Subject | Greek | German |
account. | άμεσος καταλογισμός με βάση τις λογισμικές καταχωρήσεις | direkte Zurechnung anhand von Geschäftsbüchern |
econ. | άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση | vorrangige Unterstützung nichtfachlicher Pflegekräfte |
econ. | άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση | Pflegeperson |
social.sc., polit. | έγγραφο οδηγιών της ΔΟΕ σχετικά με τη μέτρηση της εργασίας σε εθελοντική βάση | Handbuch der IAO zur Messung der Freiwilligentätigkeit |
econ. | έκτακτες αποδοχές με βάση την αποδοτικότητα ή τα κέρδη | Ergebnisprämien,Produktivitätszuschläge |
fin. | ίδιοι πόροι "συμπληρωματική βάση" | auf die zusätzliche Bemessungsgrundlage zu erhebender einheitlicher Satz |
gen. | αεροπορική αναπτύξιμη επιχειρησιακή βάση της ΕΕ | EU Air DOB |
gen. | αεροπορική αναπτύξιμη επιχειρησιακή βάση της ΕΕ | verlegbare EU-Einsatzbasis der Luftstreitkräfte |
gen. | αεροπορική αναπτύξιμη επιχειρησιακή βάση της ΕΕ | verlegbare europäische Flugplatzbetriebskomponenten |
life.sc., transp. | αζιμούθιο υπολογισμένο βάση ύψους | Höhenazimut |
med., chem. | αζωτούχα βάση | stickstoffhaltige Verbindung |
med. | αζωτούχος βάση | stickstoffhaltige Base |
chem. | ακριδινική βάση | Acridinbase |
chem. | αλκαλική βάση | Alkalibase |
stat. | αλλάζω βάση | umbasieren |
fin. | αμοιβαίο κεφάλαιο με βάση ορισμένο δείκτη | Index-Fonds |
ed., IT | ανάκτηση με βάση τα συμφραζόμενα | Assoziativ-Retrieval |
insur. | αναλογική κατανομή κερδών με βάση τη συμμετοχή κάθε ασφαλισμένου στα κέρδη | Beitragsmethode |
account. | αναπροσαρμοσμένη βάση | justierte Bemessungsgrundlage |
law, lab.law. | αναπροσαρμόζω το κατώτατο ημερομίσθιο με βάση το κόστος ζωής | den garantierten Mindestlohn an den Lebenshaltungsindex binden |
chem. | ανιλική βάση | Anilinbase |
med. | αντισύλληψη σε ανοσολογική βάση | immunologische Kontrazeption |
earth.sc., mech.eng. | αντλία στηριζόμενη στη βάση του κινητήρα της | Anflansch/pumpe |
earth.sc., mech.eng. | αντλία τοποθετημένη σε κάθετη βάση | Staender/pumpe |
earth.sc., mech.eng. | αντλία τοποθετημένη σε κάθετη βάση | Sockel/pumpe |
earth.sc., mech.eng. | αντλία τοποθετημένη σε κάθετη βάση | Pumpe in Sockelausfuehrung |
agric. | αποζημίωση για απώλεια εισιδήματος με βάση τα θανατούμενα ζώα | Zahlung für Schlachtungen zum Ausgleich der Einkommensverluste |
fin. | από τη βάση στην κορυφή | Bottom-up-Prinzip |
chem. | αρωματική αζωτούχος βάση | aromatische Stickstoffbase |
gen. | ασθενής βάση | weiche Base |
gen. | ασθενής βάση | schwache mittelstarke Base |
gen. | ασθενής βάση | schwache Base |
insur. | ασφάλιση στη βάση της ανακατασκευής | Teilnahme am Wiederaufbau |
econ. | αύξηση της ευημερίας σε μόνιμη βάση | zusätzlicher dauerhafter Wohlstand |
med. | βάση ή σώμα του ινιακού οστού | Pars basilaris ossis occipitalis |
med. | βάση ή σώμα του ινιακού οστού | Pars basialis |
chem., el. | βάση αγκίστρου | Hakenauflager |
law | βάση αγωγής | Klagegrund (causa petendi) |
mun.plan., construct. | βάση αγωγού | Kanalsohle |
gen. | βάση αιτήσεων μετάφρασης | Datenbank für Übersetzungsaufträge |
life.sc., coal. | βάση ανάρτησης θεοδόλιχου από τις κατακόρυφες παρειές | Armaufstellung |
med. | βάση αναβολέα | Steigbügelplatte (basis stapedis) |
earth.sc., life.sc. | βάση αναγωγής | Entzerrungsunterlage |
fin. | βάση αναφοράς | Bezugsgrundlage |
tech., law, nucl.pow. | βάση αναφοράς του σχεδιασμού | Auslegungsbasis |
earth.sc., mech.eng. | βάση αντιδονητική | Schwingmetall |
chem. | βάση αποστάγματος | Destillatbase |
chem. | βάση απόθεσης του αρχικού ελάσματος | Mutterblechkathodenblech |
chem. | βάση αρώματος | Parfuemrohstoff |
life.sc. | βάση βαρόμετρου | Stationsbarometer |
life.sc. | βάση βαρόμετρου | Standbarometer |
gen. | βάση βιβλιογραφικών δεδομένων | Bibliographie-Datenbasis |
med. | βάση γενετικών δεδομένων | Gendatenbank |
life.sc., environ. | βάση για γεωδαισία | Grundlinie |
mun.plan. | βάση για ντους | Duschwanne |
mun.plan. | βάση για ντους | Duchbecken |
gen. | βάση για τον υπολογισμό των μεταβολών | BezugsGroesse fuer die Berechnung der Schwankungsbreiten |
life.sc. | βάση για χωροσταθμικό πήχυ | Sockel fuer Messlatten |
work.fl. | βάση δεδομένων Archis | "Archis" Datenbank |
work.fl., IT | βάση δεδομένων | Datenbestand |
econ. | βάση δεδομένων | Datenbasis |
ed., IT | βάση δεδομένων EURISTOTE | EURISTOTE-Datenbank |
gen. | βάση δεδομένων EQUASYS | Datenbank Equasys |
ed., IT | βάση δεδομένων βίντεο συσχετιστικής προσπέλασης | assoziative Videodatabasis |
agric., construct. | Βάση δεδομένων γεωργικών διαρθρώσεων | Datenbank Landwirtschaftsstrukturen |
earth.sc. | βάση δεδομένων για διατομές από ραδιοεντοπιστή | Datenbasis für Radarquerschnitte |
fin., IT | βάση δεδομένων για πλαστά νομίσματα | Falschgelddatenbank |
gen. | βάση δεδομένων για πλαστά νομίσματα | Falschgeld-Datenbank |
gen. | βάση δεδομένων για πλαστά χαρτονομίσματα | Falschgeld-Datenbank |
fin., med. | βάση δεδομένων για τα έργα βιοτεχνολογίας που χρηματοδοτούνται από δημόσια κεφάλαια | Datenbank öffentlich finanzierter Biotechnologievorhaben |
