα στον καυστήρα | Zunge |
industr., construct., met. | πυρίμαχος τοίχος μέσα στον καυστήρα | Brennerzunge |
gen. | πυρηνικά, βακτηριολογικά και χημικά μέσα | ABC-Kampfmittel |
environ. | πόροι/μέσα | Ressource |
construct. | πόρτα που μπαίνει μέσα στην εσοχή της κάσας | stampf eingeschlagene Tuer |
construct. | πόρτα που μπαίνει μέσα στην εσοχή της κάσας | eingefaelzte Tuer |
industr., construct. | ράψιμο μέσα έξω | Sohlen-Durchnähverfahren |
industr., construct. | ράψιμο μέσα έξω | "Rapid"-Nähen |
met. | ρήξη προς τα μέσα | Implosion |
el. | ροή ισχύος μέσα στο έδαφος | Leistungsfluss in die Oberfläche |
comp., MS | Σβήσιμο-εμφάνιση προς τα έξω, μέσα από λευκό | Ausblenden, zu weiß |
comp., MS | Σβήσιμο-εμφάνιση προς τα έξω, μέσα από μαύρο | Ausblenden, zu schwarz |
comp., MS | Σβήσιμο-εμφάνιση προς τα μέσα | Einblenden, von weiß |
comp., MS | Σβήσιμο-εμφάνιση προς τα μέσα | Einblenden, von schwarz |
chem. | Σε περίπτωση ανεπαρκούς αερισμού, να φοράτε μέσα ατομικής προστασίας της αναπνοής. | Bei unzureichender Belüfung Atemschutz tragen. |
law | σοβαρά αποδεικτικά μέσα | schlüssige Beweisunterlagen |
IT | στάτης τοποθετημένος μέσα σε κυλινδρικό κιβώτιο | in einem zylindrischen Behälter eingeschlossenes Ständerpaket |
construct. | σταθεροποίηση με μηχανικά μέσα | mechanische Bodenverfestigung |
construct. | σταθεροποίηση με μηχανικά μέσα | mechanische Bodenstabilisierung |
gen. | σταθεροποιητικά μέσα | Phlegmatisierungsmittel |
earth.sc., mech.eng. | στοιχείο κατεστραμμένο από έξω προς τα μέσα | zusammengebrochener Filtereinsatz |
earth.sc., mech.eng. | στοιχείο κατεστραμμένο από μέσα προς τα έξω | geplatzter Filtereinsatz |
health., environ. | συγκέντρωση ραδονίου μέσα σε κτήριο | Radonkonzentration in Gebäuden |
social.sc., ed., transp. | συγκοινωνιακά μέσα που παραλαμβάνουν μαθητές, μεταφορά με σχολικά λεωφορεία | Schulbusdienst |
social.sc., ed., transp. | συγκοινωνιακά μέσα που παραλαμβάνουν μαθητές, μεταφορά με σχολικά λεωφορεία | Sammeltransport |
forestr. | συγκομιδή με μηχανικά μέσα | mechanisierte Holzernte |
agric. | συγκομιδή με μηχανικά μέσα | mechanische Ernte |
met. | συγκόλληση τόξου μέσα σε ηλεκτραγώγιμο συλλίπασμα | ellira-schweissen |
met. | συγκόλληση τόξου μέσα σε ηλεκτραγώγιμο συλλίπασμα | maulwurfverfahren |
met. | συγκόλληση τόξου μέσα σε ηλεκτραγώγιμο συλλίπασμα | schweissen mit verdecktem lichtbogen |
met. | συγκόλληση τόξου μέσα σε ηλεκτραγώγιμο συλλίπασμα | up-schweissen |
met. | συγκόλληση τόξου μέσα σε ηλεκτραγώγιμο συλλίπασμα | unterpulverschweissen |
met. | συγκόλληση τόξου μέσα σε ηλεκτραγώγιμο συλλίπασμα | elektro-linde-rapidschweissen |
polit. | συζήτηση αναμεταδιδόμενη με οπτικοακουστικά μέσα' συζήτηση αναμεταδιδόμενη τηλεοπτικά | im Fernsehen übertragene Aussprache |
law | συλλογικά ένδικα μέσα | kollektive Rechtsbehelfe |
econ., fin. | συμπληρωματικά μέσα | zusaetzliche Instrumente |
R&D. | Συμφωνία συντονισμού δράσεων Κοινότητος- COST στον τομέα της ανάλυσης των οργανικών μικρορύπων μέσα στο νερό δράση COST 64β δις | Konzertierungsabkommen Gemeinschaft-COST über eine konzertierte Aktion auf dem Gebied der Analyse organischer Mikroverunreinigungen im Wasser COST-Aktion 64b bis |
law, transp. | συνήθη μέσα | Verkehrsmittel |
med. | συνδετικά μέσα | Befestigungsmittel |
ed., lab.law. | συνεχής επαγγελματική εκπαίδευση των μισθωτών μέσα στις επιχειρήσεις | betriebliche Weiterbildung der Arbeitnehmer |
industr., construct. | συσκευή για τον έλεγχο προϊόντων που περιέχονται μέσα σε συσκευασίες | Apparat zum Pruefen verpackter Waren |
met. | σφαιροποίηση μέσα στη δέσμη του πλάσματος | Kugelformung im Plasmastrahl |
earth.sc. | σωλήνας βυθιζόμενος μέσα σε υγρό | Tauchrohr |
