Subject | Greek | German |
chem. | αλκαλικό εκχύλισμα | alkalischer Extrakt |
med. | απλό φυτικό εκχύλισμα | einfache Pflanzenauszug |
environ. | Απόβλητα από εκχύλισμα διαλύτου | Abfaelle aus der Extraktion mit Loesemitteln |
food.ind. | αρχικό εκχύλισμα | Stamm/wuerze/gehalt |
chem. | αρωματικό εκχύλισμα | aromatischer Extrakt |
chem. | αρωματικό εκχύλισμα αποστάγματος | Aromatenextrakt aus Destillat |
chem. | βαφικό εκχύλισμα | Farbstoffauszug |
chem. | βαφικό εκχύλισμα φυτικής προέλευσης | pflanzlicher Farbauszug |
chem. | δεψικό εκχύλισμα | Gerbstoffauszug |
chem. | δεψικό εκχύλισμα φυτικής προέλευσης | pflanzlicher Gerbstoffauszug |
agric. | διαλυτό εκχύλισμα καφέ | Kaffee-Extrakt |
agric. | διαλυτό εκχύλισμα καφέ | löslicher Kaffee-Extrakt |
agric. | διαλυτό εκχύλισμα καφέ | löslicher Kaffee |
agric. | διαλυτό εκχύλισμα καφέ | Instantkaffee |
med. | εκχύλισμα αδένων | Auszug aus Druesen |
industr., construct., chem. | εκχύλισμα ακετόνης | Acetonextrakt |
pharma. | εκχύλισμα αλόης | Aluminiumhydroxid |
chem. | εκχύλισμα από βαφικό ξύλο | Auszug aus Farbhoelzern |
nat.sc. | εκχύλισμα από το ξύλο του σαντάλ | Sandelholzextrakt |
pharma. | εκχύλισμα αψενθίου | Absinthium-extrakt |
med. | εκχύλισμα για οποθεραπεία | Auszug zu organotherapeutischen Zwecken |
food.ind. | εκχύλισμα γλυκόριζας | Suessholz-Auszug |
food.ind. | εκχύλισμα γλυκόριζας | Auszug von Suessholzwurzeln |
tech., industr., construct. | εκχύλισμα διχλωρομεθανίου | Dichlormethan-Extrakt |
tech., chem. | εκχύλισμα εξατμιζόμενο εν ξηρώ | zur Trockne eingedampfter Extrakt |
agric. | εκχύλισμα ζυθογλεύκους | Wuerzeextrakt |
agric., industr. | εκχύλισμα καπνού | Tabakextrakt |
pharma. | εκχύλισμα καρδάμου | Kardamom-extrakt |
agric. | εκχύλισμα καφέ | Kaffeeextrakt |
agric. | εκχύλισμα καφέ | Kaffee-Extrakt |
agric. | εκχύλισμα καφέ | löslicher Kaffee |
agric. | εκχύλισμα καφέ | löslicher Kaffee-Extrakt |
agric. | εκχύλισμα καφέ | Instantkaffee |
life.sc. | εκχύλισμα κεκορεσμένου εδάφους | Saettigungsextrakt |
nat.sc. | εκχύλισμα κηκίδων βελανιδιάς | Auszug aus Gallaepfeln |
food.ind., chem. | εκχύλισμα κιλάιας | Quillajaextrakt (Quillaia) |
food.ind., chem. | εκχύλισμα κιλάιας | E999 (Quillaia) |
food.ind., chem. | εκχύλισμα κιλάιας ; Ε 999 | Quillajaextrakt |
food.ind., chem. | εκχύλισμα κιλάιας ; Ε 999 | E 999 |
agric. | εκχύλισμα κιχωρίου | Zichorien-Extrakt |
agric. | εκχύλισμα κιχωρίου | lösliche Zichorie |
agric. | εκχύλισμα κιχωρίου | Instant-Zichorie |
life.sc. | εκχύλισμα κρέατος | Fleischextrakt |
agric. | εκχύλισμα λυκίσκου | Hopfenextrakt |
health., life.sc., environ. | εκχύλισμα μυκήτων | Hefeextrakt |
agric., chem. | εκχύλισμα ξύλου μετά θειικού άλατος | Sulfatterpentinöl |
agric., chem. | εκχύλισμα ξύλου μετά θειικού άλατος | Sulfatterpentin |
food.ind. | εκχύλισμα πάπρικας | Paprikaextrakt,Paprika Oleoresin |
food.ind. | εκχύλισμα πάπρικας | Capsanthin-Capsorubin |
food.ind. | εκχύλισμα πάπρικας | E160c |
chem. | εκχύλισμα πάπρικας | Paprikaextrakt |
chem. | εκχύλισμα πάπρικας, καψανθίνη, καψορουμπίνη ; Ε 160 c | Capsanthin |
chem. | εκχύλισμα πάπρικας, καψανθίνη, καψορουμπίνη ; Ε 160 c | Paprikaextrakt |
chem. | εκχύλισμα πάπρικας, καψανθίνη, καψορουμπίνη ; Ε 160 c | Capsorubin |
chem. | εκχύλισμα πάπρικας, καψανθίνη, καψορουμπίνη ; Ε 160 c | E 160 c |
agric. | εκχύλισμα πικρής κασσίας | Bitterholz-Auszug (Quassia amara) |