mater.sc. | βάση δεδομένων για τα ανακυκλώσιμα υλικά | Datenbank über wiederverwertbare Materialien |
earth.sc. | βάση δεδομένων για τα θερμοφυσικά χαρακτηριστικά των ακτινιδώνTHERSYST | Datenbank für thermophysikalische Daten von Aktiniden |
med. | βάση δεδομένων για τις νουκλεοτιδικές αλληλουχίες | Nukleotidsequenz-Datenbank |
commer. | βάση δεδομένων για τις περιοριστικές εμπορικές πρακτικές | Datenbank über die restriktive Handelspraktiken in Drittländern |
law, IT | Βάση δεδομένων ειδικευμένη στο δίκαιο της πληροφορικής | Datenbank über Informationsrecht |
ed., IT | βάση δεδομένων με προσπέλαση εικόνος | Databasis für Bildadressierung |
law, IT | βάση δεδομένων νομολογίας | Rechtsdatenbank des EGMR |
law, IT | βάση δεδομένων νομολογίας | HUDOC-Datenbank |
mater.sc. | βάση δεδομένων υλικών υψηλών θερμοκρασιών | Datenbank über Hochtemperaturwerkstoffe |
stat. | βάση δειγματοληπτικής έρευνας | Stichprobengrundlage |
stat. | βάση δειγματοληπτικής έρευνας | Auswahlgrundlage |
ed., econ. | βάση δεξιοτήτων | Qualifikationsfundament |
ed., econ. | βάση δεξιοτήτων | Bildungsgrundlage |
work.fl., IT | βάση διαίρεσης | Unterteilungsgesichtspunkt |
stat. | βάση δοκιμή αναστροφής | Umkehrprobe für Indexbasen |
math. | βάση δοκιμή αναστροφής | Zeit-Umkehrprobe |
fin. | βάση είσπραξης | Ist-Besteuerung |
tax. | βάση είσπραξης των πόρων ΦΠA | Erhebungsgrundlage fuer die MWSt-Eigenmittel |
fin. | βάση εισοδήματος | Betriebsvermögensvergleich |
agric. | βάση εκ σκυροδέματος | Sockel |
stat. | βάση εκτιμήσεως | Bewertungsbasis |
gen. | βάση εκτόξευσης βλημάτων | Raketenversuchsgelände |
gen. | βάση εκτόξευσης βλημάτων που δεν προστατεύεται από πυρηνική έκρηξη | nichtverbunkerte Flugkörperstellung |
gen. | βάση εκτόξευσης πυραύλων | Raketenversuchsgelände |
gen. | βάση εκτόξευσης πυραύλων που δεν προστατεύεται από πυρηνική έκρηξη | nichtverbunkerte Flugkörperstellung |
life.sc. | βάση ελέγχου | Eichstrecke |
mun.plan. | βάση επίπλου | Untersatz fuer Moebel |
life.sc. | βάση επίστρωσης | Schichtträger |
tax. | βάση επιβολής | Besteuerungsgrundlage |
tax. | βάση επιβολής του φόρου | Bemessungsgrundlage |
tax. | βάση επιβολής του φόρου | Steuerbemessungsgrundlage |
tax. | βάση επιβολής του φόρου στο εσωτερικό καθεστώς | Besteuerungsgrundlage fuer Inlandslieferungen |
tax. | βάση επιβολής φόρου τρέχοντος έτους | Besteuerungsgrundlage für das laufende Jahr |
earth.sc., mater.sc. | βάση ημιομοιώματος | Reflexionsebene |
tech., industr., construct. | βάση ικριώματος δακτυλιοφόρου κλώστριας | Gattertisch einer Ringspinnmaschine |
gen. | βάση κάμερας | Schwenk-und Neigekopf |
gen. | βάση κάμερας | Kopf |
construct. | βάση και υπόβαση | Oberbau ohne Decke |
chem. | βάση καλύκων | Huelsenboden |
fin. | βάση κατανομής | Zuweisungsbasis |
social.sc., health. | βάση κοκαΐνης | Rocks |
social.sc., health. | βάση κοκαΐνης | freebased Kokain |
social.sc., health. | βάση κοκαΐνης | Roxanne |
social.sc., health. | βάση κοκαΐνης | Crack |
gen. | βάση κοκαϊνης | Kokainbase |
chem., el. | βάση κυπέλλου | Tassenauflager |
fin. | βάση κόστους | Buchwert |
fin. | βάση κόστους | Besteuerungsgrundlage |
fin. | βάση κόστους | Bemessungsgrundlage |
med. | βάση κύστης | Blasenboden |
tech., industr., construct. | βάση μασουριών | Spulenbrett |
social.sc. | βάση μορφίνης | Morphin-base |
tech., industr., construct. | βάση νηματοδηγού | Ösenleiste |
tech., industr., construct. | βάση νηματοδηγού | Fadenführerleiste |
law, IT | βάση νομικών δεδομένων | Rechtsdatenbank |
chem. | βάση πίσσας | Teerbase |
tech., industr., construct. | βάση πιεστικού κυλίνδρου αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδι | Oberwalzenhalter einer Ringzwirnmaschine |
med. | βάση πνεύμονα | Lungenbasis (basis pulmonis) |
med. | βάση πουρίνης | Purinbase |
construct. | βάση πρανούς | Böschungsfuß |
fin. | βάση προμήθειας χρηματιστή | Provisionsbasis |
med. | βάση προστάτη | Prostatabasis (basis prostatae) |
earth.sc., mech.eng. | βάση στήριξης μανομέτρου | Manometerhalter |
tech., industr., construct. | βάση στήριξης μπομπίνας τροφοδοσίας σε ικρίωμα | Aufsteckspindel |
life.sc. | βάση στήριξης σταδίας | Lattengestell |
tech., industr., construct. | βάση στήριξης υλικού τροφοδοσίας αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδι | Aufsteckstift einer Ringzwirnmaschine |
stat., scient. | βάση σταθμίσεως | Gewichtungsbasis |
construct. | βάση στηρίξεως | Stahlgrundplatte |
tech., industr., construct. | βάση στηριξης μπομπίνας σε ικρίωμα | Spulenstift |
stat., IT | βάση στοιχείων της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τη διαχείριση των χρονολογικών σειρών | Zeitreihendatenbank des Statistischen Amtes der Europäischen Gemeinschaften |
construct. | βάση στύλου | Stuetzenfuss |
work.fl., IT | βάση συμβολισμού | Notationsbasis |
nat.sc. | βάση της ουράς | Schwanzwurzel |
fin. | βάση τιμολόγησης | Entgeltprinzip |
stat. | βάση το βάρος | Ausgangsgewicht |
math. | βάση το βάρος | Basisgewicht |
law, fin. | βάση του κέρδους | Gewinnbemessungsgrundlage |
