DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing Περίοδος | all forms
GreekGerman
ελάχιστη περίοδος απόσβεσης επένδυσηςMinimalzeit zur Wiedererlangung der Investition
μεταβατική περίοδοςÜberleitungsphase
μισθολογική περίοδοςLohnberechnungszeitraum
μισθολογική περίοδοςLohnzeitraum
μισθολογική περίοδοςLohnperiode
μισθολογική περίοδοςLohnberechnungsperiode
νεκρή περίοδοςZeit geringen Arbeitsanfalls
νεκρή περίοδοςstille Zeit
νεκρή περίοδοςZeit geringer Auslastung der Arbeitskräfte
νεκρή περίοδοςFlaute
νομοθετημένη περίοδος παραγραφήςVerjährung
περίοδος αιχμήςHochbetrieb
περίοδος αιχμήςStoßbetrieb
περίοδος αιχμήςArbeitsspitze
περίοδος αμειβόμενης απόσπασηςgezahlte Freistellung
περίοδος απασχόλησηςBeschaeftigungszeit
περίοδος ασφάλισηςVersicherungszeit
περίοδος διακοπής της εργασίαςDauer der Arbeitsunfähigkeit
περίοδος διακοπώνUrlaubszeit
περίοδος διακοπώνUrlaubsperiode
περίοδος εδαφικής προστασίαςDauer des Gebietsschutzes
περίοδος ειδοποιήσεως για τη λήξη της συμβάσεωςKuendigungsfrist
περίοδος επαγγελματικής εκπαίδευσηςAusbildungslehrgang
περίοδος ισχύος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίαςPatentdauer
Περίοδος κλεισίματος περίοδος παύσηςSperrungszeit
περίοδος μαθήτευσηςLehrzeit
περίοδος μεταφοράς σε επόμενη φορολογική χρήσηZeitraum für Verlustvortrag
περίοδος προσαρμογήςEinarbeitungszeit
περίοδος στρατιωτικής εκπαίδευσηςWehruebung
περίοδος στρατιωτικής θητείαςmilitärische Wiederholungsübung
περίοδος στρατιωτικής θητείαςWehrübung
περίοδος υπολογισμού ασφάλειαςVersicherungszeit
περίοδος χορήγησης αδειών αναψυχήςUrlaubszeit
περίοδος χορήγησης αδειών αναψυχήςUrlaubsperiode
πρώτη περίοδος βλάστησηςerste Vegetationsperiode
συμπληρωματική περίοδοςZurechnungszeit
τελική περίοδοςEndphase