Subject | Greek | German |
coal., met. | άνθραξ μη μετατρεπόμενος εις οπτάνθρακα | Feinkoks |
el. | άρση των ασφαλίσεων των διακοπτών εις την ανοικτή θέση | Aufheben der Wiedereinschaltsperren |
el. | άρση των ασφαλίσεων των διακοπτών εις την ανοικτή θέση | Aufheben der Wiedereinschaltsperre |
chem. | άσβεστος εις κοσκινισμένα τεμάχια | gesiebter ungeloeschter Stueckkalk |
chem. | άσβεστος εις λεπτά τεμάχια | sortierter Stueckkalk |
chem. | άσβεστος εις λεπτά τεμάχια | pulverisierter Kalk |
chem. | άσβεστος εις τεμάχια | ungeloeschter Stueckkalk |
med. | άσθμα οφειλόμενον εις υπερβολικήν προσπάθειαν | Belastungsasthma |
fin. | έγγραφο εις τον κομιστή | Inhabertitel |
fin. | έγγραφο εις τον κομιστή | Inhaberpapier |
life.sc. | έδαφος πτωχόν εις οργανικήν ύλην | Fließ |
med. | έκζεμα των χειρών οφειλόμενον εις τον ερεθισμόν της ζύμης | Baeckerkraetze |
med. | έκζεμα των χειρών οφειλόμενον εις τον ερεθισμόν της ζύμης | Baeckerekzem |
med. | έκζεμα των χειρών οφειλόμενον εις τον ερεθισμόν της ζύμης | Baeckerdermatitis |
health., lab.law. | έκθεσις εις ακτινοβολίαν εξ αιτίας ατυχήματος | unfallbedingte Strahlenexposition |
health., lab.law. | έκθεσις εις ακτινοβολίαν εξ αιτίας ατυχήματος | unbeabsichtige Bestrahlung |
health., lab.law. | έκθεσις εις ακτινοβολίαν εξ αιτίας ατυχήματος | nicht vorgesehene Exposition |
gen. | έλεγχoς δαπαvώv | Kostendämpfung |
nat.sc., agric. | έλκος δίκην στόχου,ανοικτόν έλκος με επουλωτικόν ιστόν εις την περιφέρειάν του | Scheiben-Krebs |
life.sc., agric. | έλλειμμα εις εδαφικόν ύδωρ εν τω αγρώ | Feldbodenfeuchtedefizit |
agric., construct. | έλλειμμα εις ύδωρ | Wasserdefizit |
agric., construct. | έλλειμμα εις ύδωρ | Wassermangel |
agric., construct. | έλλειμμα εις ύδωρ | Bodenfeuchtigkeitsdefizit |
med. | ίλιγγος οφειλόμενος εις υπερβολικήν προσπάθειαν | Belastungsschwindel |
gen. | αvάπτυξη βάσης δεδoμέvωv | Entwicklung einer Datenbank |
environ. | αδίκημα εις βάρος του περιβάλλοντος | Umweltdelikt |
IT | ακεραιότητα δεδoμέvωv | Datenintegrität |
law, fin. | αλληλεγγÙως και εις ολóκληρο υπεÙθυνος για την καταβολή του φóρου | die Steuer gesamtschuldnerisch zu entrichten haben |
law, busin., labor.org. | αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθύνη | gesamtschuldnerische Haftung |
law, busin., labor.org. | αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθύνη | Gesamthaftung |
industr., construct., chem. | Yαλόφραξη ανθεκτική εις θύελλαν | sturmsichere Verglasung |
industr., construct., chem. | Yαλόφραξη ανθεκτική εις θύελλαν | sturmfeste Verglasung |
life.sc., agric. | ανάγκαι εις αρδευτικόν ύδωρ εν τη ιδιοκτησία | Nettobewaesserungsbedarf |
life.sc., agric. | ανάγκαι εις αρδευτικόν ύδωρ εν τη πηγή τροφοδοσίας | Verteilerbedarf |
life.sc., agric. | ανάγκαι εις αρδευτικόν ύδωρ εν τη πηγή τροφοδοσίας | Gesamtbewaesserungsbedarf |
commun., agric., construct. | ανάγκαι εις ύδωρ | Wasserbedarf der Pflanzen |
commun., agric., construct. | ανάγκαι εις ύδωρ | Wasserbedarf |
life.sc., agric. | ανάγκαι εις ύδωρ αποπλύσεως | Auswaschbedarf |
chem. | ανάλυση εις διπλούν | Zweitanalyse |
mech.eng., construct. | αναβαθμός τύπου κλειστού αγωγού μετ'ασπίδος διασπάσεως φορτίου εις την έξοδον | Absturzrohr mit Tauchwandauslass |
fin. | αναλήψεις υποχρεώσεων εις βάρος του οικονομικού έτους | zu Lasten des Haushaltsjahres gebundene Mittel |
fin. | αναλήψεις υποχρεώσεων εις βάρος των διαθεσίμων πιστώσεων υποχρεώσεων | Mittelbindungen zu Lasten der verfügbaren Verpflichtungsermächtigungen |
coal., met. | αντίστασις εις τον κερματισμόν | Stueckfestigkeit |
coal., met. | αντίστασις εις τον κερματισμόν δια κρούσεως | Sturzfestigkeit |
coal., met. | αντοχή εις θλίψιν | Druckfestigkeit |
fin. | αξιόγραφο εις τον κομιστή | Inhabertitel |
fin. | αξιόγραφο εις τον κομιστή | Inhaberpapier |
econ. | απάτη εις βάρος της ΕΕ | Betrug zu Lasten der EU |
demogr., construct. | αποζημίωση απαλλοτριώσεων εις είδος | Ersatzlandbeschaffung |
agric. | αποθηκεύω εις σιλό | einsilieren |
agric. | αποθηκεύω εις σιλό | einmieten |
agric. | αποκορυφωμένο γάλα εις κόνιν | Magermilchpulver |
agric. | αποξηραμένος εις τον αέρα | luftgetrocknet |
account. | αποτελέσματα εις νέο-υπόλοιπο κερδών χρήσεως εις νέο ή υπόλοιπο ζημιών χρήσεως εις νέο | Gewinnvortrag/Verlustvortrag |
account. | αποτελέσματα μεταφερόμενα "εις νέον"; αποτελέσματα εκ μεταφοράς | Ergebnisvortrag |
med. | αποτελέσματα οφειλόμενα εις την θερμικήν ενέργειαν του λουτρού | thermischer Badeeffekt |
med. | αποτελέσματα οφειλόμενα εις την οσμωτικήν ενέργειαν του λουτρού | osmotischer Badeeffekt |
law, fin. | από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη | gesamtschuldnerische Haftung |
law, fin. | από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη | Solidarhaftung |
coal., met. | απόδοσις εις οπτάνθρακα | Koksausbringen |
coal., met. | απόδοσις εις οπτάνθρακα | Koksausbeute |
life.sc., construct. | απόδοσις εφαρμογής ύδατος εις αγρόν | Wirkungsgrad der Wassergabe auf einem Grundstueck |
gen. | αρ?ές πρoστασίας δεδoμέvωv | Datenschutzaufsichtsbehörden |
nat.sc., agric. | αραβινογαλακτάνη,πολυολοσίδιον το οποίον συναντάται εις ορισμένα ξύλα,κυρίως εις ορισμένα είδη λάρυκος | Arabinogalaktan |
gen. | αρχεία δεδoμέvωv της Ευρωπόλ | Europol-Dateien |
gen. | αρχείο δεδoμέvωv εργασίας | Arbeitsdateien |
IT | Αρχείο εις διπλούν | kopierte Datei |
nat.sc., life.sc. | ασβεστόφιλος,αναπτυσσόμενος εις ασβεστούχον έδαφος | calciphil |
nat.sc., life.sc. | ασβεστόφοβον,αυξανόμενον εις όξινα εδάφη | kalkfeindliche Plfanz |
nat.sc., life.sc. | ασβεστόφοβον,αυξανόμενον εις όξινα εδάφη | calciphob |
life.sc., agric. | ασβεστώδες έδαφος εις το οποίο έχει γίνει έκπλυσις του ανθρακικού οξέος | Pedocal |
unions. | Ασφάλειας Δεδoμέvωv | Datensicherheit |
construct. | ασφαλτική ανάμιξις εις εργοστάσιον | Mischen in Anlagen |
construct. | ασφαλτική ανάμιξις εις εργοστάσιον | Anlagemischung |
IT | Αύξηση εις άπειρον | Fluxion |
life.sc., agric. | βέλτισται ανάγκαι εις αρδευτικόν ύδωρ | optimaler Bewaesserungsbedarf |
life.sc., agric. | βέλτισται ανάγκαι εις ύδωρ | optimaler Wasserbedarf |
med. | βαγάσωσις,πνευμονοπάθεια οφειλομένη εις την εισπνοήν της κόνεως BAGASSE | Bagasse-Staublunge |
med. | βαγάσωσις,πνευμονοπάθεια οφειλομένη εις την εισπνοήν της κόνεως BAGASSE | Bagassose |
med. | βαγάσωσις,πνευμονοπάθεια οφειλομένη εις την εισπνοήν της κόνεως BAGASSE | Zuckerrohrkrankheit |
med. | βαγάσωσις,πνευμονοπάθεια οφειλομένη εις την εισπνοήν της κόνεως BAGASSE | Bagassosis |
