Subject | Greek | German |
stat. | ακολουθιακή εκτίμηση | sequentielle Schätzung |
stat. | αμερόληπτη εκτίμηση της εξίσωσης | unverzerrte Schätzgleichung |
gen. | αναλυτική εκτίμηση και γενική εκτίμηση | Einzelbeurteilung und allgemeine Beurteilung |
gov. | αναλυτική και γενική εκτίμηση | Einzelbeurteilung und allgemeine Beurteilung |
commun., IT | αξιόπιστη εκτίμηση | hoher Zuversichtsgrad |
fin. | αρχές σχετικά με την εκτίμηση που περιλαμβάνονται στη GATT | Bewertungsgrundsätze des GATT |
ed., IT | αυτόματη εκτίμηση | automatische Bewertung |
transp. | βάρος κατ'εκτίμηση | angenommenes Gewicht |
stat., scient. | γενική εκτίμηση | Gesamtschätzung |
stat. | γενική εκτίμηση | Gesamtauswahlsatz |
interntl.trade. | γενική εκτίμηση των μέσων σταθμισμένων δασμολογικών συντελεστών και των εισπραττόμενων δασμών | Gesamtbewertung der gewogenen durchschnittlichen Zollsätze |
law | δίκαιη εκτίμηση | billiges Ermessen |
stat. | διαδοχική εκτίμηση | sequentielle Schätzung |
agric. | Διεθνές Πρόγραμμα Συνεργασίας για την Εκτίμηση και την Παρακολούθηση των Επιπτώσεων της Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης στα Δάση | Internationales Programm über die Zusammenarbeit bei der Messung und Bewertung der Auswirkungen der Luftverunreinigung auf die Wälder |
agric. | Διεθνές Πρόγραμμα Συνεργασίας για την Εκτίμηση και την Παρακολούθηση των Επιπτώσεων της Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης στα Δάση | ICP Forests |
energ.ind., nucl.phys. | διεθνής αξιολόγηση του κύκλου πυρηνικών καυσίμων; διεθνής εκτίμηση του κύκλου των πυρηνικών καυσίμων; Διάσκεψη INFCE | Internationale Bewertung des nuklearen Brennstoffkreislaufs |
insur. | διορθωτική εκτίμηση για αρχική πρόβλεψη ύψους ζημιάς | Schadensanpassung |
stat. | εγγύτητα, κατά την εκτίμησή | Genauigkeit bei einer Schätzung |
math. | εγγύτητα, κατά την εκτίμησή | Güte bei einer Schätzung |
gen. | εκ των προτέρων εκτίμηση | Vorausbeurteilung |
gen. | εκτίµηση κινδύνου | Risikobewertung |
gen. | εκτίµηση κινδύνου | Risikoabschätzung |
gen. | εκτίµηση κινδύνου | Sicherheitsbewertung |
gen. | εκτίµηση κινδύνου | Gefahrenanalyse |
health., nat.sc., environ. | εκτίμηση έκθεσης | Ermittlung der Strahlenexposition |
health., nat.sc., environ. | εκτίμηση έκθεσης | Bewertung der Exposition |
commer., health., chem. | εκτίμηση αιτιότητας | Kausalitätsbewertungsmethode |
fish.farm. | εκτίμηση αλιευτικών αποθεμάτων | Survey |
fish.farm. | εκτίμηση αλιευτικών αποθεμάτων | Bestandsaufnahme |
IT | εκτίμηση αντικτύπου για την προστασία δεδομένων | Datenschutz-Folgenabschätzung |
commun. | εκτίμηση αποδοχής | Nutzung |
commun. | εκτίμηση αποδοχής | Ausschöpfung |
commun., IT | εκτίμηση αποδοχής | Erlernbarkeit |
commun., IT | εκτίμηση αποδοχής | Benutzerleistung |
environ. | εκτίμηση/αποτίμηση | Bewertung |
comp., MS | εκτίμηση από κάτω προς τα πάνω | progressive Schätzung |
transp., industr., construct. | εκτίμηση βάρους εμπορεύματος | Peilung |
transp., industr., construct. | εκτίμηση βάρους εμπορεύματος | Peilen |
stat., lab.law. | εκτίμηση βαθμού κινδύνου με την μέθοδο της παρέκτασης | extrapoliertes Risiko |
transp. | εκτίμηση βλαβών | Fehlerbeurteilung |
account. | εκτίμηση για το επίπεδο του κινδύνου του ελέγχου | angenommener Grad des Kontrollrisikos |
