DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing ελατήριο | all forms
GreekGerman
αλλαγή σιδηροτροχιάς με ελατήριο επαναφοράςRückfallweiche mit Feder
αλλαγή σιδηροτροχιάς με ελατήριο επαναφοράςFederrückfallweiche
αποσβεστήρας με ελατήριοFederstoßdämpfer
ασφάλιση με ελατήριοFederriegel
ελατήριο αέροςLuftfeder
ελατήριο ανάρτησηςFederung zwischen Fahrwerktraeger und Motorgehaeuse
ελατήριο απόξεσηςOelabstrefring
ελατήριο απόσβεσηςDämpfung
ελατήριο ασφάλισης υπεραντωτικού πτερυγίου διαφυγήςKlappenverriegelungsfeder
ελατήριο βαλβίδαςVentilfeder
ελατήριο εμβόλουKolbenring
ελατήριο επαναφοράς του μηχανισμούGestängerückstellfeder
ελατήριο επαναφοράς του μηχανισμούGestängegegenfeder
ελατήριο καθίσματοςSitzfeder
ελατήριο με λάμες αντιστάθμισηςAusgleichsblattfeder
ελατήριο με παραβολικά ελάσματαParabolfeder
ελατήριο συνολικής ισοστάθμισηςvollständige Gleichgewichtsfeder
ελατήριο φρένοFederspeicherbremse
καστάνια με ελατήριοFederzapfen
κεκαμμένο ελατήριοlahme Feder
λεπιδωτό ελατήριοKlemmfeder
λεπιδωτό ελατήριοBlattfeder
παραβολικό ελατήριοParabolfeder
προσκρουστήρας με ελατήριο σε σχήμα δακτυλίουRingfederpuffer
προσκρουστήρας με ελατήριο σε σχήμα δακτυλίουRingfeder
ράβδος με ελατήριοFederstoßstange
ρυθμιστικό ελατήριοVerstellfeder
συσπειρωμένο ελατήριοeingefedert
φυλλοειδές ελατήριοBlattfeder