med. | βαγάσωσις,πνευμονοπάθεια οφειλομένη εις την εισπνοήν της κόνεως BAGASSE | Bagasscosis |
med. | βακιλλαιμία,ανάπτυξις βακίλλων εις το αίμα | Bazillaemie |
nat.res. | βανέσσα η Iώ | Tagpfauenauge (Inachis io, Nymphalis io, Nymphalis io geisha, Vanessa io) |
agric. | βλάβες εις το κάμβιον λόγω πυρκαϊάς | Brandwunde |
med. | βλάβη οργανισμών οφειλομένη εις αλλαγήν της ατμοσφαιρικής ή της υδροστατική ς πιέσεως | Barotrauma |
econ. | βοήθεια εις είδος | Naturalhilfe |
med. | βυσσίνωσις ή βαμβακίτις πνευμονοκονίωσις οφειλομένη εις εισπνοήν κόνεως βά μβακος ή λίνου | Baumwollschaedigung |
agric. | γάλα εις κόνιν | Vollmilchpulver |
agric. | γάλα εις κόνιν | Milchpulver |
transp., construct. | γέφυρα μετά δοκών εις ύψος στηθαίου | offene Fachwerkbruecke |
construct. | γέφυρα προσπελάσεως εις αγρόκτημα | Farmbruecke |
agric., mech.eng. | γερανός περιστρεφόμενος επί μεγάλου οριζοντίου τροχού εις την βάσιν του | Derrick |
agric., mech.eng. | γερανός περιστρεφόμενος επί μεγάλου οριζοντίου τροχού εις την βάσιν του | Bohrturm |
med. | γονείς οι οποίοι λαμβάνουν μέρος εις τας διασταυρώσεις συνεχιζομένης επιλογής | Rückkreuzungselter |
bank., fin. | γραμμάτιο εις διαταγήν | eigener Wechsel |
bank., fin. | γραμμάτιο εις διαταγήν | Solawechsel |
bank., fin. | γραμμάτιο εις διαταγήν | Schuldschein |
bank., fin. | γραμμάτιο εις διαταγήν | Eigenwechsel |
gen. | Γραφείo Καταστoλής Ναρκωτικώv τωv Ηvωμέvωv Πoλιτειώv της Αμερικής | USA-Rauschgiftbehörde |
fin. | δάvειo αvαφoράς | gängige Emissionsart |
fin. | δάvειo αvαφoράς | Benchmark-Emission |
fin. | δάvειo κυμαιvόμεvoυ επιτoκίoυ με αvώτατo όριo επιτoκίoυ | zinsvariable Anleihe mit Zinsobergrenze |
fin. | δάvειo κυμαιvόμεvoυ επιτoκίoυ με oρoφή επιτoκίoυ | zinsvariable Anleihe mit Zinsobergrenze |
gen. | Δήλωση "αναγνωρίσεως του δικαιώματος ναυτικής σημαίας εις τα στερούμενα θαλασσίας εξόδου κράτη" | Erklärung über die Anerkennung des Flaggenrechts der Staaten ohne Meeresküste |
crim.law. | δήμευση εις χείρας τρίτου | Dritteinziehung |
fin. | δαπάνη εις βάρος του προϋπολογισμού | Ausgabe zu Lasten des Haushaltsplans |
nat.sc., agric. | δασικόν έντομον το οποίον ανοίγει στοέές εις υγρόν ξύλον | Scheinbockkäfer (Nacerda melanura) |
med. | δερμάτινος νάρθηξ τοποθετούμενος εις το ύψος της πυέλου | Beckenkorb |
med. | δερματίτις από υπερευαισθησίαν εις τα ιχνοστοιχεία του ιαματικού λουτρού | Badedermatitis |
earth.sc. | διάχυσις των αερίων προϊόντων σχάσεων εις το διάκενο | Diffundieren von Spaltproduktgasen zum Spalt |
agric., construct. | διαβροχή οργανικών υλικών προστιθεμένων εις εκτάσεις εμπλουτισμού | Einarbeitung |
IT | διαγνωστική εις βάθος | modellbasierte Diagnose |
gen. | δια?είριση βάσης δεδoμέvωv | Datenbankverwaltung |
gen. | διαιρεμένο εις δύο εντελώς ανεξάρτητα συστήματα | in zwei gaenzlich unabhaengige Systeme geteilt |
gen. | διαιρεμένο εις δύο εντελώς ανεξάρτητα συστήματα | in zwei gaenzlich unabhaengige Systeme aufgeteilt |
coal. | διακρίνομεν τα μέτωπα εκμεταλλεύσεως εις προχωρούν και οπισθοχωρούν | man unterscheidet streichenden Abbau und Rueckbau |
nat.sc., agric., industr. | διαπότιση ξύλου εις βάθος | superkritische Holzimprägnierung |
gen. | διατάξεις πρoστασίας δεδoμέvωv | Datenschutzmaßnahmen |
earth.sc. | διαχέω εις μέσον | eindiffundieren |
earth.sc. | διαχέω εις μέσον | durchdiffundieren |
transp., polit. | διεθνές πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά επικινδύνων ουσιών εις χύμα | Internationales Zeugnis über die Eignung zur Beförderung gefährlicher Chemikalien als Massengut |
transp., environ. | διεθνές πιστοποιητικό πρόληψης της ρύπανσης για τη μεταφορά επιβλαβών υγρών ουσιών εις χύμα | Internationales Zeugnis über die Verhütung von Verschmutzung bei der Beförderung schädlicher flüssiger Stoffe als Massengut |
transp., mil., grnd.forc. | Διεθνής Σύμβαση "αφορώσα εις την μεταφοράν εμπορευμάτων διά σιδηροδρόμων"; Διεθνής Σύμβαση για τη σιδηροδρομική μεταφορά εμπορευμάτων | Internationales Übereinkommen über den Eisenbahnfrachtverkehr |
transp. | Διεθνής Σύμβαση "αφορώσα εις την μεταφοράν επιβατών και αποσκευών διά σιδηροδρόμων" | Internationales Übereinkommen über den Eisenbahn- Personen- und Gepäckverkehr |
min.prod. | Διεθνής Σύμβαση "περί ενοποιήσεως κανόνων τινών αφορώντων εις τα αρμόδια διά την επίλυσιν ιδιωτικών διαφορών εκ συγκρούσεως πλοίων δικαστήρια" | Internationales Übereinkommen zur Vereinheitlichung von Regeln über die zivilgerichtliche Zuständigkeit bei Schiffszusammenstössen |
chem. | διεισδυτικότητα εις κώνον μετά μάλαξιν | Walkpenetration |
chem. | διεισδυτικότητα εις κώνον μετά μάλαξιν | Walk-Konuspenetration |
gen. | διευκoλύvσεις επικoιvωvίας | Kommunikationssysteme |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα εις γάμον' δικαίωμα γάμου | Recht auf Eheschließung |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα εις την ζωήν | Recht auf Leben |
agric., industr., construct. | δοκίμιον ελέγχου περιεκτικότητος εις υγρασίαν | Holzfeuchteprobe |
industr., construct., chem. | Δοκιμή αντοχής εις αλκάλια | Alkalibeständigkeitsprüfung |
med. | δοκιμασία BARKER,δοκιμασία ανοχής εις την ηπαρίνην | Barker Probe |
tech., construct. | δόσις αρδεύσεως εκπεφρασμένη εις ύψος ύδατος | Bewaesserungsnorm |
tech., construct. | δόσις αρδεύσεως εκπεφρασμένη εις ύψος ύδατος | Bewaesserungshoehe |
nat.sc., agric. | είδος εις προοδευτικήν εξέλιξιν | zunehmende Pflanzenart |
med. | είσοδος ασθενούς εις νοσοκομείον προς νοσηλείαν | Asylierung |
law | εγγύηση εις oλόκληρov | Solidarbürge |
law | εγγύηση εις oλόκληρov | Mitbürge |
med. | εγκαρσία προβολή της κεφαλής του εμβρύου εις το κέντρον της πυέλου | Beckenmittenquerstand |
construct. | εγκατάστασις ενσωματώσεως εις βουτέμιον | Bituminieranlage |
environ. | εγκληματικότητα εις βάρος του περιβάλλοντος | Umweltkriminalität |
environ. | εγκληματικότητα εις βάρoς τoυ περιβάλλovτoς | Umweltverbrechen |
environ. | εγκληματικότητα εις βάρoς τoυ περιβάλλovτoς | Umweltkriminalität |
gen. | Εθvική Υπηρεσία Εγκληματoλoγικώv Ερευvώv τoυ ΗΒ | Nationale Zentralstelle |
law, h.rghts.act. | ειδικό πρόγραμμα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, νέων και γυναικών και την προστασία των θυμάτων και των ομάδων κινδύνου | Programm zur Verhütung und Bekämpfung von Gewalt gegen Kinder, Jugendliche und Frauen sowie zum Schutz von Opfern und gefährdeten Gruppen |
law, h.rghts.act. | ειδικό πρόγραμμα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, νέων και γυναικών και την προστασία των θυμάτων και των ομάδων κινδύνου | Programm Daphne III |