econ., market. | εκτίμηση για τον κίνδυνο χώρας | Bewertung des Länderrisikos |
transp. | εκτίμηση δαπάνης | Kostenvoranschlag |
environ. | εκτίμηση δασικών πόρων | Bewertung der Waldressourcen |
fin. | εκτίμηση διακινδύνευσης | Risikobeurteilung |
fin. | εκτίμηση διακινδύνευσης | Risikoabschätzung |
fin. | εκτίμηση διακινδύνευσης | Risikobewertung |
fin. | εκτίμηση διακινδύνευσης | Gefährdungsabschätzung |
health. | εκτίμηση δόσηςσυγκέντρωσης-απόκρισηςεπίπτωσης | Ermittlung der DosisKonzentration/Wirkungs-Beziehung |
fin. | εκτίμηση επικινδυνότητας | Gefährdungsabschätzung |
fin. | εκτίμηση επικινδυνότητας | Risikobeurteilung |
fin. | εκτίμηση επικινδυνότητας | Risikoabschätzung |
med. | εκτίμηση επικινδυνότητας | Risikoeinschätzung |
med. | εκτίμηση επικινδυνότητας | Risikobewertung |
law | εκτίμηση επιπτώσεων | Folgenabschätzung |
econ., agric. | εκτίμηση ζημιών | Refaktionieren |
gen. | εκτίμηση ζημιών | Schadensfeststellung |
gen. | εκτίμηση ζημιών μάχης | Gefechtsschadensbeurteilung |
stat. | εκτίμηση κατά Winsor | Winsorisierte Schätzung |
stat., scient. | εκτίμηση κατά διάστημα | Intervallschätzung |
med. | εκτίμηση κατά προσέγγιση | Mittelwert |
med. | εκτίμηση κατά προσέγγιση | Durchschnitt |
comp., MS | εκτίμηση κατά την ολοκλήρωση | erwartete Kosten |
comp., MS | εκτίμηση κατά την ολοκλήρωση | berechnete Kosten |
gen. | εκτίμηση κατάστασης κινδύνου | Bewertung einer Gefahrensituation |
el. | εκτίμηση καταστάσεως | state estimation |
el. | εκτίμηση καταστάσεως | Zustands-Erkennung |
environ. | εκτίμηση κινδύνου | Risikobewertung |
environ. | εκτίμηση κινδύνου κινδύνων | Risikobewertung |
med. | εκτίμηση κινδύνου | Risikoeinschätzung |
med. | εκτίμηση κινδύνου | Risikobewertung |
IT, el. | εκτίμηση κόστους | Kostenrechnung |
transp. | εκτίμηση λαθών | Fehlerbeurteilung |
stat. | εκτίμηση Μ | M-Schätzwert |
econ. | εκτίμηση με βάση μία μόνο ετήσια έρευνα | Schätzung aufgrund einer einzigen Erhebung während des Jahres |
stat., scient. | εκτίμηση με τη μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων | Schätzfunktion nach der Methode der kleinsten Quadrate |
IT, dat.proc. | εκτίμηση μεγέθους | Bemessung |
stat. | εκτίμηση μετάλλαξη Watterson του | Wattersonscher Mutationsschätzer |
stat. | Mood-Brown εκτίμηση μιας γραμμής | Mood-Brownsche Schätzung |
law | εκτίμηση μισθίου | Schätzung des Miet-oder Pachtbesitzes |
fin. | εκτίμηση ομολόγου | Rating |
fin. | εκτίμηση ομολόγου | Rangskala |
fin. | εκτίμηση ομολόγου | Ordinalskala |
el. | εκτίμηση πάχους του οξειδίου από το χρώμα | Oxiddickenbestimmung durch Färben dünner Plättchen |
stat. | εκτίμηση παλινδρόμησης | Regressionsschätzer |
IT, dat.proc. | εκτίμηση παραμέτρου | Parametereinschätzung |
environ. | εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων | Umweltverträglichkeitsprüfung |
environ. | εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων | Umweltprüfung |
environ. | εκτίμηση περιβαλλοντικών κινδύνων | Umweltverträglichkeitsprüfung |
environ. | εκτίμηση περιβαλλοντικών κινδύνων | Prüfung der Umweltverträglichkeit |
transp., avia. | εκτίμηση πιλότου χειριστή | der vom Piloten festgestellte Wert |
market., fin. | εκτίμηση πιστωτικών κινδύνων | Kreditprüfung |
commun., mech.eng. | εκτίμηση ποιότητας | Qualitaetsbestimmung |
