DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing εξοπλισμός | all forms
GreekGerman
διδακτικός εξοπλισμόςLehrmittel
διδακτικός εξοπλισμόςLehrgeraete
εξοπλισμός επιχείρησηςBetriebsanlagen
εξοπλισμός επιχείρησηςBetriebsmittel
εξοπλισμός επιχείρησηςMaschinenpark
εξοπλισμός επιχείρησηςGeraete
εξοπλισμός επιχείρησηςBetriebseinrichtung
εξοπλισμός επιχείρησηςAusruestung