DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing ικανότητα | all forms
SubjectGreekItalian
med.ακουστική ικανότηταcapacità acustica
med.ακουστική ικανότηταudibilità
med.αναγεννητική ικανότηταcapacità di rigenerazione
med.ανοσολογική ικανότηταcompetenza immunologica
med.απορροφητική ικανότηταcapacità di assorbimento
med.απορροφητική ικανότηταassorbitività
med.απώλεια ικανότητας κινήσεωςacinesia
med.απώλεια ικανότητας κινήσεωςacinesi
med.αφομοιωτική ικανότηταassimilabilità
med.δηλητηριώδης ικανότηταvelenosità
med.διακριτική ικανότηταpotere di risoluzione
med.διακριτική ικανότηταpotere risolutivo
med.διαχωριστική ικανότηταpotere di risoluzione
med.διαχωριστική ικανότηταpotere risolutivo
med.διεισδυτική ικανότηταpenetranza
med.θερμαντική ικανότηταforza calorifica
med.θερμαντική ικανότηταpotere calorifico
med.ικάνότητα αγωγήςconducibilità
med.ικάνότητα αγωγήςconduttanza
med.ικανότητα ακοήςfacoltà di udire
med.ικανότητα ακοήςudito
med.ικανότητα αναπαραγωγήςabilità riproduttiva
med.ικανότητα αναπαραγωγήςriproducibilità
med.ικανότητα αντιλήψεωςpercettività
med.ικανότητα απορρόφησης νερούcapacità d'assorbimento d'acqua
med.ικανότητα αποσυσπείρωσηςcapacità di svolgersi
med.ικανότητα γονιμοποίησηςcapacitazione
med.ικανότητα διάχυσηςcoefficiente di diffusione
med.ικανότητα διάχυσηςdiffusibilità
med.ικανότητα επιβίωσηςabilità di sopravvivenza
med.ικανότητα επιλογήςcapacità selettiva
med.ικανότητα κίνησηςproprietà di muoversi
med.ικανότητα κίνησηςmotilità
med.ικανότητα καθίζησηςprecipitabilità
med.ικανότητα κατιοντοανταλλαγήςcapacità di scambio di cationi
med.ικανότητα κωδικοποίησηςcapacità di codificazione
med.ικανότητα μεταφοράς οξυγόνουcapacità di trasporto dell'ossigeno
med.ικανότητα να διαπεραστεί από ακτίνεςradiabilità
med.ικανότητα πήξηςcoagulabilità
med.ικανότητα προσανατολισμούcapacità di orientamento
med.ικανότητα ρίζωσηςabilità di radicarsi
med.ικανότητα ριζοβόλησηςabilità di radicarsi
med.ικανότητα σύνδεσης στο σίδηροcapacità ferro-legante
med.κολυμβητική ικανότηταabilità natatoria
med.λιπαντική ικανότηταlubricità
med.μεταλλαξιογόνος ικανότηταabilità mutagenica
med.μεταλλαξιογόνος ικανότηταmutagenicità
med.παραγωγική ικανότηταrendimento di produzione
med.παραγωγική ικανότηταefficienza di produzione
med.πολωτική ικανότηταpolarizzabilità
med.προσανατολιστική ικανότηταcapacità di orientamento
med.προσαρμοστική ικανότηταpotenza di adattamento
med.προσαρμοστική ικανότηταadattabilità
med.προσροφητική ικανότηταcapacità di adsorbimento
med.προσροφητική ικανότηταadsorbabilità
med.ρυθμιστική ικανότηταpotere tampone
med.ρυθμιστική ικανότηταcapacità tampone
med.σιδηροδεσμευτική ικανότηταcapacità ferro-legante
med.φέρουσα ικανότηταcapacità portante