commun., mech.eng. | εκτίμηση ποιότητας | Qualitaetsbewertung |
econ., market. | εκτίμηση ποιότητας | Qualitätsschätzung |
pharma. | εκτίμηση προσαρμοσμένη στον συγχυτικό παράγοντα | um Störgrößen bereinigte Schätzung |
stat. | εκτίμηση πυκνότητας | Dichteschätzung |
stat. | εκτίμηση πυρήνων | Kernschätzung |
stat. | εκτίμηση σε διάστημα | Intervallschätzung |
econ., market. | εκτίμηση σε τιμή κόστους | Schätzung der Selbstkosten |
stat. | εκτίμηση τελικού σημείου | Endpunkt-Schätzung |
chem. | εκτίμηση της έκθεσης | Expositionsabschätzung |
lab.law. | εκτίμηση της αξίας | Leistungsbeurteilung |
gen. | εκτίμηση της απειλής | Bewertung von Drohungen |
gen. | εκτίμηση της απειλής | Bewertung von Bedrohungen |
lab.law. | εκτίμηση της απόδοσης | Leistungsgradbewertung |
econ. | εκτίμηση της απόσβεσης πάγιου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές | Berechnung der Abschreibungen in jeweiligen Preisen |
transp., avia. | εκτίμηση της ασφάλειας των ξένων αεροσκαφών | Sicherheitsüberprüfung von Luftfahrzeugen aus Drittländern |
transp., avia. | εκτίμηση της ασφάλειας των ξένων αεροσκαφών | Beurteilung der Sicherheit ausländischer Luftfahrzeuge |
law | εκτίμηση της ατομικότητας | Beurteilung der Eigenart |
market., agric. | εκτίμηση της διάπλασης | Formbewertung |
market., agric. | εκτίμηση της διάπλασης | Formbeurteilung |
market., agric. | εκτίμηση της διάπλασης | Exterieurbeurteilung |
stat. | εκτίμηση της εξίσωσης | Schätzgleichung |
environ. | εκτίμηση της ζημίας | Schadensbewertung |
environ. | εκτίμηση της ζημίας βλάβης | Schadensbewertung |
insur. | εκτίμηση της ζημίας | Schadenregulierung |
med. | εκτίμηση της κατάστασης υγείας μιας κοινότητας | Gesundheitsprofil einer Gemeinde |
transp., construct. | εκτίμηση της καταλληλότητας μιας θέσης | Beurteilung der Eigenschaften einer Sperrenstelle |
law | εκτίμηση της καταστάσεως που απορρέει από οικονομικά γεγονότα ή περιστάσεις | Würdigung der aus wirtschaftlichen Tatsachen oder Umständen sich ergebenden Gesamtlage |
market. | εκτίμηση της πιθανής αγοράς | Schätzung des potentiellen Marktes |
commun. | εκτίμηση της ποιότητας της εικόνας | Bildbewertung |
health., pharma. | εκτίμηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου | Nutzen-Risiko-Beurteilung |
health., pharma. | εκτίμηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου | Nutzen-Risiko-Bewertung |
health., pharma. | εκτίμηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου | Nutzen-Risiko-Evaluierung |
health., pharma. | εκτίμηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου | Nutzen-Risiko-Einschätzung |
health., pharma. | εκτίμηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου | Nutzen-/Risikobewertung |
market., fin. | εκτίμηση της φορολογικής βάσης | Schätzung der Besteuerungsgrundlagen |
market., fin. | εκτίμηση της φορολογικής βάσης | Ermessenseinschätzung |
agric. | εκτίμηση της χορτονομής | Futtermittelbewertung |
econ. | εκτίμηση τιμής ενός νέου προϊόντος κατά την περίοδο βάσης | Ermittlung eines Preises für das neue Gut für den Basiszeitraum |
stat. | εκτίμηση του Bayes | Bayes-Schätzung |
market., fin. | εκτίμηση του έργου | Pruefung eines Vorhabens |
market., fin. | εκτίμηση του έργου | Projektbewertung |
law | εκτίμηση του αντίκτυπου | Folgenabschätzung |
