DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Politics containing απόφαση | all forms
GreekDanish
αναθεωρούμενη απόφασηden oprindelige dom
αναιρεσιβαλλόμενη απόφασηRettens afgørelse
αποφαίνομαι με προδικαστική απόφαση ; αποφαίνομαι προδικαστικώς; εκδίδω προδικαστική απόφασηtræffe præjudiciel afgørelse
απόφαση για διαδικασία εξέτασης σχετικά με ...' απόφαση για διαδικασία εξέτασης όσον αφορά ...afgørelse om behandlingsprocedure vedrørende ...
απόφαση για διεξαγωγή της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρώνbeslutning om,at dørene skal lukkes
απόφαση επί της αναθεωρήσεωςdommen i genoptagelsessagen
απόφαση επί της αναιρέσεωςafgørelse om appellen
απόφαση περί αναπομπήςhjemvisningsdom
απόφαση περί αναστολήςafgørelse om udsættelse
απόφαση περί παραπομπήςforelæggelseskendelse
απόφαση που διορθώνεταιden berigtede dom
απόφαση που εκδίδεται ερήμηνudeblivelsesdom
απόφαση που τερματίζει τη δίκηendelig dom
απόφαση του Προέδρουafgørelse truffet af præsidenten
Απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1993 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του ΣυμβουλίουRådets afgørelse om aktindsigt i Rådets dokumenter
απόφαση των Η.Ε.σχετικά με την οριοθέτηση περιοχών ασφαλείαςFN-resolution om de sikre områder
Δήλωση αριθ. 31 για την απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 1987erklæring nr. 31 om Rådets afgørelse af 13. juli 1987
διαδικαστική απόφασηprocedureafgørelse
ερήμην απόφασηudeblivelsesdom
ερμηνευτική απόφασηfortolkende dom
ερμηνευόμενη απόφασηfortolkede dom
ιδιάζουσα απόφαση sui generissui generis-afgørelse
ιδιάζουσα απόφαση sui generisafgørelse
οριστική απόφαση ; αμετάκλητη απόφασηretskraftig dom
οριστική απόφαση ; αμετάκλητη απόφασηendelig dom
προδικαστική απόφασηpræjudiciel dom
προσβαλλόμενη απόφασηden anfægtede dom
σημαντική κοινοτική απόφασηvigtig fællesskabsretsakt
σημείο για το οποίο η ΕΜΑ, σύμφωνα με το άρθ. 19, παρ. 7 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου, μπορεί να λάβει διαδικαστική απόφασηCoreper kan træffe procedureafgørelse om dette punkt i overensstemmelse med artikel 19, stk. 7, i Rådets forretningsorden.