DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing ροή | all forms
GreekDanish
εξισορροπητική ροή κεφαλαίωνligevægtskapitalstrømme
κεφαλαιακή ροή που δεν δημιουργεί δανειακές υποχρεώσειςikke-gældsskabende pengestrøm
κεφαλαιακή ροή που δεν συνδέεται με τη δημιουργία χρέουςpengestrøm som ikke er knyttet til gælden
μακροοικονομική ροήmakroøkonomisk strøm
νομισματική ροήpengestrømme
νομισματική ροήpengestrøm
νομισματική ροήpengebevægelse
πιστωτική ροήkreditstrøm
ροή αποταμιευτικών πόρων χωρίς μεσολάβηση χρηματοδοτικών ιδρυμάτωνophør af virke som finansiel mellemmand
ροή ισοζυγίου πληρωμώνbetalingsbalancestrøm
ροή κεφαλαίουkapitaloverførsler
ροή κεφαλαίωνpengestrøm
ροή μερισμάτωνudbyttestrøm
ροή πιστώσεωνkreditstrøm
ροή που προέρχεται από αποθέματαstrøm afledt af udeståender
ροή πραγματικών δεδομένωνreal strøm
ταμειακή ροήlikviditetsstrøm
ταμειακή ροήydelsesrække
υποκείμενη χρηματική ροήunderliggende pengestrømme
χρηματική ροή βάσει μεταβλητού επιτοκίουvariabel rente
χρηματική ροή βάσει σταθερού επιτοκίουfast rente
χρηματοδοτική ροήkapitalbevægelse
χρηματοδοτική ροήkapitalstrøm
χρηματοδοτική ροήfinansstrømme
χρηματοδοτική ροήfinansielle strømme
χρηματοοικονομική ροήfinansiel strøm