agric. | βάση του κόκκου του κριθαριού | Kornbasis |
tax. | βάση του ΦΠΑ | MWSt.-Bemessungsgrundlage |
agric. | βάση τσίκλας μασήματος | master blend |
agric. | βάση τσίκλας μασήματος | chewing gum base |
agric. | βάση τσίκλας μασήματος | bubble gum base |
agric. | βάση τσικλόφουσκας | chewing gum base |
agric. | βάση τσικλόφουσκας | master blend |
agric. | βάση τσικλόφουσκας | bubble gum base |
econ., fin. | βάση των αποθεματικών | Mindestreservebasis |
nat.sc., agric. | βάση των θηλών | Zitzenbasis |
law, fin. | βάση των πόρων ΦΠA | Grundlage der MWSt-Eigenmittel |
fin., tax. | βάση των πόρων ΦΠΑ | Grundlage der MwSt.-Eigenmittel |
insur. | βάση υπολογισμού | Beitragsbemessungsgrenze |
fin. | βάση υπολογισμού | Berechnungsgrundlage |
fin. | βάση υπολογισμού απόδοσης που αντιστοιχεί σε ένα ομόλογο | Äquivalenzziffer |
fin. | βάση υπολογισμού απόδοσης που αντιστοιχεί σε μία ομολογία | Äquivalenzziffer |
econ., market. | βάση υπολογισμού της εγγυήσεως | Bemessungsgrundlage |
tax. | βάση υπολογισμού του ΦΠΑ | MwSt-Bemessungsgrundlage |
tax. | βάση υπολογισμού του ΦΠΑ | Mehrwertsteuer-Bemessungsgrundlage |
law, insur. | βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών | Berechnungsgrundlage |
law, insur. | βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών | Bemessungsgrundlage |
law, insur. | βάση υπολογισμού των εισφορών | Berechnungsgrundlage |
law, insur. | βάση υπολογισμού των εισφορών | Bemessungsgrundlage |
insur., social.sc. | βάση υπολογισμού των παροχών | Berechnungsgrundlage für Sozialleistungen |
fin. | βάση υπολογισμού των ποσοστώσεων | Berechnungsgrundlage der Kontingente |
econ., fin. | βάση υπολογισμού των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών | Mindestreservebasis |
gen. | βάση υποστηρίξεως στην επιφάνεια | Versorgungsbasis auf der Meeresoberfläche |
tax. | βάση φορολόγησης τρέχοντος έτους | Besteuerungsgrundlage für das laufende Jahr |
fin., econ., tax. | βάση ΦΠΑ; περιορισμένη βάση ΦΠΑ; μη προσαρμοσμένη βάση | begrenzte MWSt-Grundlage |
fin., econ., tax. | βάση ΦΠΑ; περιορισμένη βάση ΦΠΑ; μη προσαρμοσμένη βάση | begrenzte MWSt-Bemessungsgrundlage |
tax. | βάση φόρου εισοδήματος | Einkommensteuerveranlagung |
tech. | βάση χρόνου με σκανδαλισμό | getriggerte Zeitablenkeinrichtung |
tech. | βάση χρόνου περιοδικής σάρωσης | freilaufende Zeitablenkeinrichtung |
med. | βάση όρθιας εξέτασης | vertikales Untersuchungsgerät |
crim.law. | βία με βάση το φύλο | geschlechtsspezifische Gewalt |
crim.law. | βία με βάση το φύλο | geschlechtsbezogene Gewalt |
stat., lab.law., el. | βιδωτή βάση | Schraubsockel |
stat., lab.law., el. | βιδωτή βάση | Gewindesockel |
agric. | βιομηχανία με βάση το δάσος | Holzbearbeitung und Holzverarbeitung |
agric. | βιομηχανία με βάση το δάσος | Holz- und Forstwirtschaft |
gen. | βλήμα σε κινητή βάση | Flugkörper mit beweglichem Startgerät |
gen. | βλήμα σε κινητή βάση | Rakete mit beweglichem Startgerät |
life.sc. | βοηθητική βάση | Hilfsbasis |
agric. | βοσκή με βάση το τριφύλλι | Kleegrasweide |
agric. | γάλα που προορίζεται για την παρασκευή προϊόντων με βάση το γάλα | Werkmilch |
life.sc. | γεγονός που καθορίζει τη βάση αναφοράς του σχεδιασμού | Auslegungsstoerfall |
life.sc. | γεγονός που καθορίζει τη βάση αναφοράς του σχεδιασμού | Auslegungsereignis |
work.fl., IT | γλωσσική βάση γλώσσας τεκμηρίωσης | sprachliche Basis einer Dokumentationssprache |
med. | δίαιτα με βάση την πηκτίνη | Pektindiät |
agric., mech.eng. | δίποδος βάση | Zweibein |
social.sc. | δημιουργία υπηρεσίας που θα λειτουργεί σε εθελοντική βάση σ'ένα άλλο κράτος μέλος | Ableistung eines freiwilligen Dienstes in einem anderen Mitgliedsstaat |
law | διάρθρωση σε εθελοντική βάση | Struktur auf dem Prinzip der Freiwilligkeit |
earth.sc., life.sc. | διάταξη-βάση σταθεροποίησης μηχανής | stabilisierte Aufhängung |
gen. | διαδικασία ανάληψης πρωτοβουλιών από τη βάση | "bottom up"-Ansatz |
gen. | διαδικασία ανάληψης πρωτοβουλιών από τη βάση | Ansatz "von unten nach oben" |
gen. | διαδικασία ανάληψης πρωτοβουλιών από τη βάση | von unten nach oben angelegtes Konzept |
gen. | διαδικασία ανάληψης πρωτοβουλιών από τη βάση | "Bottom-up"-Ansatz |
law | διαδικαστική νομική βάση | verfahrensrechtliche Rechtsgrundlage |
law, social.sc. | διαμόρφωση εικόνας με βάση φυλετικά χαρακτηριστικά | "racial profiling" |
fin. | διασαφίζω εμπορεύματα σε περιστασιακή βάση | Waren gelegentlich anmelden |
med. | διαστημική βάση | Weltraumstation |
med. | διαχωρισμός βάση ταχύτητας καθίζησης | Geschwindigkeitssedimentation |
agric. | διαχωρισμός με βάση την πυκνότητα | Trennung nach Dichte |
chem. | Διεθνής Βάση δεδομένων Ενιαίων Χημικών Πληροφοριών | Internationale einheitliche chemische Informationsdatenbank |
gen. | διεθνής νομική βάση | völkerrechtliche Grundlage |
fin. | δικαίωμα αγοράς με βάση δείκτη μετοχών | Aktienindex-Option |
fin. | δικαίωμα προαίρεσης αγοράς/πώλησης με βάση δέσμη τίτλων | Option auf Aktienkorb |
fin. | δικαίωμα προαίρεσης αγοράς/πώλησης με βάση δέσμη τίτλων | Indexoption |
law | διπλή νομική βάση | doppelte Rechtsgrundlage |
