DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing έλαιο | all forms
GreekGerman
έλαιο διεργασιών κοπήςSchneidöl
έλαιο λιθανθράκωνKohlenöl
έλαιο πεύκουKienöl
έλαιο πεύκουPine-Öl
έλαιο πεύκουHolzterpentinöl
έλαιο που χρησιμοποιείται στους υδραυλικούς εξοπλισμούςHydrauliköl
δέψηση διαδοχική με αλδεϋδη και έλαιοkombinierte Trangerbung
επανάκτηση με έλαιοPlastikat
ψυκτικό έλαιοKühlöl