DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Natural sciences containing συμβουλευτική | all forms
GreekDanish
ευρωπαϊκή συμβουλευτική επιτροπή για την έρευναeuropæisk rådgivende forskningsudvalg
Μεικτή συμβουλευτική ομάδα ΕΟΚ/Ηνωμένων Πολιτειών για την επιστήμη και την τεχνολογίαfælles rådgivende gruppe EF/USA for videnskab og teknologi
συμβουλευτική επιτροπή για τη διαχείριση των σχεδίων επίδειξης σχετικά με την εκμετάλλευση εναλλακτικών πηγών ενέργειαςDet Rådgivende Udvalg for Forvaltning af Demonstrationsprojekter - Udnyttelse af Alternative Energikilder
συμβουλευτική επιτροπή για τη διαχείριση των σχεδίων επίδειξης σχετικά με την εξοικονόμηση ενέργειαςDet Rådgivende Udvalg for Forvaltning af Demonstrationsprojekter - Energibesparelse
συμβουλευτική επιτροπή για τη διαχείριση των σχεδίων επίδειξης σχετικά με την υγροποίηση και αεριοποίηση των στερεών καυσίμων συμπεριλαμβανομένων προτύπων βιομηχανικών σχεδίωνDet Rådgivende Udvalg for Forvaltning af Demonstrationsprojekter - Likvefaktion og Forgasning af Fast Brændsel herunder industrielle pilotprojekter
συμβουλευτική επιτροπή για τη διαχείριση των σχεδίων επίδειξης σχετικά με την υποκατάσταση των υδρογονανθράκων από στερεά καύσιμαDet Rådgivende Udvalg for Forvaltning af Demonstrationsprojekter - Erstatning af Kulbrinter med Fast Brændsel
συμβουλευτική επιτροπή διαχείρισης του προγράμματος ενίσχυσης της τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα των υδρογονανθράκωνDen Rådgivende Udvalg for Forvaltning af Programmet til Støtte for Den Teknologiske Udvikling i Kulbrintesektoren
Συμβουλευτική Ομάδα Αεροδιαστημικών Ερευνών και ΑναπτύξεωςDet Rådgivende Organ for Luftrummets Udforskning og Udvikling
συμβουλευτική ομάδα επιστημονικών και τεχνικών θεμάτωνrådgivende videnskabelig og industriel gruppe