med. | δισκία με βάση το iodobéhénate του ασβεστίου και του σιδήρου | Tabletten auf der Grundlage von Kalzium und Eisenjodbehenat |
med. | δισκίο με βάση το iodobenzylate d'hexaméthylènetètramine | Tablette auf der Grundlage von Hexamethylentetraminjodbenzylat |
fin. | εισόδημα με βάση αντικειμενικά κριτήρια | geschätztes Einkommen |
econ. | εκτίμηση με βάση μία μόνο ετήσια έρευνα | Schätzung aufgrund einer einzigen Erhebung während des Jahres |
chem. | ελεύθερη βάση | freie Base |
fin., transp. | εμπορεύματα που δασμολογούνται με βάση το βάρος τους | gewichtszollbare Waren |
fin., agric. | ενίσχυση με βάση τον αριθμό των εκταρίων | hektarbezogene Beihilfe |
fin., agric. | ενίσχυση με βάση τον αριθμό των εκταρίων | Hektarbeihilfe |
construct. | ενίσχυση στη βάση της αντηρίδας | Pfeilerspreizung |
gen. | ενισχυμένη βάση βλημάτων | verbunkerte Flugkörperstellung |
gen. | ενισχυμένη βάση πυραύλων | verbunkerte Flugkörperstellung |
gen. | επιβαρύνσεις των ασφαλίστρων στην περίπτωση καταβολής ανά εξάμηνο, τρίμηνο ή σε μηνιαία βάση | Beitragszuschläge bei halbjährlicher, vierteljährlicher oder monatlicher Beitragszahlung |
construct. | επικάλυψη με βάση τα εποξειδικά πλαστικά | Beschichtungen auf Epoxidharzbasis Beschichtungen auf Epoxydharzbasis |
law | επικουρική βάση δικαιοδοσίας | Restzuständigkeit |
stat. | επιλογή με βάση δειγματοληψία | retrospektive Studie |
math. | επιλογή με βάση δειγματοληψία | Fall-Kontroll-Studie |
fin. | επιστρεπτέα ενίσχυση με βάση μηδενικό επιτόκιο | zum Nullsatz zurückzuzahlender Zuschuss |
gen. | Επιτροπή διαχείρισης μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά | Verwaltungsausschuss für Verarbeitungserzeugnisse aus Obst und Gemüse |
agric. | επιτροπή διαχείρισης των κοινών οργανώσεων γεωργικών αγορών σχετικά με τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση οπωροκηπευτικά | Verwaltungsausschuß für die gemeinsame Agrarmarktorganisation für Verarbeitungserzeugnisse aus Obst und Gemüse |
agric. | Επιτροπή Εφαρμογής για τους Αρωματισμένους Οίνους, τα Αρωματισμένα Ποτά με βάση τον Οίνο και τα Αρωματισμένα Κοκτέιλς Αμπελοοινικών Προϊόντων | Durchführungsausschuss für aromatisierten Wein und aromatisierte weinhaltige Getränke und Cocktails |
fin. | επιτόκιο χρηματαγοράς σε ετήσια βάση | jährlicher Geldzinssatz |
fin., account. | εποπτεία σε ενοποιημένη βάση | Beaufsichtigung auf konsolidierter Basis |
fin. | εποπτεία σε ενοποιημένη βάση | Aufsicht auf konsolidierter Basis |
fin. | εποπτεία σε μερικώς ενοποιημένη βάση θυγατρικού πιστωτικού ιδρύματος | Unterkonsolidierung eines Tochterunternehmens |
fin. | εποπτεία σε μη-ενοποιημένη βάση | Beaufsichtigung auf nichtkonsolidierter Basis |
fin. | εποπτεία σε μη-ενοποιημένη βάση | Aufsicht auf nichtkonsolidierter Basis |
fin. | εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση | konsolidierte Überwachung von Kreditinstituten |
law | εργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική διάρκεια | nach Zeit bezahlte Arbeit |
social.sc., empl. | εργασία που πληρώνεται με βάση τη χρονική διάρκεια | nach Zeit bezahlte Arbeit |
insur. | εργοδοτική εισφορά που υπολογίζεται με βάση την ακαθάριστη αμοιβή | nach dem Bruttolohn berechneter Arbeitgeberbeitrag |
fin. | εταιチεία-βάση | Basisgesellschaft |
chem. | ετεροκυκλική βάση | heterozyklische Base |
med., IT | ευρωπαϊκή βάση δεδομένων για τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα | Europäische Datenbank für Medizinprodukte |
ed., IT | Ευρωπαϊκή βάση δεδομένων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση | Europäische Datenbank im Bereich der Hochschulbildung |
med., pharma. | ευρωπαϊκή βάση δεδομένων για τις κλινικές δοκιμές | EudraCT |
med., pharma. | ευρωπαϊκή βάση δεδομένων για τις κλινικές δοκιμές | Datenbank über klinische Prüfungen der Europäischen Union |
commer., health., chem. | ευρωπαϊκή βάση δεδομένων για τις πρóδρoμες ουσίες των ναρκωτικών | Europäische Datenbank für Drogenausgangsstoffe |
law, health., polit. | Ευρωπαϊκή Νομική βάση δεδομένων για τα ναρκωτικά | Europäische Rechtsdatenbank zur Drogengesetzgebung |
gen. | ευρύτερη βάση συμφωνίας | breitere Einigungsgrundlage |
min.prod., fish.farm. | η διαφορά θα πρέπει να διευθετείται με βάση την αρχή της "δικαιοσύνης" και τα πραγματικά περιστατικά | ...soll dieser Konflikt auf der Grundlage der Billigkeit und unter Berücksichtigung aller massgeblichen Umstände gelöst werden... |
gen. | η ουσία είναι ασθενής βάση | schwache Base |
chem. | η ουσία είναι ισχυρή βάση,αντιδρά βίαια με οξέα και είναι διαβρωτική | starke Base |
chem. | η ουσία είναι ισχυρή βάση,αντιδρά βίαια με οξέα και είναι διαβρωτική | reagiert heftig mit Säuren.Korrosiv |
chem. | η ουσία είναι μετρίως ισχυρή βάση | mittelstarke Base |
fin. | ημερολογιακή βάση υπολογισμού των τόκων ; συμβατικός όρος υπολογισμού των τόκων | Zinsberechnungsmethode |
chem., el. | θερμάστρα πάνω σε βάση | auf Bodenplatte montiertes Gasheizgerät |
life.sc. | ισημερινή βάση | aequatoriale Montierung |
econ., market. | ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με βάση τις πληρωμές | Leistungsbilanz auf Zahlungsbasis |