IT | εις άτοπον απαγωγή | apagogischer Beweis |
IT | εις άτοπον απαγωγή | indirekter Beweis |
IT | εις άτοπον απαγωγή | Widerspruchsbeweis |
nucl.phys. | εις βάθος άμυνα | gestaffeltes Sicherheitskonzept |
nucl.phys. | εις βάθος άμυνα | mehrschichtiges Sicherheitssystem |
nucl.phys. | εις βάθος άμυνα | in der Tiefe gestaffelte Abwehr |
nucl.phys. | εις βάθος άμυνα | "defence-in-depth" |
gen. | εις βάθος γνώση μιας γλώσσας | gruendliche Kenntnisse in einer Sprache |
transp. | εις βάθος επιθεώρηση | eingehende Überprüfung |
insur., transp., construct. | εις είδος παροχές ασθένειας ή μητρότητας | Sachleistungen bei Krankheit oder Mutterschaft |
transp. | εις εξυψωμένη τοποθέτηση | in Hochlage |
life.sc. | kankar εις κονδύλους | knollenartiger Kankar |
life.sc. | kankar εις κονδύλους | Knollen-Kankar |
fin. | εις ολόκληρον εγγύηση | selbstschuldnerische Buergschaft |
fin. | εις ολόκληρον εγγύηση | Ausfallbuergschaft |
law | εις πίστωση των ανωτέρω | zu Urkund dessen |
fin., IT | εις προσοχήν | die zu benachrichtigende Person/Stelle |
coal. | εις τας κατακρημνίσεις πρέπει να λαμβάνεται υπ'όψιν ο συντελεστής επιπλήσματος | beim Bruchbau muss der Schuettungskoeffizient beachtet werden wichtig bei Bergschadenberechnung |
life.sc. | kankar εις τεμάχια | Block-Kankar |
agric., tech. | εις την βάσιν | an der Basis |
agric., tech. | εις την βάσιν | am Stammende |
agric. | εις το πρέμνον | Unterstand |
agric., tech. | εις το πρέμνον,εις τον τράχηλον,εις το στέλεχος | in Stockhöhe |
agric., tech. | εις το ύψος πρέμνου | am Stumpf |
law, fin. | εκδότης γραμματίου εις διαταγήν | Aussteller eines Orderpapiers |
law, fin. | εκδότης γραμματίου εις διαταγήν | Aussteller eines Eigenwechsels |
law, fin. | εκδότης επιταγής εις διαταγήν | Aussteller eines Orderpapiers |
law, fin. | εκδότης επιταγής εις διαταγήν | Aussteller eines Eigenwechsels |
life.sc. | ελούβιος,ο αναφερόμενος εις εδαφικόν ορίζοντα ο οποίος έχει υποστεί έκπλυσιν | eluvial |
fin., polit. | Tελωνειακή Σύμβαση "περί της παροχής διευκολύνσεων διά την εισαγωγήν εμπορευμάτων προοριζομένων προς επίδειξιν ή χρησιμοποίησιν εις εκθέσεις, πανηγύρεις, συνέδρια ή παρομοίας εκδηλώσεις" | Zollübereinkommen über Erleichterungen für die Einfuhr von Waren, die auf Ausstellungen, Messen, Kongressen oder ähnlichen Veranstaltungen ausgestellt oder verwendet werden sollen |
earth.sc., mech.eng. | ενδεδειγμένη πίεσις εις ακροφύσιον εκτοξευτού | zweckmaessiger Regnerdruck |
fin. | ενοχή εις ολόκληρον | gesamtschuldnerische Haftsummen |
insur., transp., construct. | εντελώς δωρεάν χορήγηση των παροχών εις είδος | vollständig kostenlose Gewährung der Sachleistungen |
med. | εξάνθημα οφειλόμενον εις υδροθεραπείαν | Badeausschlag |
construct. | εξάπλωσις ύδατος εις πλημμυρικά φαινόμενα | Hochwasserableitung |
construct. | εξάπλωσις ύδατος εις πλημμυρικά φαινόμενα | Flussverteilung |
law, patents. | επανάκτηση δικαιώματος' επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση' εις ακέραιον αποκατάστασις | Wiedereinsetzung in den vorigen Stand (restitutio in integrum) |
law, patents. | επανάκτηση δικαιώματος' επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση' εις ακέραιον αποκατάστασις | restitutio in integrum (restitutio in integrum) |
nat.sc., agric. | επανέρχομαι εις αγρίαν κατάστασιν | verwildern |
law | επιδικάζω αποζημίωση εις βάρος της Κοινότητας | Entschädigung zu Lasten der Gemeinschaft zuerkennen |
fin. | επιταγή εις τον κομιστή | Inhaberscheck |
law | επιταγή κατασχέσεως εις χείρας τρίτου | Beschluss über besondere Pfändung bei Drittschuldnern |
UN | Επιτροπή για την εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών | Ausschuss für die Beseitigung der Diskriminierung der Frau |
law, social.sc. | Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος κοινοτικής δράσης σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, νέων και γυναικών και την προστασία των θυμάτων και των ομάδων κινδύνου Δάφνη II | Ausschuss für die Durchführung des Aktionsprogramms der Gemeinschaft zur Verhütung und Bekämpfung von Gewalt gegen Kinder, Jugendliche und Frauen sowie zum Schutz von Opfern und gefährdeten Gruppen Daphne II |
med. | ερυθηματώδης δερματίτις οφειλόμενη εις λεπιδόπτερα | Raupenhaardermatitis |
med. | ερυθηματώδης δερματίτις οφειλόμενη εις λεπιδόπτερα | Raupendermatitis |
gen. | εσχασμένονξύλονεις την διάστασιν | gespalten |
unions. | Εσωτερικής Επικoιvωvίας | Interne Kommunikation |
fin. | ευθύνη εις ολόκληρον | gesamtschuldnerische Haftsummen |
ed. | Ευρωπαϊκή Σύμβαση "περί της ισοτιμίας των διπλωμάτων των παρεχόντων δικαίωμα εγγραφής εις πανεπιστημιακά ιδρύματα" | Europäische Konvention über die Gleichwertigkeit der Reifezeugnisse |
law, patents. | εφ'ώ | zu Urkund dessen |
econ., agric. | εφοδιασμός εις γάλα | Milchversorgung |
construct. | εφοδιασμός εις ύδωρ | Wasserversorgung |
med. | ζάλη οφειλόμενη εις υπερβο λικήν προσπάθειαν | Belastungsschwindel |
gen. | Η παρούσα συνθήκη συμφωνία/σύμβαση εφαρμόζεται, αφενός, στα εδάφη στα οποία εφαρμόζεται-ονται η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό τους όρους που προβλέπει -ουν ουν η συνθήκη αυτή οι συνθήκες αυτές και, αφετέρου, στο έδαφος τ …… | Dieser Vertrag Dieses Abkommen/Übereinkommen gilt für die Gebiete, in denen der Vertrag über die Europäische Union und der Vertrag über die Arbeitsweise der Europäischen Union angewendet wird werden, und nach Maßgabe dieses Vertrags dieser Verträge einerseits, sowie für … andererseits.] |
earth.sc. | θέσις εις κατάστασιν αναρροής 2.εμφάνισις "κρατήρος αλώπεκος" 3.κοίλωμα εξ αποφυσήσεως | Ausblasung |
coal. | θείο που διαμορφούται εις τύπους ή ράβδους | Schwefel zu Stangen oder Broten geformt |
med. | θεωρία της σημασίας του περιβάλλοντος εις την ζωήν | Bedeutungslehre |
ed., lab.law. | θεωρητική εκπαίδευσις εις το ιατρικόν επάγγελμα | aerztliche Berufskunde |
gen. | oιovεί κεφάλαιo | Quasi-Kapital |
gen. | ιδεοληπτικοί ενδοιασμοί και τύψεις που οδηγούν εις ομολογίαν | Beichtskrupel |
life.sc., agric. | ικανότης εις διαθέισμον ύδωρ | Bodenwasserkapazitaet |
econ., fin. | κάλυψη εις ολόκληρον από τον εταίρο | Solidarengagement des Gesellschafters |
market. | κέρδη εις αποθεματικό | den Reserven zugeteilter Gewinn |
busin., labor.org., account. | κέρδη εις νέον | unverteilte Gewinne |
med. | καθετήρ στομάχου καταλήγων εις μπαλλόνι εις το κορυφαίον άκρον | Ballonfilm |
agric. | καλλιέργεια εις αναχώματα | Beetkultur |
med. | καρδιακή ανεπάρκεια οφειλόμενη εις ελονοσίαν | Cardiopaludismus |
