Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Italian
Norwegian Bokmål
Portuguese
Romanian
Spanish
Swedish
Terms for subject
Industry
containing
έλαιο
|
all forms
Greek
German
έλαιο
διεργασιών κοπής
Schneidöl
έλαιο
λιθανθράκων
Kohlenöl
έλαιο
πεύκου
Kienöl
έλαιο
πεύκου
Pine-Öl
έλαιο
πεύκου
Holzterpentinöl
έλαιο
που χρησιμοποιείται στους υδραυλικούς εξοπλισμούς
Hydrauliköl
δέψηση διαδοχική με αλδεϋδη και
έλαιο
kombinierte Trangerbung
επανάκτηση με
έλαιο
Plastikat
ψυκτικό
έλαιο
Kühlöl
Get short URL