DictionaryForumContacts

   Greek German
Terms for subject Economy containing Δι | all forms | exact matches only
GreekGerman
εργαζόμενοι δι'ίδιον λογαριασμόνGesamtproduktion
εργαζόμενοι δι'ίδιον λογαριασμόνGesamterzeugung
μέθοδος υπολογισμού μειώσεως αξίας δι'απλής αποσβέσεωςVerfahren der linearen Abschreibung
μέθοδος υπολογισμού μειώσεως αξίας δι'απλής αποσβέσεωςVerfahren der gleichbleibenden Abschreibung
μεταφορά ξυλείας δι' επιπλεύσεωςFlößerei
ψήφος δι' αλληλογραφίαςBriefwahl
ψήφος δι' αντιπροσώπουStimmabgabe durch Vertreter
ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεωςnamentliche Abstimmung
ωλοκληρωμένη λειτουργία δι'απλούν σκοπόνEinzweck-Verbundbetrieb