gov., insur. | εκτίμηση του ασφαλιστικού ισοδύναμου | versicherungsmathematische Schätzung |
gov., insur. | εκτίμηση του ασφαλιστικού ισοδύναμου | versicherungsmathematische Bewertung |
med. | εκτίμηση του κινδύνου για την υγεία | Gesundheitsrisikoabschätzung |
gen. | εκτίμηση του κινδύνου ενδεχόμενων κρίσεων | Risikobewertung |
gen. | εκτίμηση του κινδύνου ενδεχόμενων κρίσεων | Risikobeurteilung bei potenziellen Krisen |
law | εκτίμηση του κύρους | Gültigkeitsprüfung |
environ. | εκτίμηση του περιβαλλοντικού κινδύνου | Umweltrisikobewertung |
fin. | εκτίμηση του ύψους του εσόδου | voraussichtliche Höhe der Einnahme |
law | εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων | Beweiswuerdigung |
mech.eng. | εκτίμηση των αποστάσεων | Wichten der Entfernungen |
social.sc. | εκτίμηση των επιπτώσεων μιας πολιτικής ανάλογα με το φύλο | Bewertung der geschlechtsspezifischen Auswirkungen |
environ. | εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον | Umweltverträglichkeitsprüfung |
environ. | εκτίμηση των επιπτώσεων των κοινοτικών μέτρων στο περιβάλλον | Beurteilung der Umweltverträglichkeit der Gemeinschaftsmassnahmen |
nat.sc., agric. | εκτίμηση των ζώων | Tierbeurteilung |
fin. | εκτίμηση των κινητών αξιών | Bewertung der Wertpapiere |
fin. | εκτίμηση των κινητών αξιών | Beurteilung der Wertpapiere |
law | εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών | Tatsachenwuerdigung |
law, econ. | εκτίμηση των συγκεντρώσεων | Beurteilung von Zusammenschlüßen |
lab.law. | εκτίμηση των φυσικών ικανοτήτων | Bewertung der körperlichen Eignung |
health., nucl.phys. | εκτίμηση χορηγούμενης ακτινοβολίας | verabreichte Strahlendosis |
health., nucl.phys. | εκτίμηση χορηγούμενης ακτινοβολίας | verabreichte Aktivität |
law | εκτίμηση όσον αφορά τον επιλήψιμο χαρακτήρα | Bewertung der Strafbarkeit |
law | εκτεταμένη εκτίμηση επιπτώσεων | ausführliche Folgenabschätzung |
stat. | ελάχιστη προδιαγραφή τετραγωνική αμερόληπτη εκτίμηση | MINQUE |
math. | ελάχιστη προδιαγραφή τετραγωνική αμερόληπτη εκτίμηση | quadratische erwartungstreue Schätzung mit minimaler Norm |
law | ελεύθερη εκτίμηση | freies Ermessen |
comp., MS | Εντοπισμός και εκτίμηση κινδύνου | Suche und Risikobewertung |
immigr. | εξαμηνιαία εκτίμηση κινδύνων | halbjährliche Risikobewertung |
immigr. | εξατομικευμένη εκτίμηση | individuelle Bewertung |
stat. | επί μέρους εκτίμηση | Aufschlüsselung |
stat. | επί μέρους εκτίμηση | Untergliederung |
stat. | επί μέρους εκτίμηση | Gliederung |
stat. | επί μέρους εκτίμηση | Aufgliederung |
gen. | Επιτροπή για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος | Ausschuss für die Beurteilung und die Kontrolle der Luftqualität |
transp. | επιχειρηματική εκτίμηση | betriebliche Bewertung |
gen. | εργαστήριο για την εκτίμηση της αποδοτικότητας του συστήματος απομόνωσης και επι τήρ ηση ς | Laboratorium für die Bewertung der Leistungskennwerte des Containments und des Überwachungssystems |
law | εσφαλμένη εκτίμηση | fehlerhafte Beurteilung |
law, crim.law., UN | εσφαλμένη εκτίμηση του πραγματικών περιστατικών | Tatirrtum (error facti) |
law | εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών | Irrtum über tatsächliche Voraussetzungen |
stat. | καλύτερη εκτίμηση | bestmögliche Schätzung |
