Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Transport
containing
ελατήριο
|
all forms
Greek
German
αλλαγή σιδηροτροχιάς με
ελατήριο
επαναφοράς
Rückfallweiche mit Feder
αλλαγή σιδηροτροχιάς με
ελατήριο
επαναφοράς
Federrückfallweiche
αποσβεστήρας με
ελατήριο
Federstoßdämpfer
ασφάλιση με
ελατήριο
Federriegel
ελατήριο
αέρος
Luftfeder
ελατήριο
ανάρτησης
Federung zwischen Fahrwerktraeger und Motorgehaeuse
ελατήριο
απόξεσης
Oelabstrefring
ελατήριο
απόσβεσης
Dämpfung
ελατήριο
ασφάλισης υπεραντωτικού πτερυγίου διαφυγής
Klappenverriegelungsfeder
ελατήριο
βαλβίδας
Ventilfeder
ελατήριο
εμβόλου
Kolbenring
ελατήριο
επαναφοράς του μηχανισμού
Gestängerückstellfeder
ελατήριο
επαναφοράς του μηχανισμού
Gestängegegenfeder
ελατήριο
καθίσματος
Sitzfeder
ελατήριο
με λάμες αντιστάθμισης
Ausgleichsblattfeder
ελατήριο
με παραβολικά ελάσματα
Parabolfeder
ελατήριο
συνολικής ισοστάθμισης
vollständige Gleichgewichtsfeder
ελατήριο
φρένο
Federspeicherbremse
καστάνια με
ελατήριο
Federzapfen
κεκαμμένο
ελατήριο
lahme Feder
λεπιδωτό
ελατήριο
Klemmfeder
λεπιδωτό
ελατήριο
Blattfeder
παραβολικό
ελατήριο
Parabolfeder
προσκρουστήρας με
ελατήριο
σε σχήμα δακτυλίου
Ringfederpuffer
προσκρουστήρας με
ελατήριο
σε σχήμα δακτυλίου
Ringfeder
ράβδος με
ελατήριο
Federstoßstange
ρυθμιστικό
ελατήριο
Verstellfeder
συσπειρωμένο
ελατήριο
eingefedert
φυλλοειδές
ελατήριο
Blattfeder
Get short URL