DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing συσκευή | all forms
GreekDanish
αναπνευστική συσκευήlufttilført åndedrætsværn
αναπνευστική συσκευή με προσωπίδα αερογραμμήςfriskluftapparat
αυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος με μηχανισμό αναπαραγωγής οξυγόνουregenerationsapparat
αυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος τύπου πεπιεσμένου οξυγόνουkredsløbsapparat
αυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος τύπου υγρού οξυγόνουkredsløbsapparat
μη αυτοτελής αναπνευστική συσκευήfriskluftapparat
μη υποβοηθούμενη αναπνευστική συσκευή αέροςselvsugerapparat
προστατευτική αναπνευστική συσκευή τύπου διαφυγήςåndedrætsværn til brug i nødsituationer
προστατευτική συσκευή τύπου "σύρτης"synkroniseret værn
συσκευή απόσβεσης θορύβουlyddæmper
συσκευή απόσβεσης θορύβουlydskærm
συσκευή απόσβεσης θορύβουlydbaffel
συσκευή ασφάλειαςsikringsanordning
συσκευή ασφάλειαςsikkerhedsanordning
συσκευή ασφαλείας για αναρτήσειςfangsele
συσκευή ασφαλείας για αναρτήσειςfangbælte
συσκευή δειγματοληψίαςfilterkassette
συσκευή διάταξηςsikringsanordning
συσκευή διάταξηςsikkerhedsanordning
συσκευή εγγραφής παρουσίαςtidsstempler
συσκευή εγγραφής παρουσίαςarbejdstids kontrolur
συσκευή μηδενισμούnulindstillingsknap
συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματοςiltanlæg med lukket kredsløb
συσκευή προστασίαςbeskyttelsesanordning
συσκευή προστασίας από σύγκρουσηkollisionsbeskyttelsesudstyr
συσκευή συναγερμούalarmsirene
συσκευή συναγερμούadvarselssignal
συσκευή συνεχούς ροής οξυγόνουiltanlæg med konstant gennemstrømning
συσκευή τινάγματος χειριστηρίωνtilbagetrækningsmekanisme
συσκευή υγρής δειγματοληψίαςvaskeflaske
υποβοηθούμενη αναπνευστική συσκευή αέροςblæsermaske