med. | καρδιακή υποσυστολή οφειλομένη εις την επίδρασιν των λουτρών | Badeherz |
med. | καρκίνωμα παρατηρούμενον εις αμφοτέρους τους συζύγους | Carcinoma conjugatum |
med. | καρκίνωμα παρατηρούμενον εις αμφοτέρους τους συζύγους | Carcinoma conjugale |
med. | καρκίνωμα παρατηρούμενον εις αμφοτέρους τους συζύγους | Cancer à deux |
mater.sc. | κατάλογος ελέγχου προ της θέσεως εις λειτουργίαν | vorbetriebliche Pruefliste |
law | κατάσχεση εις χείρας τρίτου | Pfändung |
law | κατάσχεση εις χείρας τρίτου | Beschlagnahme zum Zweck der Sicherung |
law | κατάσχεση εις χείρας τρίτου | Arrest |
transp., construct. | κεκλιμένα επίπεδα προσπελάσεως εις γέφυραν | Brueckenrampen |
law, social.sc. | κoιvωvική voμoθεσία | Sozialrecht |
law, social.sc. | κoιvωvικό δίκαιo | Sozialrecht |
commun. | κλήσεις στην ΩMK | Anzahl der Belegungen in der Hauptverkehrsstunde |
commun. | κλήσεις στην ΩMK | Anzahl der Belegungen in der HVStd |
commun. | κλήσεις ΩMK | Anruf in der Hauptverkehrsstunde |
med. | κλόνος εις το σημείο της καθόδου κατά την διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος | Kathodenöffnungstetanus |
med. | κλόνος εις το σημείο της καθόδου κατά την διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος | Kathodenöffnungsklonus |
life.sc., chem. | κορεσμός εις κατιόντα | basische Saettigung |
agric. | κοτόπουλο εις πηκτήν | Huhn in Aspik |
law | κρίvω στι είμαι αvαρμσδιoς | sich für unzuständig erklären |
law | κρίvω στι είμαι αvαρμσδιoς | sich für nicht zuständig erklären |
life.sc., construct. | κρίσιμος υδραυλική κλίσις εις σημείον εισροής εντός φρέατος | kritisches Austrittsgefaelle |
agric., tech. | κυβισμός εις ποδοσανίδας | Brettervermessung |
agric., tech. | κυβισμός εις το τέταρτον χωρίς αφαίρεσιν | Viertelkubierung |
agric., industr., construct. | κυβισμός εις χιλιάδας ποδοσανίδων | Brettervermessung |
agric., tech. | κυβισμός ξυλείας εστοιβαγμένης εις το πρέμνον | Stump scale |
chem. | κόλλα πήζουσα εις μετρίαν θερμοκρασίαν | warm-abbindender Leim |
law | λαθρεμπόριo απειλoύμεvωv ειδώv ζώωv | illegaler Handel mit bedrohten Tierarten |
law | λαθρεμπόριo απειλoύμεvωv φυτικώv ειδώv και φυτικώv απoσταγμάτωv | illegaler Handel mit bedrohten Pflanzen- und Baumarten |
market., fin. | μέρισμα καταβλητέον εις μετρητά ή εις μετοχάς | Dividende nach Wahl des Inhabers |
gen. | μέση περιεκτικότης εις κενό | mittlerer Dampfblasengehalt |
med. | μή τελικός,αναφερόμενος εις ατελή διαχωρισμόν των χρωμοσώμων | atelomitisch |
nat.sc., agric. | μετάβασις εις αγρίαν κατάστασιν | Verwilderung |
med. | μεταβολισμός εις κατάστασιν ετοιμότητος | Bereitschaftsumsatz |
el. | μετασχηματιστής με ρύθμιση εις το τετράγωνο | Querregler |
el. | μετασχηματιστής με ρύθμιση εις το τετράγωνο | Querregel-Transformator |
med. | μετατροπή εις υαλώδη ουσίαν | Hyalinose |
med. | μετατροπή εις υαλώδη ουσίαν | Hyalinisierung |
med. | μετατροπή εις υαλώδη ουσίαν | hyaline Degeneration |
med. | μετατροπή εις υαλώδη ουσίαν | Hyalinisation |
market., fin. | μεταφορά εις αποθεματικά | Rücklagebildung |
market., fin. | μεταφορά εις αποθεματικά | Zuweisung an Rücklage |
market., fin. | μεταφορά εις αποθεματικά | Zuführung zur Rücklage |
market., fin. | μεταφορά εις αποθεματικά | Reservezuweisung |
market., fin. | μεταφορά εις αποθεματικά | Einstellung in Rücklage |
account. | μεταφορά υπολοίπων εις επομένη χρήση | Gewinnvortrag auf neue Rechnung |
account. | μεταφορά υπολοίπων εις επομένη χρήση | Saldovortrag auf neue Rechnung |
account. | μεταφορά υπολοίπων εις επομένη χρήση | Saldoübertrag auf neue Rechnung |
account. | μεταφορά υπολοίπων εις επομένη χρήση | Vortrag auf neue Rechnung |
account. | μεταφορά υπολοίπων εις επομένη χρήση | Saldovortrag |
account. | μεταφορά υπολοίπων εις επομένη χρήση | Gewinnvortrag |
fin. | μετοχή "εις τον κομιστήν" | Inhaberaktie |
gen. | voμoθεσία πρoστασίας δεδoμέvωv | Datenschutzgesetzgebung |
construct. | μονάς ενσωματώσεως εις βουτέμιον | Bituminierstation |
life.sc. | μοραίνες εις αργιλλικόν υπόστρωμα | Ton mit Steinen |
med. | νάρθηξ φορτίσεως οδόντων εις ορισμένην κατεύθυνσιν | Belastungsschiene |
unions. | Νoμικής Υπηρεσίας και Υπηρεσίας Πρoστασίας Δεδoμέvωv | Juristischer Dienst und Datenschutz |
med. | νοσοκομείον με κλίνας διατεθειμένας εις ιατρούς διά ιδιωτικήν πελατείαν | Belegkrankenhaus |
agric. | ξυλεία χαρτοπολτού εστοιβαγμένη εις το πρέμνον | Stumpwood |
coal. | ο άνθραξ διοχετεύεται εις την μονάδα πλύσεως ή εις την μονάδα κοσκινίσεως και πλύσεως | die Kohle geht durch die Nassaufbereitung |
coal., mech.eng. | οι μεταλλικοί κάδοι ανελκύονται εις την επιφάνειαν τη βοηθεία βαρούλκων | die Kuebel werden mittels eines Haspels nach oben gezogen |
el. | ολοκληρωμένη μέτρηση από άκρου εις άκρον | Über-alles-Streckenmessung |
gen. | Ομάδα εμπειρoγvωμόvωv πoυ πρoβλέπεται στo άρθρo 31 της συνθήκης Ευρατόμ | Die in Artikel 31 des Euratomvertrages genannte Sachverständigengruppe |
polit. | Ομάδα τωv Πρασίvωv / Ευρωπαϊκή Ελεύθερη Συμμαχία | Fraktion der Grünen / Freie Europäische Allianz |
fin. | ομολογία "εις τον κομιστήν" | Inhaberschuldverschreibung |
fin. | ομολογία ισχύουσα εις το διηνεκές | Obligation mit unendlicher Laufzeit |
med. | οξεία κολπίτις μέρους ή όλων των κόλπων του προσώπου,οφειλομένη εις τα λου τρά | Badesinusitis |
coal., met. | οπτανθρακοποίησις εις χαμηλήν θερμοκρασίαν | Tieftemperaturverkokung |
coal., met. | οπτανθρακοποίησις εις χαμηλήν θερμοκρασίαν | Schwelung |
earth.sc., mech.eng. | πίεσις εις ακροφύσιον εκτοξευτού | Regnerdruck |
agric., tech. | πίναξ μετατροπής στρογγύλης εις πριστήν ξυλείαν | Rundholztabellen |
law | παράvoμo εμπόριo αvθρωπίvωv oργάvωv και ιστώv | illegaler Handel mit Organen und menschlichem Gewebe |
law | παράvoμη εμπoρία πoλιτιστικώv αγαθώv, συμπεριλαμβαvoμέvωv τωv αρ?αιoτήτωv και τωv έργωv τέ?vης | illegaler Handel mit Kulturgütern, einschließlich Antiquitäten und Kunstgegenstände |
health. | παρέκκλισις οφειλομένη εις το περιβάλλον | umweltbedingte Abweichung |
law, fin. | παρατυπία εις βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού | Unregelmäßigkeit zum Nachteil des Gemeinschaftshaushalts |
law, agric. | παραχώρησις κυριότητος εις αντιστάθμισμα παραιτήσεως νομής από ευρυτέραν έκτασιν | Berechtigungsablösung |
med. | παρουσία ασβεστίου εις το εγκεφαλονωτιαίον υγρόν | Calciorrhachia |
insur., social.sc., sociol. | παροχή εις είδος | Geldentschädigung |
insur., social.sc., sociol. | παροχή εις είδος | Geldleistung |
insur., social.sc., sociol. | παροχή εις είδος | Geldabfindung |
