DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Agriculture containing ελατήριο | all forms
GreekGerman
άκαμπτο δόντι με ελατήριοgeferderter Zinken
άκαμπτο δόντι με ελατήριοhalbstarrer Zinken
άκαμπτο δόντι με ελατήριοArnszinken
ελατήριο βραχίονα παλμικής κίνησηςSpannfeder
ελατήριο πίεσηςDruckfeder
ελατήριο πίεσηςBelastungsfeder
καλλιεργητής με άκαμπτα δόντια με ελατήριοGrubber mit gefederten Zinken
υνί με ελατήριοabgefedertes Schar
φτέρνα με ελατήριοgefederte Anlage