DictionaryForumContacts

   Greek German
Terms for subject Social science containing ή-ή | all forms
GreekGerman
ασκώ επαγγελματική δραστηριότητα,αμειβόμενη ή μηeine entgeltliche oder unentgeltliche berufliche Taetigkeit ausueben
Ευρωπαϊκή Κοινωνική πολιτική - Η πορεία προς το μέλλον για την Ένωση - Λευκή βίβλοςEuropäische Sozialpolitik - Ein zukunftsweisender Weg für die Union - Weißbuch
η ανάληψη και η άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτωνdie Aufnahme und Ausuebung selbstaendiger Taetigkeiten
η ελεύθερη επιλογή εργασίαςdie freie Wahl des Arbeitsplatzes
η εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπωνdie Beseitigung der Hindernisse fuer den freien Personenverkehr
η επαναπασχόληση του εργατικού δυναμικού που κατέστη διαθέσιμοdie Wiederbeschaeftigung der freigewordenen Arbeitskraefte
η θέση των εργαζομένωνLage der Arbeitnehmer
2η Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για τις πόλεις και την κατοικία Habitat IIZweite Konferenz der Vereinten Nationen für Wohn- und Siedlungswesen Habitat II
μετανοσοκομειακή κοινωνική βοήθεια ή περίθαλψιςnachgehende Fürsorge
μητρότητα ή πατρότηταElternsein
μητρότητα ή πατρότηταElternschaft
ορφανό από πατέρα ή μητέραHalbwaise
παιδοκόμη ή νηπιαγώγηErzieherin für Kleinkinder
παιδοκόμος ή νηπιαγωγόςKindergärtner
παιδοκόμος ή νηπιαγωγόςErzieher für Kleinkinder
περιφερειακό πρόγραμμα για μετατροπή των ζωνών όπου είναι αναπτυγμένη η βιομηχανία σιδήρου και χάλυβαProgramm zur Umstellung der Gebiete mit Eisen- und Stahlerzeugung
συμβουλευτική επιτροπή για την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα ή για άλλους επιστημονικούς σκοπούςBeratender Ausschuss für den Schutz der für Versuche und andere wissenschaftliche Zwecke verwendeten Tiere
συνυπολογισμός των περιόδων ασφάλισης, απασχόλησης ή κατοικίαςZusammenrechnung der Versicherungs-, Beschäftigungs- oder Wohnzeiten
σύνταξη αναπήρου χήρου ή χήραςRente für invalide Witwer oder Witwen
Τοπικό Επαγγελματικό ή Διεπαγγελματικό ΤαμείοÖrtliche berufsständische oder gemischtgewerbliche Kasse
τοποθέτηση σε επιχείρηση προς απόκτηση επαγγελματικής κατάρτισης ή πείραςBetriebspraktikum