law, fin., commun. | σύναψη συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα | elektronisch geschlossener Vertrag |
work.fl., IT | σύστημα πληροφοριών μέσα σ'έναν οργανισμό | Organisations-Informationssystem |
met. | τήξη μέσα σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα | Schmelzen unter Schutzgas |
met. | τήξη μέσα σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα | Schmelzen unter Gasatmosphäre bestimmter Zusammensetzung |
met. | τα μη μεταλλικά εγκλείσματα βρίσκονται κατά προτίμηση μέσα στις λωρίδες φερρίτη | die Schlackeneinschluesse liegen vorwiegend in den Ferritzeilen |
law | τακτικά ένδικα μέσα και άλλα μέσα προσφυγής | Rechstbehelfe |
law | τακτικά και έκτακτα ένδικα μέσα | ordentliche und außerordentliche Rechtsbehelfe |
earth.sc. | ταξινόμηση των κυμάτων μέσα στο πλάσμα | Klassifikation der Plasmawellen |
med. | τεχνικά μέσα βιολογικού περιορισμού σε κλειστό περιβάλλον | biologischer Sicherheitsbereich |
gen. | τεχνικά μέσα βοήθειας | technische Hilfsmittel |
UN | το Μέρος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση θα λάβει μέτρα για να εξακριβώσει την ταυτότητα, να ανακαλύψει και να δεσμεύσει ή να κατάσχει έσοδα, περιουσία, μέσα ή οποιαδήποτε άλλα αντικείμενα ..., με σκοπό την ενδεχόμενη δήμευση | ...trifft die ersuchte Vertragspartei Massnahmen, um die ... Erträge, Vermögensgegenstände, Tatwerkzeuge oder anderen Sachen zu ermitteln, einzufrieren oder zu beschlagnahmen, damit sie ... gegebenenfalls eingezogen werden können |
met. | το νικέλιο επομένως συγκεντρώνεται μέσα στον φερρίτη και όχι μέσα στο καρβίδιο | das Uickel reichert sich demnach nicht im Karbid an, sondern im Ferrit |
met. | το οποίο αναθερμάνθηκε και ψύχθηκε απότομα μέσα σε λάδι | angelassen und in Oel abgestreckt |
industr., construct. | τοποθετώ μέσα στη μήτρα | Einbau |
met. | τυχαία ανάφλεξη του αερίου καυσίμου μέσα στον αρμό κοπής | Nachbrennen |
chem., met. | τύπος ξηραντηρίου όπου τα προïόντα τοποθετούνται μέσα σε θαλάμους-κάμαρ παραμένουν ακίνητα στη διάρκεια του ψησίματος | Kammertrockner |
fin. | υβριδικά κεφαλαιακά μέσα | hybrides Finanzinstrument |
health. | υγειονομική υπηρεσία μέσα στην επιχείρηση | betrieblicher Gesundheitsdienst |
pharma., mech.eng., el. | υγιεινά μέσα για το στέγνωμα των χεριών | hygienisches Mittel zum Händetrocknen |
polit. | Υπηρεσία διανομής με πολλαπλά μέσα | Dienststelle Multimedia-Dokumentenausgabe |
earth.sc., mech.eng. | υποβαθμίζω την θερμοκρασία με τεχνητά μέσα | kuehlen |
el. | φλάντζα μορφής C ή φλάντζα με αποπνιγμό και αυλάκωση για συμπίεση αερίου μέσα στους κυματοδηγούς | Flanschbauart C |
el. | φλάντζα μορφής Ρ ή φλάτζα με αυλάκωση για συμπίεση αερίου μέσα στους κυματοδηγούς χωρίς αποπνιγμό | Flanschbauart P |
med. | φλεγμονή της σκωληκοειδούς που βρίσκεται μέσα στην κήλη | Hernienappendizitis |
chem. | Φοράτε μέσα ατομικής προστασίας της αναπνοής. | Atemschutz tragen. |
agric., chem. | χημικά μέσα ελέγχου βιλαρζιώσεως | Weichtiergift |
agric., chem. | χημικά μέσα ελέγχου βιλαρζιώσεως | Molluskizid |
fin. | χρηματοδοτικά μέσα | Finanzierungsmittel |
fin. | χρηματοδότηση χρέους με νομισματικά μέσα | monetäre Finanzierung der Staatsschulden |
fin. | χρηματοποιήσιμα μέσα | Quasigeld-Instrumente |
chem. | Χρησιμοποιείτε μέσα ατομικής προστασίας όταν απαιτείται. | Vorgeschriebene persönliche Schutzausrüstung verwenden. |
nucl.phys. | ψήξη του περιβλήματος μέσα στο λέβητα | Kühlung eines geschmolzenen Kerns innerhalb des Druckbehälters |
earth.sc., mech.eng. | ψύχω με τεχνητά μέσα | kuehlen |
IT, dat.proc. | όρος μέσα σε αγκύλες | Klammerausdruck |
IT, dat.proc. | όρος μέσα σε αγκύλες | Ausdruck in Klammern |