stat. | καλύτερη εκτίμηση | beste Schätzung |
stat. | κατ'εκτίμηση αξία | geschätzter Wert |
stat. | κατ'εκτίμηση αξία | Schätzwert |
stat. | κατ'εκτίμηση αξία | Schätzung |
health., nat.sc. | κατ'εκτίμηση θεωρητική έκθεση | voraussichtliche theoretische Exposition |
nat.res. | κατ'εκτίμηση ισολογισμός | geschätzte Bilanz |
fin. | κατ'εκτίμηση καταμέτρηση αλληλοεπικαλύψεων | geschätzte Doppelzählung |
agric. | κριτήρια παραλληλίας - εκτίμηση της παραλληλίας | Parallelitätsanforderungen - Beurteilung der Parallelität |
transp. | λειτουργική εκτίμηση | betriebliche Bewertung |
chem., el. | λογαριασμός κατ'εκτίμηση | Abschlagsrechnung |
account. | λογιστική εκτίμηση | Schätzung bei der Abschlusserstellung |
stat., scient. | Μ-εκτίμηση θέσης | M-Lageschätzer von Huber |
nat.sc. | μη καταστρεπτική εκτίμηση | zerstörungsfreie Prüfung |
nat.sc. | μη καταστρεπτική εκτίμηση | zerstörungsfreie Analyse |
stat. | μη προσαρμοσμένη εκτίμηση | unbereinigte Schätzung |
law | μόνος αρμόδιος για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών | allein für die Beurteilung des Sachverhalts zuständig |
law | νομική εκτίμηση | rechtliche Beurteilung |
nat.sc. | ομάδα εμπειρογνωμόνων επιφορτισμένων με την εκτίμηση του προγράμματος-πλαισίου | Sachverständigenausschuss für die Bewertung des Rahmenprogramms |
nat.sc. | ομάδα εμπειρογνωμόνων επιφορτισμένων με την εκτίμηση του προγράμματος-πλαισίου | Ausschuss für die Bewertung des Rahmenprogramms |
forestr. | οπτική εκτίμηση | optische Einschätzung |
agric. | οπτική εκτίμηση υποδορίου λίπους | optische Speckdickenmessung |
busin., labor.org., account. | ορθολογική εμπορική εκτίμηση | vernünftige kaufmännische Beurteilung |
agric. | πίνακας εκτιμήσεως; κατ'εκτίμηση υπολογισμός | geschätzte Bilanz |
gen. | παγκόσμια εκτίμηση των αναγκών | Bewertung des globalen Bedarfs |
social.sc., UN | Παγκόσμιο Συνέδριο για την Ανάπτυξη και Εκτίμηση των Επιτεύξεων της Δεκαετίας των Ηνωμένων Εθνών για τις Γυναίκες | Weltkonferenz über die Entwicklung und Anerkennung der Errungenschaften des von der Organisation der Vereinten Nationen ausgerufenen Jahrzehnts der Frau |
law | πλάνη περί την εκτίμηση | Beurteilungsfehler |
stat. | πολυσταδιακή εκτίμηση | mehrstufige Schätzung |
transp. | πορεία κατ'εκτίμηση | gegisster Kurs |
stat. | προσαρμοστική εκτίμηση του πυρήνα | adaptive Kernschätzung |
environ. | Πρωτόκολλο για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση, της σύμβασης για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο | Protokoll über die strategische Umweltprüfung zum Übereinkommen über die Umweltverträglichkeitsprüfung im grenzüberschreitenden Rahmen |
environ. | Πρωτόκολλο στη Σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλη απόσταση, σχετικά με τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση του προγράμματος για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη EMEP | Protokoll zu den Übereinkommen über weiträumige grenzüberschreitende Luftverunreinigung, betreffend die langfristige Finanzierung des Programms über die Zusammenarbeit bei der Messung und Bewertung der weiträumigen Übertragung von luftverunreinigenden Stoffen in Europa EMEP |
social.sc., R&D. | Πρόβλεψη και εκτίμηση αξιολόγηση στον τομέα της επιστήμης και της τεχνολογίας | Vorausschau und Bewertung auf dem Gebiet der Wissenschaft und Technologie |
