Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Chinese
English
German
Italian
Polish
Russian
Terms
for subject
Communications
containing
δεν
|
all forms
|
exact matches only
Greek
German
δεν
εκδίδεται πλέον
Eingegangen
διαμόρφωση με σιγή φέρουσας όταν
δεν
υπάρχει διαμόρφωση
AM mit Trägerunterdrückung in den Pausen
μέρος όπου
δεν
έπιασε το μελάνι
Schimmel
μέρος όπου
δεν
έπιασε το μελάνι
Mönch
προώθηση κλήσεων σε περίπτωση που
δεν
υπάρχει απάντηση
Anrufweiterschaltung bei Abwesenheit
προώθηση κλήσεων σε περιπτώσεις που
δεν
υπάρχει απάντηση
Anrufweiterschaltung bei Abwesenheit
τερματικό που
δεν
είναι απασχολημένο σε μια τηλεφωνική κλήση
Endeinrichtung im Nichtbelegt-Zustand
τηλέφωνο που
δεν
απαιτεί τη χρήση των χεριών για να λειτουργήσει
Telefon, bei dem man "die Hände frei hat"
τηλέφωνο που
δεν
απαιτεί τη χρήση των χεριών για να λειτουργήσει
Hände-frei-Telefon
τηλέφωνο που
δεν
απαιτεί τη χρήση των χεριών για να λειτουργήσει
Freisprechanlage
φως σήματος που
δεν
επιτρέπεται η υπέρβασή του
unbedingtes Haltesignal
φως σήματος που
δεν
επιτρέπεται η υπέρβασή του
absolutes Haltesignal
Get short URL