DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing λωρίδα | all forms
GreekGerman
αναπτυξιακή λωρίδαEntwicklungskorridor
ανομοιογενής λωρίδαStreifen
ανομοιογενής λωρίδαWinde
ανομοιογενής λωρίδαSchliere
αντανακλώμενη λωρίδαreflektierender Streifen
αντανακλώμενη λωρίδα υφάσματος ασφαλείαςreflektierende Sicherheitskleidung
λωρίδα αδιάβροχου επιβλήματοςPersenningband
λωρίδα αναδιπλωμένη κατά μήκοςLaengsgefalteter Streifen
λωρίδα από κρουπόνBahn
λωρίδα βραχύϊνου μεταξιούBand aus Schappe/seide
λωρίδα επικάλυψης ακμώνEinleimer
λωρίδα επικάλυψης σόκορωνEinleimer
λωρίδα καθαρισμούKrempelausputz
λωρίδα καπλαμάFurnierstab
λωρίδα λαναρίσματοςKrempelausputz
λωρίδα μουσαμάPersenningband
λωρίδα ξυλόφυλλουFurnierstab
μικρή λωρίδαSchnur