DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing αποδοχές | all forms
GreekDanish
αποδοχές από την άσκηση δραστηριότηταςlønindkomst
αποδοχές από την άσκηση δραστηριότηταςarbejdsløn
αποδοχές,μισθοί και λοιπές αμοιβές των υπαλλήλωνtjenestemænds løn, vederlag og honorarer
καθαρές αποδοχέςnettoløn
κατ'αποκοπήν αποδοχέςstandardindtjening
κατ'αποκοπήν αποδοχέςfikseret indtjening
οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέληden almindelige grund- eller minimumsløn og alle andre ydelser
οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέληden almindelige grund- eller minimumsløn og alle andre ydelser
πλασματικές αποδοχέςfiktiv indtjening
σύσταση ΔΟΕ για τις αποδοχές, τις ώρες εργασίας και την επάνδρωση θάλασσαhenstilling om løn, arbejdstid om bord og bemanding
ωριαίες αποδοχέςtimeløn
ωριαίες αποδοχέςtimefortjeneste
ωριαίες αποδοχέςtidløn