DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing Ω | all forms
GreekGerman
άσβεστος εις κοσκινισμένα τεμάχιαgesiebter ungeloeschter Stueckkalk
άσβεστος εις λεπτά τεμάχιαsortierter Stueckkalk
άσβεστος εις λεπτά τεμάχιαpulverisierter Kalk
άσβεστος εις τεμάχιαungeloeschter Stueckkalk
ανάλυση εις διπλούνZweitanalyse
διεισδυτικότητα εις κώνον μετά μάλαξινWalkpenetration
διεισδυτικότητα εις κώνον μετά μάλαξινWalk-Konuspenetration
κόλλα πήζουσα εις μετρίαν θερμοκρασίανwarm-abbindender Leim
περιεκτικότης εις κολλοειδήKolloidgehalt
συγκέντρωσις εις δευτέριονDeuteriumkonzentration
συγκολλητικόν ανθεκτικόν εις το ύδωρwasserdichter Leim
συγκολλητικόν ανθεκτικόν εις το ύδωρwasserbeständiger Leim