econ., market. | ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με βάση τις τελωνειακές στατιστικές | Leistungsbilanz auf Transaktionsbasis |
econ. | ισοσκελισμός αφεαυτού σε ετήσια βάση | System mit einfachem Umlageverfahren |
chem. | ισχυρή βάση | harte Base |
med. | ισχυρή βάση | starke Base |
earth.sc., mech.eng. | ισχύς λειτουργίας κινητήρα σε 15λεπτη βάση | fünfzehn-Minuten-Leistung |
earth.sc., mech.eng. | ισχύς λειτουργίας κινητήρια σε ημίωρη βάση | dreißig Minuten-Leistung |
fin. | καθορισμός αξίας με βάση την ονοματολογία περί δασμών της ΕΕ | Brüsseler Zollwert-Abkommen |
chem. | καλούπι με κινούμενη βάση | Blaswerkzeug mit beweglichen Einsätzen |
tax. | κανόνας για τη βάση επιβολής του φόρου | Regel für die Steuerbemessungsgrundlage |
fin. | καταχωρούμενο λογιστικώς με βάση την ημερομηνία πραγματοποίησης | periodengerecht erfaßt |
energ.ind. | καύσιμο με βάση το οινόπνευμα | Treibstoff auf Alkoholbasis |
fin. | κεφαλαιακή βάση | Eigenmittel |
fin. | κεφαλαιακή βάση | aufsichtsrechtliche Eigenmittel |
fin. | κεφαλαιακή βάση | Eigenkapital |
mater.sc., industr., construct. | κιβώτιο με πτυσσόμενη βάση | Faltbodenschachtel |
nat.sc., transp. | κινητήρας εσωτερικής καύσης με ανάφλεξη δια σπινθήρα σε σταθερή βάση | ortsfester Verbrennungsmotor mit elektrischer Zündung |
chem. | κινολεϊκή βάση | Chinolinbase |
agric. | κλάδεμα μέχρι τη βάση | stutzen |
tax. | κοινή ενοποιημένη βάση φορολογίας εταιρειών | gemeinsame konsolidierte Körperschaftsteuer-Bemessungsgrundlage |
tax. | κοινή ενοποιημένη βάση φορολογίας εταιρειών | gemeinsame konsolidierte Bemessungsgrundlage für die Körperschaftsteuer |
agric. | κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων προïόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά | gemeinsame Marktorganisation für Verarbeitungserzeugnisse aus Obst und Gemüse |
nat.sc., agric. | κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για για την ανάλυση και τη δοκιμασία του γάλακτος και των προϊόντων με βάση το γάλα | Gemeinschaftliches Referenzlaboratorium zur Durchführung von Analysen und Tests bei Milch und Erzeugnissen auf Milchbasis |
agric., el. | κοκτέιλ με βάση τον οίνο | weinhaltiger Cocktail |
agric., el. | κοκτέιλ με βάση τον οίνο | Weincocktail |
law, stat. | κοόρτη με βάση τους γάμους | Angehörige gleicher Ehejahrgänge |
tech., industr., construct. | κωνικό μασούρι χωρίς κωνική βάση | kegelige Hülse für Ringspinn- und Ringzwirnspindeln |
tech., industr., construct. | κωνικός σωλήνας για υφάδι με κωνική βάση | Schussspule mit Ansatzkonus |
earth.sc. | κόλλα με βάση τα πυριτικά | Silikatleim |
earth.sc., chem. | κόλλα με βάση την καζε ίνη ή κόλλα καζε ίνης | Kaseinleim |
earth.sc., chem. | κόλλα με βάση την καζε ίνη ή κόλλα καζε ίνης | Caseinleim |
earth.sc., chem. | κόλλα με βάση την καζεϊνη | Kaseinleim |
earth.sc., chem. | κόλλα με βάση την καζεϊνη | Caseinleim |
econ., transp. | κύρια επιχειρησιακή βάση | Hauptbetriebsstützpunkt |
agric. | λικέρ με βάση αυγά/ advocaat/avocat/Advokat | Eierlikör oder Advokat / Advocaat / Avocat |
agric., food.ind. | λικέρ με βάση το αυγό' Advocaat; Advokat' Avocat | Advokat |
agric., food.ind. | λικέρ με βάση το αυγό' Advocaat; Advokat' Avocat | Eierlikör |
agric., food.ind. | λικέρ με βάση το αυγό | Likör mit Eizusatz |
fin. | λογιστική βάση | Prinzip der Periodenabgrenzung |
econ. | λογιστική σε δεδουλευμένη βάση | periodengerechte Rechnungsführung |
econ. | λογιστική σε δεδουλευμένη βάση | Periodenrechnung |
account. | λογιστική σε ταμειακή βάση | kassenbasierte Rechnungsführung |
account. | λογιστική σε ταμειακή βάση | kassenbasierte Buchführung |
fin. | μέθοδος απόσβεσης με βάση τις παραγόμενες μονάδες | Leistungsabschreibung |
law, fin. | μέθοδος εκπτώσεων "βάση από βάση" | Vorumsatzabzugsmethode |
agric. | Μέθοδος καταπολέμησης κατά την οποία τοποθετούνται φυτοκτόνες ουσίες σε δακ τυλοειδή τομή στη βάση του κορμού | Stamm-Fuß-Behandlung |
earth.sc. | μέθοδος με βάση πηκτώματα | gelartiges Mittel |
earth.sc. | μέθοδος που λαμβάνει ως βάση την αιχμή | Punkt-Auswertung |
fin. | μέθοδος φορολόγησης με βάση το παγκόσμιο εισόδημα | Welteinkommensprinzip |
fin. | μέθοδος φορολόγησης με βάση το παγκόσμιο εισόδημα | Universalprinzip |
gen. | μαγειρευμένα φαγητά με βάση το κρέας | fertige Fleischgerichte |
tech., industr., construct. | μασουράκι υφαδιού με ημικωνική βάση για φυσικό μετάξι και άλλα νήματα συνεχών ινών | Schusshülse mit Kegelansatz für Naturseide und andere Filamentgarne |
fin. | με βάση συμφωνία εμπίστου διαχείρισης | treuhaenderisch |
fin. | με βάση συμφωνία εμπίστου διαχείρισης | in einem Treuhandverhaeltnis |
econ., market. | με βάση τη χρηματοδότηση υπό μορφή εγγυήσεων | auf einer "pure cover"-Grundlage |
tech. | με βάση την ίδια μονάδα μετρήσεως | auf Grund der gleichen Masseinheit |
insur. | με βάση τις καθορισμένες απαιτήσεις | Basis für Schadensansprüche |
econ. | με βάση τον τρόπο αποτίμησης των εισαγωγών αγαθώναξία cif | Bewertungsgrundlage der Wareneinfuhrcif-Wert |