insur., social.sc., sociol. | παροχή εις είδος | Barabfindung |
insur., social.sc., sociol. | παροχή εις είδος | Entschädigung in bar |
insur., social.sc. | παροχή εις είδος | Sachleistung |
insur. | παροχή εις είδος εξαιρετικής σημασίας | Sachleistung von erheblicher Bedeutung |
insur. | παροχή εις χρήμα | Geldleistung |
insur. | παροχή εις χρήμα | Barleistung |
life.sc. | περιεκτικότης εδάφους εις αέρα | Luftgehalt des Bodens |
coal., met. | περιεκτικότης εις αδρανή συστατικά | Anteil an inerten Bestandteilen |
chem. | περιεκτικότης εις κολλοειδή | Kolloidgehalt |
construct. | περιεκτικότης εις λιθότριμμα | Kiesanteil |
coal., met. | περιεκτικότης εις πτητικά | Gehalt an Fluechtigen Bestandteilen |
coal., met. | περιεκτικότης εις τέφραν | Aschegehalt |
gen. | περιεκτικότης εις υγρασίαν | Wassergehalt |
earth.sc. | περιεκτικότης εις ύδωρ | Bodenfeuchte |
life.sc. | περιεκτικότης εις ύδωρ εις 15 ατμοσφαίρας | fuenfzehn-Atmosphaeren-Wassergehalt |
insur., transp., construct. | περιοδική παροχή εις χρήμα | regelmässige Geldleistungen |
fin. | περιορισμός εις την διανομήν των μερισμάτων | Dividendsperre |
fin. | περιορισμός εις την διανομήν των μερισμάτων | Dividendenstop |
market., fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο εις τον κομιστή αντί μετοχών,εμφαίνον την έκτασιν των δικαιωμάτων του κατόχου επί της εταιρικής περιουσίας | Inhaber PS |
market., fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο εις τον κομιστή αντί μετοχών,εμφαίνον την έκτασιν των δικαιωμάτων του κατόχου επί της εταιρικής περιουσίας | Inhaber Partizipationsschein |
market., fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο εις τον κομιστή αντί μετοχών,εμφαίνον την έκτασιν των δικαιωμάτων του κατόχου επί της εταιρικής περιουσίας | auf den Inhaber lautender Partizipationsschein |
transp., polit. | πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά επικινδύνων ουσιών εις χύμα | Zeugnis über die Eignung zur Beförderung gefährlicher Chemikalien als Massengut |
transp. | πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά υγροποιημένων αερίων εις χύμα | Zeugnis über die Eignung zur Beförderung verflüssigter Gase als Massengut |
agric. | πλήρες γάλα εις κόνιν | Vollmilchpulver |
agric. | πλήρες γάλα εις κόνιν | Milchpulver |
el. | πλήρης μέτρηση από άκρου εις άκρον | Über-alles-Streckenmessung |
transp., construct. | πλαξ προσπελάσεως εις οδόστρωμα | Strassenanschlussplatte |
insur. | πληρώ τις προϋποθέσεις γενέσεως του δικαιώματος παροχών εις είδος | die Voraussetzungen für den Anspruch auf Sachleistungen erfüllen |
fin. | πληρώσετε εις | Kreditinstitut des Begünstigten |
transp., nautic. | πλοίο μεταφοράς φορτίου εις χύμα; φορτηγό πλοίο για τη μεταφορά εμπορευμάτων χύμα | Massengüterschiff |
transp., nautic. | πλοίο μεταφοράς φορτίου εις χύμα; φορτηγό πλοίο για τη μεταφορά εμπορευμάτων χύμα | Massengutfrachter, Massengutschiff |
health. | πνευμονοκονίωσις οφειλόμενη εις την ειπνοήν κόνεως βαρίου | Barytose |
mun.plan. | ποάνθραξ χρησιμοποιούμενος εις τα λουτρά | Badetorf |
mun.plan. | ποάνθραξ χρησιμοποιούμενος εις τα λουτρά | Bademoor |
stat., transp. | ποσοστόν ΙΧ οχημάτων εις σύνθεσιν μετακινήσεων | Pkw-Anteil |
life.sc. | ποταμός υποκείμενος εις παλιρροίας | Tidefluss |
agric., industr., construct. | πρίσις εις παραλλήλους πλάκας | Langschneiden |
fin. | πραγματοποιηθείσες πληρωμές εις βάρος του οικονομικού έτους | zu Lasten des Haushaltsjahres geleistete Zahlungen |
gen. | πρoηγμέvα συστήματα επικoιvωvίας | fortgeschrittene Kommunikationssysteme |
nat.sc. | προσαρμογή εις την θερμότητα | Hitze-Haerte |
health. | προσαρμογή εις το ψύχος | Kaeltehaerte |
agric. | προσθέτω νερό εις το γάλα | panschen |
social.sc. | Προσωρινή Ευρωπαϊκή Συμφωνία "αφορώσα εις τα συστήματα κοινωνικής ασφαλείας τα σχετικά με το γήρας, την αναπηρίαν και τους επιζώντας" | Vorläufiges Europäisches Abkommen über die Systeme der Sozialen Sicherheit für den Fall des Alters, der Invalidität und zugunsten der Hinterbliebenen |
social.sc. | Προσωρινή Ευρωπαϊκή Συμφωνία "αφορώσα εις την κοινωνικήν ασφάλειαν, εξαιρουμένων των τομέων του γήρατος, της αναπηρίας και των επιζώντων" | Vorläufiges Europäisches Abkommen über Soziale Sicherheit unter Ausschluss der Systeme für den Fall des Alters, der Invalidität und zugunsten der Hinterbliebenen |
met. | προφιλέ σε σχήμα Ω | Zores-Profil |
environ. | πρoστασία δεδoμέvωv | Datenschutz |
unions. | Πρoστασίας Δεδoμέvωv | Datenschutz |
unions. | Πρoσωπικoύ, Εκπαίδευσης και Κoιvωvικής πρόvoιας αvθρώπιvo δυvαμικό | Personal, Schulung und Sozialangelegenheiten Humanressourcen |
social.sc. | Πρωτοβουλία ΔΑΦΝΗ - Μέτρα για την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών | Initiative DAPHNE - Massnahmen zur Bekämpfung von Gewalt gegen Kinder, Jugendliche und Frauen |
commer., polit., fin. | Πρωτόκολλο Αννεσύ "περί προσχωρήσεως εις την Γενικήν Συμφωνίαν Δασμών και Εμπορίου" | Protokoll von Annecy über die Bedingungen für den Beitritt zu dem Allgemeinen Zoll- und Handelsabkommen |
int. law. | Πρωτόκολλο "αφορών εις την νομικήν κατάστασιν των προσφύγων" | Protokoll über die Rechtsstellung der Flüchtlinge |
h.rghts.act. | Πρωτόκολλο "αφορών εις την νομικήν κατάστασιν των προσφύγων" | New Yorker Protokoll |
environ. | Πρωτόκολλο "αφορών εις την συνεργασίαν διά την καταπολέμησιν της ρυπάνσεως της Μεσογείου Θαλάσσης υπό πετρελαίου και άλλων επιβλαβών ουσιών εις περιπτώσεις επειγούσης ανάγκης" | Protokoll über die Zusammenarbeit bei der Bekämpfung der Verschmutzung des Mittelmeers durch Öl und andere Schadstoffe in Notfällen |
gen. | Πρωτόκολλο "θέτοντος υπό διεθνή έλεγχο φάρμακα τινά μη προβλεπόμενα υπό της Συμβάσεως της 13ης Ιουλίου 1931 δια τον περιορισμόν της βιομηχανικής παρασκευής και ρύθμισιν της διανομής των ναρκωτικών, τροποποιηθείσης υπό του υπογραφέντος εις Λέικ Σαξές την 11 Δεκεμβρίου 1946 Πρωτοκόλλου" | Protokoll zur internationalen Überwachung von Stoffen, die von dem Abkommen vom 13. Juli 1931 zur Beschränkung der Herstellung und zur Regelung der Verteilung der Betäubungsmittel, geändert durch das am 11. Dezember 1946 in Lake Success unterzeichnete Protokoll, nicht erfasst werden |
ed., UN | Πρωτόκολλο "ιδρύον Επιτροπήν Συνδιαλλαγής και Καλών Υπηρεσιών, υπεύθυνον διά την επιδίωξιν διευθετήσεως οιωνδήποτε διαφορών δυναμένων να εμφανισθούν μεταξύ των κρατών μελών της Συμβάσεως κατά των διακρίσεων εις την εκπαίδευσιν" | Protokoll über die Errichtung einer Schlichtungs- und Vermittlungskommission zur Beilegung möglicher Streitigkeiten zwischen den Vertragsstaaten des Übereinkommens gegen Diskriminierung im Unterrichtswesen |
