DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Health care containing εξοπλισμός | all forms
GreekGerman
ατομικός εξοπλισμός για την αποφυγή των πτώσεωνpersönliche Schutzausrüstung gegen Absturz
εξοπλισμός ακουστικών δοκιμώνMeßeinrichtung
εξοπλισμός αναζωογόνησηςGeraete fuer Wiederbelebungsmassnahmen
εξοπλισμός απολύμανσης του αέραFiltergerät
εξοπλισμός ατομικής προστασίαςpersönliche Schutzausrüstung
εξοπλισμός για την πρόσδεση του ζώουAnbindevorrichtung
εξοπλισμός για το διαχωρισμό των σφαγίωνGerät zum Spalten der Tierkörper
εξοπλισμός στιγμιαίας διάγνωσης της μόλυνσης από τον ιό HIVSchnelldiagnoseset für die HIV-Infektion
εξοπλισμός συγκολλητώνSchweißerschutzanzug
εξοπλισμός συγκολλητώνSchweißeranzug
ιατρικός εξοπλισμόςAusstattung der Schiffsapotheke