fin., polit., agric. | μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά | Verarbeitungserzeugnisse aus Obst und Gemüse |
stat. | μεταφέρω σε άλλη βάση | umbasieren |
tech. | μετρητής με βάση την αρχή του κινητήρα | Motorzaehler |
tech., industr., construct. | μη κλωστοϋφαντουργική βάση | nicht textiler Rücken |
gen. | μη νομοθετική νομική βάση | nichtlegislative Rechtsgrundlage |
tech., industr., construct. | μηχανισμός σχηματισμού ρεζέρβας στη βάση | Büschelkopf-Einrichtung |
nat.sc. | μικρή φυλλώδης βάση καρπών | Fruchtbecher |
nat.sc. | μικρή φυλλώδης βάση καρπών | Cupula |
gen. | μικρόφωνο με βάση | Ständermikrophon |
gen. | μικρόφωνο με βάση | Standmikrophon |
chem. | μορφίνη-βάση | Rohmorphin |
chem. | μορφίνη-βάση | Morphinbase |
tech., industr., construct. | μπομπίνα με κωνική βάση | kegelige Hülse mit Kegelansatz für Ringspinn- und Ringzwirnspinden |
fin., tax. | νέο καθεστώς εισαγωγών σε πειραματική βάση | Testausschreibung |
econ. | νομική βάση | Rechtsgrundlage |
law | νομική βάση αποφάσεως | Rechtsgrundlage einer Entscheidung |
law, IT | νομική βάση δεδομένων | Rechtsdatenbank |
law | νομική βάση που απαιτεί πλειοψηφία | Rechtsgrundlage nach der Stimmenmehrheit erforderlich ist |
econ., fin. | νομισματική βάση | monetäre Basis |
econ., fin. | νομισματική βάση | Geldbasis |
law, IT | νομοθετική βάση δεδομένων | Gesetzesdatenbank |
gen. | νομοθετική νομική βάση | legislative Rechtsgrundlage |
immigr. | νόμιμη εγκατάσταση μεταναστών σε μόνιμη βάση | dauerhafte legale Zuwanderung |
fin. | Οδηγία 92/30/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση | Richtlinie 92/30/EWG des Rates über die Beaufsichtigung von Kreditinstituten auf konsolidierter Basis |
med. | ολοκληρωμένη βάση δεδομένων σχετικά με το γονιδίωμα | integrierte Genomdatenbank |
tax. | Ομάδα "Κοινή ενοποιημένη βάση φορολογίας των εταιρειών" | Arbeitsgruppe "einheitliche konsolidierte KSt-Bemessungsgrundlage" |
fin., tax. | ομοιόμορφη βάση πόρων ΦΠΑ | einheitliche MWSt.-Bemessungsgrundlage |
fin. | ομοιόμορφη φορολογική βάση | harmonisierte Bemessungsgrundlage |
tax. | ομοιόμορφη φορολογική βάση | einheitliche steuerpflichtige Bemessungsgrundlage |
tax. | ομοιόμορφη φορολογική βάση | einheitliche Bemessungsgrundlage |
ed. | οργάνωση της εκπαίδευσης σε ομοσπονδιακή βάση | Föderalisierung des Bildungswesens |
law | ουσιαστική νομική βάση | materielle Rechtsgrundlage |
construct. | πάχος στη βάση | Sohlenbreite |
construct. | πάχος στη βάση | Fundamentbreite |
construct. | πάχος στη βάση | Basisbreite |
agric. | πάχυνση με βάση σιτηρά | Getreidemast |
mater.sc. | παλέτα με διπλή βάση | Doppeldeck-Flachpalette |
tech., industr., chem. | περιεκτικότητα σε ξερή βάση | Trockengehalt |
tech., industr., construct. | περιστρεφόμενη βάση κόϊλερ σύρτη | Drehteller einer Strecke |
fin. | πλασματική βάση των πόρων ΦΠΑ | fiktive Bemessungsgrundlage für die Mehrwertsteuereigenmittel |
tech., industr., construct. | πολλαπλή βάση μασουριών | mehrspuliger Spulkopf |
gen. | πολύγλωσση βάση δεδομένων TARIC | mehrsprachige Datenbank TARIC |
mun.plan. | πορσελάνη με βάση τα οστά | Knochenporzellan |
fin. | πραγματική φορολογική βάση | effektive Bemessungsgrundlage |
energ.ind., nucl.phys. | προδιαγραφές σχεδιασμού' βάση σχεδιασμού | Dimensionierung |
fin. | προθεσμιακή σύμβαση με βάση δείκτη μετοχών | Aktienindex-Terminkontrakt |
law | προσδιορισμός αξίας με βάση το εισόδημα | Ertragswertverfahren |
gen. | προστατευμένη βάση βλημάτων | verbunkerte Flugkörperstellung |
gen. | προστατευμένη βάση πυραύλων | verbunkerte Flugkörperstellung |
econ. | προσφορά τουριστικών υπηρεσιών με βάση ένα θεματικό γεωγραφικό άξονα | themenorientiertes Tourismusangebot |
law, lab.law. | προσφυγή στη βάση | Herbeiführung einer Urabstimmung |
econ. | προϊόν με βάση τα λαχανικά | Gemüseerzeugnis |
econ. | προϊόν με βάση τα σιτηρά | Getreideerzeugnis |
agric. | προϊόν με βάση τα σιτηρά | Getreideprodukt |
econ. | προϊόν με βάση τα φρούτα | Obsterzeugnis |
econ. | προϊόν με βάση τη ζάχαρη | Zuckererzeugnis |
industr., construct., chem. | προϊόν με βάση την πολυβινυλική αλκοόλη | Erzeugnis aus Polyvinylalkoholbasis |
econ. | προϊόν με βάση το ψάρι | Fischerzeugnis |
nat.sc., environ., industr. | προϊόν με βάση τον αμίαντο | Asbesterzeugnis |
fin., polit., food.ind. | προϊόντα με βάση τα δημητριακά που παίρνονται με διόγκωση ή καβούρντισμα: διογκωμένο ρύζι puffed rice, καλαμπόκι σε νιφάδες corn-flakes και παρόμοια | Lebensmittel, durch Aufblähen oder Rösten von Getreide hergestellt |
agric. | προϊόντα με βάση το γάλα | Erzeugnis auf Milchbasis |
law, agric. | προϊόντα με βάση το κρέας | Fleischerzeugnisse |
med. | πρωτονιωμένη βάση Schiff | protonierte Schiff-Base |
gen. | Πρωτόκολλο με βάση το άρθρο Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στη Σύμβαση σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα καθώς και σχετικά με την προσθήκη του αριθμού καταχώρησης των μέσων μεταφοράς στη σύμβαση | Protokoll aufgrund von Artikel K.3 des Vertrags über die Europäische Union betreffend den Anwendungsbereich des Waschens von Erträgen in dem Übereinkommen über den Einsatz der Informationstechnologie im Zollbereich sowie die Aufnahme des amtlichen Kennzeichens des Transportmittels in das Übereinkommen |
