DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Metallurgy containing Τμήμα | all forms
GreekGerman
άνω τμήμα μηχανήςSchiene
άνω τμήμα μηχανήςTräger
άνω τμήμα μηχανήςHolm
αποκλίνον τμήμα αναμίκτουdivergenter Teil des Injektors
επιπρόσθετο τμήμα μπουκαδούραςEinlegeteil
επιπρόσθετο τμήμα μπουκαδούραςEingussteil
θολωτό τμήμαKuempelteil
κάτω τμήμα του κελύφους της συσκευής ψεκασμούVentilkoerper
κάτω τμήμα του κελύφους της συσκευής ψεκασμούUnterteil des Spritzgehaeusesmit Ventilen
πάνω τμήμα του κελύφους της συσκευής ψεκασμούOberteil des Spritzgehaeuses
συγκλίνον τμήμα αναμείκτουkonvergenter Teil des Injektors
τμήμα έγχυσηςGießhalle
τμήμα αγωγού απαγωγής υψικαμιναερίουHosenrohr
τμήμα γωνίας που χρησιμοποιείται σαν ράβδος συμπίεσης για λεπτότητα κατώτερη του 100Winkelprofile als Druckstaebe fuer Schlankheiten unter lOO
τμήμα ενεργοποίησηςAktivierungszone
τμήμα ενεργοποίησηςAktivierungsstrecke
τμήμα εξαερώσεωςAblueftzone
τμήμα εξαερώσεωςAblueftstrecke
τμήμα εξατμίσεωςAblueftzone
τμήμα εξατμίσεωςAblueftstrecke
τμήμα κάδωνPfannenwirtschaft
τμήμα κάδωνPfannenplatz
τμήμα μόνον του περλίτη εμφανίζει μορφή από εναλλασόμενες λωρίδεςder Perlit ist nur zum Teil streifig
τμήμα ξεκαλουπώματοςStripperhalle
τμήμα ΟSegment O
τμήμα ΟStützgerüst O
τμήμα ΟSegment 1
τμήμα ταχείας αντικατάστασηςSchnellwechselstand
τμήμα ταχείας αντικατάστασηςSchnellwechseleinrichtung