environ. | Πρόγραμμα συνεργασίας για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη | Programm über die Zusammenarbeit bei der Messung und Bewertung der weiträumigen Übertragung von luftverunreinigenden Stoffen in Europa |
stat. | σημειακή εκτίμηση | Punkt-Schätzung |
stat. | σημειακή εκτίμηση | Punktschätzung |
stat. | σταθμισμένη πιθανότητα εκτίμηση στιγμών | Schätzung mit wahrscheinlichkeitsgewichteten Momenten |
stat. | στατιστική εκτίμηση | statistische Schätzung |
el. | στοχαστική εκτίμηση ασφάλειας | probabilistische Sicherheitsabschätzung |
el. | στοχαστική εκτίμηση ασφάλειας | probabilistische Sicherheitsanalyse |
el. | στοχαστική εκτίμηση ασφάλειας | Bewertung des Sicherheitsstands |
environ. | Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση | strategische Umweltverträglichkeitsprüfung |
environ. | Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση | strategische Umweltprüfung |
pharma. | Συμβουλευτική Επιτροπή για την Εκτίμηση της Επικινδυνότητας στο πλαίσιο της Φαρμακοεπαγρύπνησης | Beratender Ausschuss für Risikobewertung im Bereich der Pharmakovigilanz |
environ., UN | συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη | Programm über die Zusammenarbeit bei der Messung und Bewertung der weiträumigen Übertragung von luftverunreinigenden Stoffen in Europa |
environ., UN | συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη | Messung und Bewertung der weiträumigen Verfrachtung von Luftschadstoffen in Europa |
tech. | συνθετική εκτίμηση κλίματος | Klimasummenwertmessung |
stat. | συνολική εκτίμηση | Gesamtschätzung |
law | συνολική εκτίμηση | Gesamtbewertung |
nat.sc., agric. | συνολική εκτίμηση | Gesamtbeurteilung |
econ. | συνολική εκτίμηση των συνολικών εισαγωγών αγαθώναποτιμημένων fob | fob-Wert der gesamten Wareneinfuhr |
gen. | συνταγή και εκτίμηση των εξόδων από τον θεράποντα ιατρό | Verordnung und Kostenvoranschlag des behandelnden Arztes |
environ. | Σύμβαση για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακά πλαίσια | Übereinkommen über die Umweltverträglichkeitsprüfung im grenzüberschreitenden Rahmen |
environ. | Σύμβαση για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακά πλαίσια | ESPOO-Übereinkommen |
immigr. | τακτική στοχευμένη εκτίμηση | Taktische zielgerichtete Bewertung |
stat. | ταυτόχρονη εκτίμηση | simultane Schätzung |
fin., tax. | τελωνειακή εκτίμηση | Zollwertermittlung |
commun. | τεστ με υποκειμενική εκτίμηση | Meinungsbewertungstest |
stat., scient. | τετραγωνική αμερόληπτη εκτίμηση ελάχιστης απόστασης | Minque |
stat. | τιμωρημένη εκτίμηση | pönalisierte Schätzung |
stat. | τοπική εκτίμηση με πιθανοφάνεια | lokale Likelihood-Schätzung |
econ. | υψηλότερη εκτίμηση της αξίας | Erhöhung des Wertes |
agric. | φηλάφηση-εκτίμηση των πλευρών | Rippengriff |
comp., MS | χονδρική εκτίμηση τάξης μεγέθους | Größenordnungsschätzung |
agric. | ψηλάφηση-εκτίμηση της κοιλίας | Voreutergriff |
agric. | ψηλάφηση-εκτίμηση της ράχης | Rückengriff |
agric. | ψηλάφηση-εκτίμηση του λαιμού | Kehlgriff |
agric. | ψηλάφηση-εκτίμηση του στήθους | Brustgriff |
agric. | ψηλάφηση-εκτίμηση του ώμου | Schild oder Kummetgriff |
agric. | ψηλάφηση-εκτίμηση των ισχυακών λόφων | Schwanzgriff |