chem. | πτητική αζωτούχα βάση | flüchtige Stickstoffbase |
chem. | πυριδική βάση | Pyridinbase |
gen. | πύραυλος σε κινητή βάση | Flugkörper mit beweglichem Startgerät |
gen. | πύραυλος σε κινητή βάση | Rakete mit beweglichem Startgerät |
fin., health. | πώληση σε "ονομαστική" βάση | Verabreichung nur an "gemeldete" Patienten |
gen. | ραδιοοικολογική βάση δεδομένων | radio-ökologische Datenbank |
gen. | ρυθμιζόμενη βάση | Giraffe |
gen. | ρυθμιζόμενη βάση | Kran |
gen. | ρυθμιζόμενη βάση | Galgen |
industr., construct., chem. | Xρωματιστή βάση | gefärbter Hintergrund |
agric., mater.sc. | σάκος με βάση | Bodenbeutel |
mater.sc., chem. | σάκος με ενισχυμένη βάση | Bodenfaltenbeutel |
mater.sc., chem. | σάκος με πτυχωτή βάση | Bodenfaltenbeutel |
agric. | σε ξηρή βάση | Trockenmassengehalt |
agric. | σε ξηρή βάση | Prozent der Trockenmasse |
earth.sc., mech.eng. | στήριγμα με μαγνητική βάση | Magnethalter |
law | σταθερή νομική βάση | solide rechtliche Grundlage |
fin. | "στατιστική" φορολογική βάση | statistische Bemessungsgrundlage |
stat. | στατιστικός έλεγχος με βάση το ένα άκρο της κατανομής πιθανοτήτων | einseitiger Test |
tech., industr., construct. | σταυρωτή ή παράλληλη περιέλιξη σε βάση | Aufmachung mit Hülse in Kreuz- und Parallelwicklung |
mun.plan. | σταχτοδοχείο πάνω σε βάση | Aschenbehaelter auf Sockel |
mun.plan. | σταχτοδοχείο πάνω σε βάση | Aschenbecher auf Sockel |
econ. | στοιχεία σε ετήσια βάση | Jahresergebnisse |
fin. | στρατηγικές με βάση τη διαφορά απόδοσης | Spread-Strategien |
econ. | στρατιωτική βάση | militärischer Stützpunkt |
chem. | στόκος με βάση την υδρύαλο | Wasserglaskitt |
chem. | στόκος με βάση τις πλαστικές ύλες | Kunststoffkitt |
chem. | στόκος με βάση το θείο | Schwefelkitt |
chem. | στόκος με βάση το καουτσούκ | Kautschukkitt |
chem. | στόκος με βάση το κερί | Wachskitt |
chem. | στόκος με βάση το λάδι | Oelkitt |
chem. | στόκος με βάση το οξείδιο του ψευδαργύρου και τη γλυκερίνη | Zinkoxid-Glyzerin-Kitt |
chem. | στόκος με βάση το οξυχλωριούχο μαγνήσιο | Magnesiumoxychloridkitt |
chem. | στόκος με βάση τον οξυχλωριούχο ψευδάργυρο | Zinkoxychloridkitt |
chem. | στόκος με βάση τον ψημένο γύψο | Gipskitt |
law | συμπληρωματική νομική βάση | zusätzliche Rechtsgrundlage |
law | συμπληρωματική νομική βάση | weitere Rechtsgrundlage |
fin. | συμπληρωματική φορολογική βάση | ergänzende Bemessungsgrundlage |
tech., law, UN | Συμφωνία σχετικά με την υιοθέτηση ομοιόμορφων τεχνικών προδιαγραφών για τροχοφόρα οχήματα, εξοπλισμό και εξαρτήματα που δύνανται να τοποθετηθούν και/ή να χρησιμοποιηθούν σε τροχοφόρα οχήματα και τις συνθήκες για την αμοιβαία αναγνώριση των εγκρίσεων που χορηγούνται με βάση τις προδιαγραφές αυτές | Übereinkommen über die Annahme einheitlicher technischer Vorschriften für Radfahrzeuge, Ausrüstungsgegenstände und Teile, die in Radfahrzeuge n eingebaut und/oder verwendet werden können, und die Bedingungen für die gegenseitige Anerkennung von Genehmigungen, die nach diesen Vorschriften erteilt wurden |
law, transp., industr. | συμφωνία της οικονομικής επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη σχετικά με την υιοθέτηση ομοιόμορφων τεχνικών προδιαγραφών για τροχοφόρα οχήματα, εξοπλισμό και εξαρτήματα τα οποία δύνανται να τοποθετηθούν ή/και να χρησιμοποιηθούν σε τροχοφόρα οχήματα και τις συνθήκες για την αμοιβαία αναγνώριση των εγκρίσεων που χορηγούνται με βάση τις προδιαγραφές αυτές | Übereinkommen der Wirtschaftskommission der Vereinten Nationen für Europa über die Annahme einheitlicher technischer Vorschriften für Radfahrzeuge, Ausrüstungsgegenstände und Teile, die in Radfahrzeuge n eingebaut und/oder verwendet werden können, und die Bedingungen für die gegenseitige Anerkennung von Genehmigungen, die nach diesen Vorschriften erteilt wurden |
gen. | συμφωνίες που αποβλέπουν,με βάση την αμοιβαιότητα και προς το κοινό όφελος,στην... | Abkommen,die auf der Grundlage der Gegenseitigkeit und zum gemeinsamen Nutzum...zum ziel haben |
fin. | συμφωνίες σε διμερή βάση για αλληλοδιείσδυση | Vereinbarung über die "gegenseitige Durchdringung" auf zweiseitiger Grundlage |
gen. | συναινετική βάση | Konsens |
econ. | συναλλαγές που εγγράφονται με βάση τις εισαγωγές αγαθών σε τιμές fob | Transaktionen bei Bewertung der Einfuhr von Waren zum fob-Wert |
fin. | συναλλαγματική ισοτιμία με βάση την περιεκτικότητα σε πολύτιμο μέταλλο | Muenzparitaet |
fin. | συναλλαγματική ισοτιμία με βάση την περιεκτικότητα σε πολύτιμο μέταλλο | Goldparitaet |
construct. | συνδετικό υλικό με βάση τους υδρογονάνθρακες | bituminöses Bindemittel |
construct. | συνδετικό υλικό με βάση τους υδρογονάνθρακες | Bindemittel auf Kohlenwasserstoffbasis |
econ. | συνεργασία σε αποκεντρωτική βάση | dezentralisierte Zusammenarbeit |
construct. | συνεχής βάση από σκυρόδεμα | durchgehendes Betonfundament |
construct. | συνεχής βάση σε σκυρόδεμα | Streifenfundament aus Beton |
