DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing εξοπλισμός | all forms
GreekGerman
ανθεκτικός εξοπλισμόςrobustes Gerät
εξοπλισμός γραμμήςStreckenausrüstung
εξοπλισμός επίβλεψης των αερίωνEmissionsmessgerät
εξοπλισμός επιδεχόμενος υγρή αποστείρωσηdampfsterilisierbare Anlage
εξοπλισμός με κλείδωμα φορτίουAusrüstung mit Ladeschleusen
εξοπλισμός σε όργανα για μέτρηση διαφορικής πιέσεωςDifferenzinstrumentierung
εξοπλισμός σε όργανα για μέτρηση διαφορικής πιέσεωςDifferenzdruckmessung
εξοπλισμός σταθμώνAusrüstung der Bahnhöfe
κινητός εξοπλισμός δοκιμήςfahrbare Analyseaufrüstung
τεχνικός εξοπλισμός χρησιμοποιούμενος σε εξωτερικούς χώρουςim Freien betriebene Geräte und Maschinen