Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Swedish
Terms
for subject
Construction
containing
Η
|
all forms
|
exact matches only
Greek
German
αναλογικός μεριστής τύπου
Η
.Π.Α.
Proportionalverteiler vom US-Typ
ανασχετική
ή
αποσβεστική ενέργεια ταμιευτήρος
Retention
ανασχετική
ή
αποσβεστική ενέργεια ταμιευτήρος
Hochwasserrueckhaltewirkung eines Staubeckens
απλή σύνδεση σωλήνων χωρίς ταινία
ή
ενίσχυση
einfache Rohrverbindung ohne Verstrebung oder Verstaerkung
βέργα όπου σημειώνεται
η
θέση των πλακιδίων
Latte zum Anlegen der Fliesen
γεώτρησις με σωλήνωσιν διάτρητον
ή
μετ'εγκοπών
Schlitzrohrbrunnen
γεώτρησις με σωλήνωσιν διάτρητον
ή
μετ'εγκοπών
Mantelrohrbrunnen
δικαίωμα κατασκευής κτισμάτων
ή
δουλείας οδού
Genehmigung zum Bau von Gebäuden und Verkehrswegen
επενδεδυμένον
ή
κτιστόν φρέαρ
gemauerter Brunnen
επενδεδυμένον
ή
κτιστόν φρέαρ
ausgekleideter Brunnen
η
προστασία των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική,ιστορική ή αρχαιολογική αξία
der Schutz des nationalen Kulturguts von kuenstlerischem,historischem oder archaeologischem Wert
κατακόρυφο
ή
κεκλιμένο στραγγιστήριο
Kammdrän
κατοικία ενός
ή
δυο ορόφων
Flachbauform
κατοικία ενός
ή
δυο ορόφων
Flachbauten
κατοικία ενός
ή
δυο ορόφων
Flachbauweise
κατοικία ενός
ή
δυο ορόφων
Flachbau
κοίλωμα
ή
φωληά
Senkloch
λιθόρριπτο φράγμα με κατακόρυφο
ή
κεκλιμένο αργιλικό πυρήνα
Steinschüttdamm mit vertikalem Lehmkern
μηχανή σχηματισμού σε τύπους των προκατασκευασμένων στοιχείων από τσιμέντο
ή
σκυρόδεμα
Maschine zum Herstellen von vorgefertigten Zement-oder Betonwaren
παραγωγή οικοδομικών και κατασκευαστικών υλικών από σκυρόδεμα,τσιμέντο
ή
γύψο
Herstellung von Baustoffen aus Beton und Gips sowie von Asbestzementwaren
προσωριναί χονδροσανίδες
ή
δοκίδες ανυψώσεως στέψεως
zeitweiliger Staubohlenverschluss
προσωριναί χονδροσανίδες
ή
δοκίδες ανυψώσεως στέψεως
Behelfs-Bohlensperre
ράβδος συμπιεσμένη από αξονικές τάσεις
ή
τάσεις παράλληλες στον άξονα
axial oder parallel zur Achse gedrueckter Stab
σφραγιστική στρώσις ασφάλτου,υδατόπωμα,στεγανωτικόν παρέμβυσμα,στεγανοποιητκή επικάλυψις
ή
επίχρισμα
wasserabweisender Anstrich
τεμάχιο διπλής
ή
τριπλής υαλόφραξης
Mehrscheiben-Isolierglas
τεχνικόν εισόδου
ή
εξόδου σήραγγος
Stollenportal
τεχνικόν εισόδου
ή
εξόδου σήραγγος
Stolleneingang
υδρογράφημα
ή
καμπύλη παροχών επιφανειακής ροής
Oberflaechenabflussganglinie
φράγμα κτιστόν
ή
εκ σκυροδέματος
Sperrmauer
φράγμα κτιστόν
ή
εκ σκυροδέματος
Mauer
χονδροσανίς
ή
δοκίς υπερυψώσεως στέψεως
Staubrett
χονδροσανίς
ή
δοκίς υπερυψώσεως στέψεως
Staubohle
Get short URL