DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Information technology containing κατασκευή | all forms
GreekGerman
δομοστοιχειωτή κατασκευήmodulare Struktur
δομοστοιχειωτή κατασκευήBausteinstruktur
κατασκευή ανακύκλωσηςSchleifenkonstrukt
κατασκευή διακλάδωσηςVerzweigungskonstrukt
κατασκευή με δομοστοιχειωτό τρόποModularisierung
κατασκευή με τη βοήθεια υπολογιστήrechnergestützte Fertigung
κατασκευή με τη βοήθεια υπολογιστήCAM
κατασκευή πρωτοτύπουPrototyping
κατασκευή τυποποιημένων γεφυρών επικοινωνίας με το εξωτερικόKonstruktion genormter Gateways mit Aussen
κατασκευή υπό όρουςBedingungskonstrukt
κατασκευή φυσαλλιδοειδούς μνήμηςMagnetblasenspeicherproduktion
μαζική κατασκευήStapelfertigung
μηχανική με υπολογιστή; μηχανοτεχνία με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή ; μηχανική με υπολογιστή; μηχανική κατασκευή με τη βοήθεια υπολογιστήrechnerunterstützte technische Durchführung
μηχανική με υπολογιστή; μηχανοτεχνία με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή ; μηχανική με υπολογιστή; μηχανική κατασκευή με τη βοήθεια υπολογιστήrechnergestütztes Konstruieren
ταχεία κατασκευή πρωτοτύπωνSchnellprototyping
ψηφιακή τεχνική για την κατασκευή χαρτώνDigitalverfahren zur Kartenherstellung