Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Terms for subject
Pharmacy and pharmacology
containing
ή-ή
|
all forms
Greek
German
Διεθνής Κοινή Ονομασία' ονομασία κοινόχρηστη ή κοινή
internationaler Freiname
η ασφάλεια της απασχόλησης
Arbeitssicherheit
η στον χώρο διάταξη των ατόμων του μορίου
Konfiguration
η σύνταξις του μορίου
Konfiguration
3η φάση κλινικής δοκιμασίας
klinischer Phase III Versuch
κάθε ουσία που χρησιμοποιείται σε ομοιοπαθητικά κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα με την προϋπόθεση ότι η συγκέτρωσή της στο προϊόν δεν υπερβαίνει το ένα μέρος ανά δέκα χιλίαδες
jeder in homöopathischen Tierarzneimitteln verwendete Stoff, sofern seine Konzentration ein Zehntausendstel nicht übersteigt
ορυκτοί υδρογοάνθρακες, χαμηλού ή υψηλού ιξώδους συμπεριλαμβανομένων μικροκρυσταλλικών κηρών, περίπου c10 - c 60: αλειφατικές, διακλαδισμένες αλειφατικές και αλεικυκλικές ενώσεις
mineralische Kohlenwasserstoffe von niedriger bis hoher Viskosität, einschließlich mikrokristalliner Wachse von ungefähr cl 0 - c60 : aliphatische, verzweigte aliphatische und alizyklische Verbindungen
πρωτότυπo φάρμακo για το οποίο έχει λήξει η πατέντα
patentfreies Arzneimittel
σύζευξις πρωτοζώων ή άλλων μικροοργανισμών
Konjugation
Get short URL