social.sc. | Πρωτόκολλο "προσηρτημένον εις την Προσωρινήν Ευρωπαϊκήν Συμφωνίαν την αφορώσαν τα συστήματα κοινωνικής ασφαλείας τα σχετικά με το γήρας, την αναπηρίαν και τους επιζώντας" | Zusatzprotokoll zum Vorläufigen Europäischen Abkommen über die Systeme der Sozialen Sicherheit für den Fall des Alters, der Invalidität und zugunsten der Hinterbliebenen |
social.sc. | Πρωτόκολλο "προσηρτημένον εις την Προσωρινήν Ευρωπαϊκήν Συμφωνίαν την αφορώσαν την κοινωνικήν ασφάλειαν, εξαιρουμένων των τομέων του γήρατος, της αναπηρίας και των επιζώντων" | Zusatzprotokoll zu dem Vorläufigen Europäischen Abkommen über Soziale Sicherheit unter Ausschluss der Systeme für den Fall des Alters, der Invalidität und zugunsten der Hinterbliebenen |
transp., avia. | "Πρωτόκολλον τροποποιήσεως της υπογραφείσης εις Βαρσοβίαν την 12ην Οκτωβρίου 1929 συμβάσεως περί ενοποιήσεως κανόνων τινων σχετικών προς την διεθνή δι' αέρος μεταφοράν" | Protokoll zur Änderung des Abkommens zur Vereinheitlichung von Regeln über die Beförderung im internationalen Luftverkehr, unterzeichnet in Warschau am 12. Oktober 1929 |
social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης Πρόγραμμα Δάφνη, 2000-2003 περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών | Programm DAPHNE |
h.rghts.act., social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης πρόγραμμα Δάφνη, 2000-2003 περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών | Aktionsprogramm 2004-2008 der Gemeinschaft zur Verhütung und Bekämpfung von Gewalt gegen Kinder, Jugendliche und Frauen sowie zum Schutz von Opfern und gefährdeten Gruppen Programm DAPHNE II |
h.rghts.act., social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης πρόγραμμα Δάφνη, 2000-2003 περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών | Programm DAPHNE II |
h.rghts.act., social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης πρόγραμμα Δάφνη, 2000-2003 περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών | Programm Daphne III |
h.rghts.act., social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης πρόγραμμα Δάφνη, 2000-2003 περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών | Spezifisches Programm 2007-2013 zur Verhütung und Bekämpfung von Gewalt gegen Kinder, Jugendliche und Frauen sowie zum Schutz von Opfern und gefährdeten Gruppen Programm Daphne III |
social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης Πρόγραμμα Δάφνη, 2000-2003 περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών | Aktionsprogramm der Gemeinschaft über vorbeugende Massnahmen zur Bekämpfung von Gewalt gegen Kinder, Jugendliche und Frauen |
h.rghts.act., social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης 2004-2008 σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, νέων και γυναικών και την προστασία των θυμάτων και των ομάδων κινδύνου πρόγραμμα Δάφνη II | Programm DAPHNE II |
h.rghts.act., social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης 2004-2008 σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, νέων και γυναικών και την προστασία των θυμάτων και των ομάδων κινδύνου πρόγραμμα Δάφνη II | Programm Daphne III |
h.rghts.act., social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης 2004-2008 σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, νέων και γυναικών και την προστασία των θυμάτων και των ομάδων κινδύνου πρόγραμμα Δάφνη II | Spezifisches Programm 2007-2013 zur Verhütung und Bekämpfung von Gewalt gegen Kinder, Jugendliche und Frauen sowie zum Schutz von Opfern und gefährdeten Gruppen Programm Daphne III |
h.rghts.act., social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης 2004-2008 σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, νέων και γυναικών και την προστασία των θυμάτων και των ομάδων κινδύνου πρόγραμμα Δάφνη II | Aktionsprogramm 2004-2008 der Gemeinschaft zur Verhütung und Bekämpfung von Gewalt gegen Kinder, Jugendliche und Frauen sowie zum Schutz von Opfern und gefährdeten Gruppen Programm DAPHNE II |
social.sc. | Πρόσθετο Πρωτόκολλο "εις την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν περί κοινωνικής και ιατρικής αντιλήψεως" | Zusatzprotokoll zu dem Europäischen Fürsorgeabkommen |
market. | πρόσθετον μέρισμα καταβαλλόμενον εις το τέλος της οικονομικής χρήσεως | Schlussdividende |
coal., met. | πτητικά υλικά διαλυτά εις το βενζόλιον | benzolloesliche Stoffe |
med. | πυελικός γύψος με τους μηρούς εις απαγωγήν | Beckenspreizgips |
earth.sc., agric. | πυκνότης εις χλωράν κατάστασιν | Rohdichte bei grünem Holz |
fin. | ρήτρα "εις διαταγήν" | Orderklausel |
agric. | ρίζα,πρέμνον νεκρού δένδρου,κοπέντος εις πολύ ύψος | Stuken |
agric. | ρίζα,πρέμνον νεκρού δένδρου,κοπέντος εις πολύ ύψος | Stumpf |
agric. | ρίζα,πρέμνον νεκρού δένδρου,κοπέντος εις πολύ ύψος | Stubben |
agric. | ρίζα,πρέμνον νεκρού δένδρου,κοπέντος εις πολύ ύψος | Stock |
life.sc., agric. | ρωγμή οφειλόμενη εις την ξηρασία | Trockenriss |
commun., transp. | Σ.Ω.Α | Spitzenstundenfaktor |
unions. | Στήριξης Ερευvώv | Unterstützung bei Ermittlungen |
econ., agric. | στοιχεία κόστους μη εκφραζόμενα εις χρήμα | implizite Kosten |
chem. | συγκέντρωσις εις δευτέριον | Deuteriumkonzentration |
law | συγκατάθεση με δικαίωμα προσφυγής άπαξ εις τα δικαστήρια | Annahme eines Urteils |
law | συγκατάθεση με δικαίωμα προσφυγής άπαξ εις τα δικαστήρια | Annahme einer Entscheidung |
chem. | συγκολλητικόν ανθεκτικόν εις το ύδωρ | wasserdichter Leim |
chem. | συγκολλητικόν ανθεκτικόν εις το ύδωρ | wasserbeständiger Leim |
med. | συγκοπή οφειλόμενη εις βήχα | essentieller Iktus |
med. | συγκοπή οφειλόμενη εις βήχα | Hustensynkope |
med. | συγκοπή οφειλόμενη εις βήχα | Larynxschwindel |
med. | συγκοπή οφειλόμενη εις βήχα | Spasmus glottidis adultorum |
med. | συγκοπή οφειλόμενη εις βήχα | Ventilationskollaps |
med. | συγκοπή οφειλόμενη εις βήχα | essentielle Larynxkrisis oder-epilepsie |
med. | συγκοπή οφειλόμενη εις βήχα | Lipothymia laryngea |
med. | συγκοπή οφειλόμενη εις βήχα | Laryngoplegie |
med. | συγκοπή οφειλόμενη εις βήχα | Hustenschlag |
med. | συγκοπή οφειλόμενη εις βήχα | Halsneurose |
gen. | συμμετέ?ωv πληρoφoριoδότης | beteiligter Informant |
law | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων | Abkommen zwischen der Europäischen Gemeinschaft und ihren Mitgliedstaaten einerseits und der Schweizerischen Eidgenossenschaft andererseits zur Bekämpfung von Betrug und sonstigen rechtswidrigen Handlungen, die ihre finanziellen Interessen beeinträchtigen |
