DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing γάτα | all forms
SubjectGreekDanish
med.αυτί γάταςkatteøre
agric.γάτα με κοντό τρίχωμαkorthåret kat
agric.γάτα με μακρύ τρίχωμαperserkat
agric.γάτα με μακρύ τρίχωμαlanghåret kat
agric.γάτα πλατυκέφαληfladhovedet kat (Felis planiceps)
agric.κατοικίδια γάταhuskat (Felis domestica)
med.κόρη του οφθαλμού γάταςkattepupil
transp."μάτι γάτας"færdselssøm
commun., transp."μάτι γάτας"katteøje
el.μουστάκι γάταςcat's whisker
el.μουστάκι γάταςkrystalkontakt
med.νόσος κραυγής γάταςcri du chat
med.νόσος προκαλούμενη από τις αμυχές των γάτωνkattekradsningsfeber
med.νόσος προκαλούμενη από τις αμυχές των γάτωνfelinosis
agric.περσική γάταperserkat
agric.περσική γάταlanghåret kat
med.ροίξος γάταςkattesnurren
med.ροίξος γάταςfrémissement cataire
med.σύνδρομο κραυγής γάταςcri du chat
agric.τροφή για γάτεςkattemad
med.φλεγμονή από δάγκωμα γάταςkattebidsphlegmone
nat.res., health., anim.husb.ψύλλος της γάταςkatteloppe (Ctenocephalides felis)