med. | εκχύλισμα που παρουσιάζεται σε αιώρημα | Auszug in suspendierter Form |
med. | εκχύλισμα που παρουσιάζεται σε πολτώδη κατάσταση | Auszug in weicher Form |
med. | εκχύλισμα που παρουσιάζεται σε στερεή κατάσταση | Auszug in fester Form |
med. | εκχύλισμα που παρουσιάζεται σε υγρή κατάσταση | Auszug in fluessiger Form |
agric. | εκχύλισμα πύρεθρου | Pyrethrumauszug (Chrysanthemum cinerariaefolium) |
industr., construct. | εκχύλισμα συνκάριας | Gambir-Katechu |
industr., construct. | εκχύλισμα της γαμβίριας | Gambir-Katechu |
industr., construct. | εκχύλισμα της μανγκρόβιας | Mangroveauszug |
industr., construct. | εκχύλισμα της ριζοφόρου | Mangroveauszug |
chem. | εκχύλισμα του Cassel | Van-Dyck-Braun |
chem. | εκχύλισμα του Cassel | Nussbeize |
chem. | εκχύλισμα του Cassel | Kasseler Braun |
industr., construct., chem. | εκχύλισμα του ελάτου | Fichtenauszug |
agric. | εκχύλισμα του λυκίσκου | Hopfen-Auszug |
agric. | εκχύλισμα του λυκίσκου | 2) Hopfenextrakt |
industr., construct. | εκχύλισμα του μυροβαλάνου | Myrobalarauszug |
chem. | εκχύλισμα του σουμάκ | Sumachanszug |
industr., construct. | εκχύλισμα των κυπέλων βαλανιδιών | Valoneaauszug |
med. | εκχύλισμα χολής | Gallenauszug |
agric. | εκχύλισμα ψαριού | Fischextrakt |
med. | εμβρυϊκό εκχύλισμα | Fetalextrakt |
med. | θεραπεία με εκχύλισμα του οργάνου που πάσχει | Homostimulation |
agric. | θεραπευτικό εκχύλισμα | medizinischer Auszug |
agric., chem. | κατεχόνιον εκχύλισμα,κασσού,κατεχού | Katschu |
agric., chem. | κατεχόνιον εκχύλισμα,κασσού,κατεχού | Katechu |
agric. | κρασί δευτερίας; στεμφύλων εκχύλισμα | Tresterwein |
agric. | κρασί δευτερίας; στεμφύλων εκχύλισμα | Nachwein |
agric., chem. | μη αζωτούχο εκχύλισμα | stickstofffreier Extraktstoff |
agric., industr., chem. | ξηρό εκχύλισμα | Trockenstoff |
agric. | ξηρό εκχύλισμα | reduzierender Extrakt |
pharma. | ξηρό εκχύλισμα | Trockenextrakt (extractum siccum) |
agric., industr., chem. | ξηρό εκχύλισμα | Trockenmasse |
pharma. | ξηρό υδατικό εκχύλισμα | wässriger Trockenextrakt |
agric. | ολικό εκχύλισμα | Gesamttrockensubstanz |
agric. | ολικό εκχύλισμα | Gesamttrockenstoff |
agric. | ολικό εκχύλισμα | Gesamt |
agric. | ολικό εκχύλισμα | Gesamtextrakt |
agric. | ολικό εκχύλισμα | Extraktgehalt |
agric. | ολικό ξερό εκχύλισμα | Gesamtextrakt |
agric. | ολικό ξερό εκχύλισμα | Gesamttrockenstoff |
agric. | ολικό ξερό εκχύλισμα | Gesamttrockensubstanz |
agric. | ολικό ξερό εκχύλισμα | Gesamt |
agric. | ολικό ξερό εκχύλισμα | Extraktgehalt |
food.ind., chem. | ολικό ξηρό εκχύλισμα | Gesamtextrakt |
agric. | ολικό στερεό υπόλειμμα; ολική ξηρά ουσία; ολικό ξηρό εκχύλισμα | Gesamttrockensubstanz |
agric. | ολικό στερεό υπόλειμμα; ολική ξηρά ουσία; ολικό ξηρό εκχύλισμα | Gesamttrockenstoff |
agric. | περιεκτικότητα σε εκχύλισμα | Extraktgehalt |
agric. | πραγματικό εκχύλισμα | wirklicher Extrakt |
pharma. | ροώδες εκχύλισμα | Fluidextrakt (extractum fluidum) |
food.ind. | συμπεπυκνωμένο εκχύλισμα | Grundstoff |
agric. | συμπεπυκνωμένο εκχύλισμα | Grundstoffe |
obs., pharma. | υγρό εκχύλισμα | Fluidextrakt (extractum fluidum) |
chem. | υδατικό εκχύλισμα | waessriger Auszug |
agric. | φαινόμενο εκχύλισμα | scheinbarer Extrakt |
agric. | φυτικό δεψικό εκχύλισμα | pflanzlicher Gerbstoffauszug |
agric. | φυτικό εκχύλισμα | Pflanzenauszug |
med. | φυτικό εκχύλισμα λυκίσκου | Hopfenpflanzenextrakt |
chem. | όξινο εκχύλισμα | saurer Extrakt |