astronaut. | Συμφωνία "περί διασώσεως αστροναυτών, επιστροφής αστροναυτών και επιστροφής αντικειμένων εκτοξευθέντων εις το διάστημα" | Übereinkommen über die Rettung und Rückführung von Raumfahrern sowie die Rückgabe von in den Weltraum gestarteten Gegenständen |
gen. | Συμφωνία "περί συμμετοχής εις τας δαπάνας συντηρήσεως και λειτουργίας της υπηρεσίας περιπολίας κατά των πάγων του βορείου Ατλαντικού | Übereinkommen über die finanziellen Beiträge zum Eiswachdienst im Nordatlantik |
patents. | Συμφωνία "περί της αμοιβαίας διαφυλάξεως του απορρήτου των εφευρέσεων των αφορωσών εις την άμυναν και αίτινες έχουν αποτελέσει αντικείμενον αιτήσεων διπλώματος ευρεσιτεχνίας" | Übereinkommen über die wechselseitige Geheimbehandlung verteidigungswichtiger Erfindungen, die den Gegenstand von Patentanmeldungen bilden |
fin. | συναλλαγματική " εις διαταγήν" | Orderpapier |
transp., construct. | συναρμογή με στρεβλόν τοίχωμα εις σχήμα S | S-foermig verwundener Uebergang |
law, market. | συνεισφορά εις είδος | Sacheinlage |
nucl.phys. | Συνθήκη "περί απαγορεύσεως των δοκιμών πυρηνικών όπλων εις την ατμόσφαιραν, το εκτός της ατμοσφαίρας διάστημα και υπό το ύδωρ" | Vertrag über das Verbot von Kernwaffenversuchen in der Atmosphäre, im Weltraum und unter Wasser |
nucl.phys. | Συνθήκη "περί απαγορεύσεως των δοκιμών πυρηνικών όπλων εις την ατμόσφαιραν, το εκτός της ατμοσφαίρας διάστημα και υπό το ύδωρ" | Moskauer Atomteststop-Abkommen |
gen. | συντάσσω εις διπλούν | zweifach aufstellen |
gen. | συντάσσω εις διπλούν | in zwei Ausfertigungen erstellen |
gen. | συντάσσω εις διπλούν | in zwei Ausfertigungen aufstellen |
agric., tech. | συντελεστής μετατροπής εις ισοδυνάμους μονάδας ζώων | Großvieheinheits-Umrechnungsfaktor |
mech.eng. | συσκευή επιτηρήσεως της ραδιενεργείας των περιεχομένων εις τον αέρα του περιβλήματος σωματιδίων | Ueberwachtungsgeraet fuer Teilchenaktivitaet in der Sicherheitshuellenluft |
med. | συσκευή του GOLGI εις τα ενδοθηλιακά κύτταρα του προσθίου θαλάμου του οφθαλ μού | v.Ballowitz Zentrophormien |
gen. | συστήματα επεξεργασίας δεδoμέvωv | Datenverarbeitungssysteme |
relig. | Σύμβαση "αφορώσα εις τα ληφθησόμενα μέτρα διά την απαγόρευσιν και παρεμπόδισιν της παρανόμου εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως κυριότητος των πολιτιστικών αγαθών" | Übereinkommen über Massnahmen zum Verbot und zur Verhütung der rechtswidrigen Einfuhr, Ausfuhr und Übereignung von Kulturgut |
hobby | Σύμβαση "αφορώσα εις τελωνειακάς διευκολύνσεις διά τον τουρισμόν" | Abkommen über die Zollerleichterungen im Touristenverkehr |
gen. | Σύμβαση "αφορώσα εις την μείωσιν των περιπτώσεων ανιθαγενείας" | Übereinkommen zur Verringerung der Fälle von Staatenlosigkeit |
gen. | Σύμβαση "διά την μερικήν αναθεώρησίν των, υπό της Γενικής Συνδιασκέψεως της Διεθνούς Οργανώσεως της Εργασίας γενομένων αποδεκτών συμβάσεων, εις τας 28 πρώτας συνόδους αυτής" | Übereinkommen über die teilweise Abänderung der von der Allgemeinen Konferenz der Internationalen Arbeitsorganisation auf ihren ersten achtundzwanzig Tagungen angenommenen Übereinkommen zur Sicherstellung der künftigen Durchführung bestimmter in den bezeichneten Übereinkommen dem Generalsekretär des Völkerbundes übertragener Kanzleiaufgaben und zur Ausnahme zusätzlicher Abänderungen, die sich durch die Auflösung des Völkerbundes und die Abänderung der Verfassung der Internationalen Arbeitsorganisation als notwendig erwiesen haben |
ed., UN | Σύμβαση "περί απαγορεύσεως των διακρίσεων εις την εκπαίδευσιν" | Übereinkommen gegen Diskriminierung im Unterrichtswesen |
gen. | Σύμβαση "περί αποζημιώσεως λόγω ανεργίας εις περίπτωσιν ναυαγίου" | Übereinkommen über die Gewährung einer Entschädigung für Arbeitslosigkeit infolge von Schiffbruch |
gen. | Σύμβαση "περί βοηθείας εις τρόφιμα" | Internationale Getreide-Übereinkunft von 1967 a) Weizenhandels-Übereinkommen b) Nahrungsmittelhilfe-Übereinkommen |
astronaut., transp. | Σύμβαση "περί διεθνούς ευθύνης διά ζημίας προκαλουμένας εξ αντικειμένων εκτοξευομένων εις το διάστημα" | Übereinkommen über die völkerrechtliche Haftung für Schäden durch Weltraumgegenstände |
fin. | Σύμβαση "περί ενιαίου νόμου επί των συναλλαγματικών και γραμματίων εις διαταγήν" | Abkommen über das Einheitliche Wechselgesetz |
lab.law. | Σύμβαση "περί επιθεωρήσεως εργασίας εις την βιομηχανίαν και το εμπόριον" | Übereinkommen über die Arbeitsaufsicht in Gewerbe und Handel |
social.sc., UN | Σύμβαση "περί ευρέσεως εργασίας εις ναυτικούς" | Übereinkommen über Arbeitsvermittlung für Schiffsleute |
fin. | Σύμβαση "περί κανονισμού συγκρούσεων τινών νόμων επί συναλλαγματικών και γραμματίων εις διαταγήν" | Abkommen über Bestimmungen auf dem Gebiet des internationalen Wechselprivatrechts |
gen. | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας των ανηλίκων εις τας βιομηχανικάς εργασίας" | Übereinkommen über das Mindestalter für die Zulassung von Kindern zur gewerblichen Arbeit |
transp., nautic. | Σύμβαση "περί μετατροπής των εμπορικών σκαφών εις πολεμικά" | Übereinkommen über die Umwandlung von Kauffahrteischiffen in Kriegsschiffe |
social.sc., empl. | Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας των παιδιών εις την βιομηχανίαν" | Übereinkommen über die Nachtarbeit der Jugendlichen im Gewerbe |
fin., polit. | Σύμβαση "περί ονοματολογίας προς κατάταξιν των εμπορευμάτων εις τα τελωνειακά δασμολόγια"; Σύμβαση των Βρυξελλών | Abkommen über das Zolltarifschema für die Einreihung der Waren in die Zolltarife |
fin., polit. | Σύμβαση "περί ονοματολογίας προς κατάταξιν των εμπορευμάτων εις τα τελωνειακά δασμολόγια"; Σύμβαση των Βρυξελλών | Abkommen von Brüssel |
social.sc. | Σύμβαση "περί περιορισμού των ωρών εργασίας εν ταις βιομηχανικαίς επιχειρήσεσιν εις 8 καθ'ημέραν και 48 καθ'εβδομάδα" | Übereinkommen über die Begrenzung der Arbeitszeit in gewerblichen Betrieben auf acht Stunden täglich und achtundvierzig Stunden wöchentlich |
gen. | Σύμβαση "περί προστασίας εκ των κινδύνων δηλητηριάσεως των οφειλομένων εις το βενζόλιον" | Übereinkommen über den Schutz vor den durch Benzol verursachten Vergiftungsgefahren |
nucl.phys. | Σύμβαση "περί της αστικής ευθύνης εις τον τομέα της πυρηνικής ενεργείας" | Übereinkommen über die Haftung gegenüber Dritten auf dem Gebiet der Kernenergie |
nucl.phys. | Σύμβαση "περί της αστικής ευθύνης εις τον τομέα της πυρηνικής ενεργείας" | Pariser Übereinkommen |
nucl.phys. | Σύμβαση "περί της αστικής ευθύνης εις τον τομέα της πυρηνικής ενεργείας" | Pariser Atomhaftungs-Übereinkommen |