fin., hobby | συνομολόγηση στοιχήματος με βάση την αρχή του αμοιβαίου στοιχήματος | Totalisatorwette |
tech., industr., construct. | συσκευασία σε καρούλι με κωνική βάση | Aufmachung auf Fußhülsen |
gen. | σχεδιασμός με βάση αναφοράς ατύχημα απώλειας ψυκτικού | Auslegungs-Kuehlmittelverlustunfall |
gen. | σχεδιασμός με βάση αναφοράς πλημμύρα | Auslegungshochwasser |
earth.sc., life.sc., construct. | σχεδιασμός με βάση αναφοράς σεισμό | Auslegungserdbeben |
gen. | σχεδιασμός με βάση την δυσμενέστερη θέση εγκαταστάσεως | Auslegung fuer den schlechtestmoeglichen Standort |
tech., law, nucl.pow. | σχεδιαστική βάση | Auslegungsbasis |
life.sc., coal. | σωληνωτή βάση | Rohrbasis |
agric. | σύνθετη ζωοτροφή με βάση τα σιτηρά | Getreidemischfuttermittel |
industr., construct., chem. | Σύνθετο νήμα με βάση γυάλινες ίνες | gefachtes Glasstapelfasergarn |
insur. | σύστημα με βάση τις καταβληθείσες εισφορές | auf eingezahlten Beiträgen basierender Plan |
earth.sc., el. | τάση διάσπασης συλλέκτη-εκπομπού με ανοιχτοκυκλωμένη βάση | Dauerspannung |
earth.sc., mech.eng. | ταλαντευόμενη βάση στήριξης | Schwingfundament |
stat., account. | Ταξινόμηση της ατομικής τελικής κατανάλωσης με βάση το σκοπό νοικοκυριά | Klassifikation der Verwendungszwecke des Individualverbrauchs |
fin. | ταξινόμηση της ατομικής κατανάλωσης με βάση το σκοπό | Klassifikation des individuellen Verbrauchs nach Verwendungszwecken |
ed., R&D. | τεκμηριωμένη βάση | faktengesicherte Grundlagen |
ed., R&D. | τεκμηριωμένη βάση | faktengesicherte Grundlage |
econ. | τελωνειακοί δασμοί που επιβάλλονται με βάση το κοινό τελωνειακό δασμολόγιοΚΤΔ | Zölle,die auf der Grundlage des gemeinsamen ZolltarifsGZTerhoben werden |
mater.sc. | τεχνολογική βάση υψηλής ποιότητας | qualifizierte technologische Basis |
fin. | τιµολόγηση µε βάση το κόστος | Preiswahrheit und -klarheit |
gen. | το υδατικό διάλυμα είναι ασθενής βάση | die wäßrige Lösung ist eine schwache Base |
chem. | το υδατικό διάλυμα είναι μετρίως ισχυρή βάση | die wäßrige Lösung ist eine mittelstarke Base |
life.sc. | τοπογραφική βάση χάρτου | Kartenbasis |
med. | τρίγωνος βάση της ωμοπλατιαίας άκανθας | Delta mesoscapulae |
fin. | τραπεζική βάση προεξόφλησης | Diskontbasis |
mater.sc., construct. | τριβή στη βάση | Reibung auf Fundamentsohle |
med. | τροποποιημένη βάση | modifizierte Base |
tech., industr., construct. | τύλιγμα σε βάση | Aufmachung mit Hülse |
agric., industr., construct. | υγρασιόμετρο με βάση την διηλεκτρική σταθερά | Messen der Dielektrizitätskonstante |
econ. | υλικοτεχνική βάση | logistische Basis |
tech., industr., construct. | υποδοχή βάση-μασουριού | Spulenhalter |
tech., industr., construct. | υποδοχή βάση-μασουριού | Hülsenaufnehmer |
fin., account. | υποενοποιημένη βάση | teilkonsolidierte Basis |
fin. | υποθετική βάση | Nominalbetrag |
fin. | υποθετική βάση | Berechnungsbasis |
fin. | υποθετική βάση | Basiswert |
insur. | υπολογισμός ασφαλίστρων της ασφάλισης απώλειας κερδών που βασίζεται σε διπλή βάση | Methode der periodischen Abstufung in der Lohnausfallversicherung |
fin., account. | υπολογισμός των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση | Berechnung der Eigenmittel auf konsolidierter Basis |
fin. | υπολογισμός τόκων με βάση τα ημερήσια υπόλοιπα | Staffelmethode |
med. | φάρμακο με βάση τα αλκαλοειδή | Arzneiware auf der Grundlage von Alkaloiden |
med. | φάρμακο με βάση τα γλυκοζίδια | Arzneiware auf der Grundlage von Heterosiden |
med. | φαρμακευτικό προϊόν με βάση τα ραδιονουκλεϊδια | Arzneimittel,das auf Radionukliden basiert |
med. | φαρμακευτικό προϊόν με βάση το ανθρώπινο αίμα | aus menschlichem Blut bestehendes medizinisches Erzeugnis |
tax. | φορολογητέα βάση | Steuerbemessungsgrundlage |
tax. | φορολογητέα βάση | Bemessungsgrundlage |
tax. | φορολογητέα βάση | Besteuerungsgrundlage |
tax. | φορολογητέα βάση εισοδήματος | Einkommensteuerveranlagung |
tax. | φορολογητέα βάση προηγούμενου έτους | Besteuerungsgrundlage für das vorangegangene Jahr |
fin., tax., econ. | φορολογική βάση | Steuerobjekt |
tax. | φορολογική βάση | Steuerbemessungsgrundlage |
fin. | φορολογική βάση | Buchwert |
fin., tax., econ. | φορολογική βάση | Steuergegestand |
account. | φορολογική βάση | steuerliche Basis |
econ. | φορολογική βάση | Besteuerungsgrundlage |
tax. | φορολογική βάση | Bemessungsgrundlage |
tax. | φορολογική βάση προηγούμενου έτους | Besteuerungsgrundlage für das vorangegangene Jahr |
fin. | φορολόγηση με βάση την κατοικία | Besteuerung nach dem Wohnsitzstaat |
earth.sc., life.sc. | φωτογραφική βάση | Bildbasis |
chem., el. | χρέωση σε θερμική βάση | thermische Abrechnung |
chem., el. | χρέωση σε θερμική βάση | Abrechnung nach Wärmeeinheiten |
fin. | χρονική βάση υπολογισμού των τόκων | Zinsberechnungsmethode |
chem. | χρώμα με βάση τον ψευδάργυρο | Zinkstaub-Grundierung |
agric. | ψεκαστήρας ζιζανίων στη βάση των δένδρων | Spritzgerät zur Unkrautbekämpfung unter den Bäumen |
stat., transp. | ωριαίος φόρτος που λαμβάνεται ως βάση για το σχεδιασμό | Entwurfsstundenbelastung |