DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing Ω | all forms
GreekGerman
αναβαθμός τύπου κλειστού αγωγού μετ'ασπίδος διασπάσεως φορτίου εις την έξοδονAbsturzrohr mit Tauchwandauslass
συσκευή επιτηρήσεως της ραδιενεργείας των περιεχομένων εις τον αέρα του περιβλήματος σωματιδίωνUeberwachtungsgeraet fuer Teilchenaktivitaet in der Sicherheitshuellenluft
σύμπτυξις ιστίων εις κωνικόν σχήμαSteuerung
σύμπτυξις ιστίων εις κωνικόν σχήμαStellvorrichtung