social.sc. | Σύμβαση "περί της εβδομαδιαίας αναπαύσεως εις το εμπόριον και τα γραφεία" | Übereinkommen über die wöchentliche Ruhezeit im Handel und in Büros |
social.sc. | Σύμβαση "περί της ιατρικής εξετάσεως ικανότητος των παιδιών και νεαρών προσώπων δι'απασχόλησιν εις τας μη βιομηχανικάς εργασίας" | Übereinkommen über die ärztliche Untersuchung der Eignung von Kindern und Jugendlichen zu nichtgewerblichen Arbeiten |
social.sc. | Σύμβαση "περί της ιατρικής εξετάσεως της ικανότητος των νεαρών προσώπων δι'απασχόλησιν εις υπογείους εργασίας εις τα ορυχεία" | Übereinkommen über die ärztliche Untersuchung Jugendlicher im Hinblick auf ihre Eignung zur Beschäftigung bei Untertagearbeiten in Bergwerken |
social.sc. | Σύμβαση "περί της ιατρικής εξετάσεως της ικανότητος των παιδιών και των νεαρών προσώπων δι'απασχόλησιν εις την βιομηχανίαν" | Übereinkommen über die ärztliche Untersuchung der Eignung von Kindern und Jugendlichen zur Arbeit im Gewerbe |
gen. | Σύμβαση "περί της προσαρμογής εις τον κατά θάλασσαν πόλεμον των αρχών της Συμβάσεως της Γενεύης" της 6ης Ιουλίου 1906 | Abkommen betreffend die Anwendung der Grundsätze des Genfer Abkommens auf den Seekrieg vom 6. Juli 1906 |
social.sc. | Σύμβαση "περί του κατωτάτου ορίου ηλικίας εισόδου εις την απασχόλησιν" | Übereinkommen über das Mindestalter für die Zulassung zur Beschäftigung |
agric. | Σύμβαση περί του κατωτάτου ορίου ηλικίας εισόδου εις την απασχόλησιν | Übereinkommen über das Alter für die Zulassung von Kindern zur Arbeit in der Landwirtschaft |
gen. | Σύμβαση "περί χρησιμοποιήσεως γυναικών εις υπογείους εργασίας μεταλλείων πάσης κατηγορίας" | Übereinkommen über die Beschäftigung von Frauen bei Untertagearbeiten in Bergwerken jeder Art |
gen. | Σύμβαση της Γενεύης "περί βελτιώσεως της τύχης των τραυματιών και των ασθενών εις τας εν εκστρατεία ενόπλους δυνάμεις" | I. Genfer Abkommen |
gen. | Σύμβαση της Γενεύης "περί βελτιώσεως της τύχης των τραυματιών και των ασθενών εις τας εν εκστρατεία ενόπλους δυνάμεις" | Genfer Abkommen zur Verbesserung des Loses der Verwundeten und Kranken der Streitkräfte im Felde |
mech.eng. | σύμπτυξις ιστίων εις κωνικόν σχήμα | Steuerung |
mech.eng. | σύμπτυξις ιστίων εις κωνικόν σχήμα | Stellvorrichtung |
fin. | τίτλος εις διαταγήν | Orderpapier |
med. | τεΐνη | Thein |
med. | τεΐνη | Koffein |
gen. | τελωvείo | Zollerhebung |
gen. | τελωvείo | Zoll |
fin., polit., social.sc. | Τελωνειακή Σύμβαση "αφορώσα εις το υλικόν ευημερίας το προοριζόμενον διά τους ναυτιλλομένους" | Zollübereinkommen über Betreuungsgut für Seeleute |
commun. | τερματιστής ραδιοσυχνότητας 50 Ω | 50-Ohm-HF-Abschluss |
med. | τεχνική αυξήσεως των αντιθέσεων εις ηλεκτρονικόν μικροσκόπιον | Beschattung |
med. | τεχνική αυξήσεως των αντιθέσεων εις ηλεκτρονικόν μικροσκόπιον | Bedampfung |
construct. | τεχνικόν έργον παροχετεύσεως επιφανειακών υδάτων εις δραίνον | Tagwassereinlauf |
construct. | τεχνικόν έργον παροχετεύσεως επιφανειακών υδάτων εις δραίνον | Schlucker |
el. | το ονομαστικό ρεύμα μιας επαφής εις μόνιμον λειτουργίαν | Kontakt-Dauerstrom |
coal., mech.eng. | το προϊόν αποκενούται επί εσχάρας αποστραγγίσεως και υποβάλλεται εις απόπλυσινξέβγαλμα | das Produkt wird auf ein Entwaesserungssieb aufgegeben und dort bebraust |
med. | τοξικομανής εις τα βαρβιτουρικά | Barbiturist |
agric., tech., construct. | τυριά εις μυλόπετρες σταθερού μεγέθους | Kaese in Standard-Laiben |
mun.plan. | τύρφη χρησιμοποιούμενη εις τα λου τρά | Badetorf |
mun.plan. | τύρφη χρησιμοποιούμενη εις τα λου τρά | Bademoor |
life.sc., construct. | υδραυλική κλίσις εις σημείον εισροής εντός φρέατος | Austrittsgefaelle |
coal., met. | υλικό προσμίξεως εις άνθρακα πτωχής περιεκτικότητος | Magerungsmittel |
law | υπερπροστασία εις βάρος του κοινού | übertriebener Schutz zum Schaden der Allgemeinheit |
law, fin. | υπηρεσίες "παρεχόμενες εις εαυτόν" | an sich selbst geleistete Dienste |
unions. | Υπηρεσιώv Κoιvωvικής Πρόvoιας | Sozialangelegenheiten |
law | υποκατάσταση εις μισθωτήριο συμβόλαιο | Recht des Mieters auf seinen Mietvertrag |
coal. | υποσκαφεύς φέρων εις το οπίσθιον μέρος στοιχείον φορτώσεως | hinter dem Schraemlader ist ein Raeumer befestigt |
earth.sc. | υποχώρησιςβαθούλωμαοφειλομένη εις αιολικήν διάβρωσιν | Windkolk |
gen. | υπoστήριξη και συvτovισμός τωv τρε?oυσώv ερευvώv | Unterstützung und Koordinierung laufender Ermittlungen |
market., fin. | υπόλοιπο εις νέον | Saldovertrag |
market. | υπόλοιπο κερδών εις νέο | Vortrag auf neue Rechnung |
gen. | Eυρωπαϊκή Σύμβαση "περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως έναντι αστικής ευθύνης αφορώσης εις αυτοκίνητα οχήματα" | Europäisches Übereinkommen über die obligatorische Haftpflichtversicherung für Kraftfahrzeuge |
social.sc. | Eυρωπαϊκό έτος κατά της βίας εις βάρος των γυναικών | Europäisches Jahr zur Bekämpfung von Gewalt gegen Frauen |
fin. | φορτωτική "εις διαταγήν" | Orderkonnossement |
market., fin. | φορτωτική στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου ή "εις διαταγήν" | Orderkonnossement |
market., fin. | φορτωτική στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου ή "εις διαταγήν" | Namenskonnossement |
life.sc., construct. | φρέαρ εις έδαφος ουχί προσχωματικόν | nichtalluvialer Brunnen |
life.sc., construct. | φρέαρ εις προσχωματικόν έδαφος | alluvialer Brunnen |
health. | φυσιοθεραπευτής ειδικευμένος εις την υδροθεραπείαν | medizinischer Bademeister |
mater.sc., mech.eng. | φόρτισις εις δύο σημεία | Zwei-Punkt-Last |
mater.sc., mech.eng. | φόρτισις εις δύο σημεία | Vier-Punkt-Last |
coal. | φόρτωσις και εκφόρτωσις του βαγονίου εις και από τον κλωβόν | 2)Schachtbeschickung |
coal. | φόρτωσις και εκφόρτωσις του βαγονίου εις και από τον κλωβόν | 1)Aufstossen und Abziehen der Förderwagen |
health. | Χ.Ω.Σ | Zeit des nutzbaren Bewusstseins |
law | χρηματική αποζημίωση εις βάρος της Κοινότητας | Entschädigung in Geld zu Lasten der Gemeinschaft |
construct. | χρόνος θέσεως εις λειτουργίαν | Anspringzeit |
construct. | χρόνος θέσεως εις λειτουργίαν | Anlaufzeit |
mater.sc., construct. | ψηφιδωτά πλακίδια εις φύλλα | Camette-Fliese |
agric. | ψύκτης γάλακτος εις χύδην | Kühler für Massenmilch |
coal., met. | ψύξις εις ξηράν κατάστασιν | trockene Kokskuehlung |
coal., met. | ψύξις εις ξηράν κατάστασιν | Koks-Trockenkuehlung |
med. | ψύχωσις εκδηλουμένη εις άτομον προσβληθέν υπό της νόσου του BASEDOW | Basedow-Psychose |
med. | όρια αντοχής εις το οργανικόν στρες | Belastungsspielraum |