Subject | Greek | Danish |
econ. | απαλλαγή από δασμούς | fritagelse for told |
econ. | απαλλαγή από δασμούς | toldfritagelse |
fin. | απαλλαγή από δασμούς | fritagelser |
econ. | απαλλαγή από δασμούς | afgiftsfritagelse |
econ. | απαλλαγή από ποινές λόγω καθυστέρησης | eftergivelse af bod for forsinkelse |
industr., construct., met. | απαλλαγή από τάσεις | afspænding |
econ. | απαλλαγή από τέλη εξαγωγής | fritagelse for eksportafgifter |
law | απαλλαγή από τα καθήκοντα | suspension |
law | απαλλαγή από τα καθήκοντα | afskedige |
gen. | απαλλαγή από τη θεώρηση | visumfritagelse |
law, fin. | απαλλαγή από τη φορολογία υπό τον όρο της επανεπένδυσης σε πάγια στοιχεία | fritagelse betinget at geninvestering |
law | απαλλαγή από την έγκριση προτύπου ΕΟΚ | fritagelse for EØF-typegodkendelse |
econ. | απαλλαγή από την εκτέλεση του προϋπολογισμού | decharge for budget |
law, lab.law. | απαλλαγή από την εργασία | tjenestefritagelse |
law, lab.law. | απαλλαγή από την εργασία | arbejdsfritagelse |
health., pharma. | απαλλαγή από την καταβολή τελών | gebyrfritagelse |
gen. | απαλλαγή από την κοινοποίηση | fritagelse for anmeldelsespligt |
fin. | απαλλαγή από την υποχρέωση δημοσίευσης του ενημερωτικού δελτίου | dispensation fra forpligtelsen til at offentliggøre et prospekt |
law, immigr. | απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης | visumfritagelse |
immigr. | απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης για βραχεία διαμονή | visumfritagelse for kortvarige ophold |
law | απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής χρηματικής ποινής | fritage for bøden |
law, lab.law. | απαλλαγή από την υποχρέωση προειδοποίησης | dispensation fra en frist |
fin. | απαλλαγή από την υποχρέωση προσκόμισης της δήλωσης κοινοτικής διαμετακόμισης | fritagelse for at forelægge angivelse vedrørende fællesskabsforsendelse |
fin. | απαλλαγή από την υποχρέωση προσκόμισης των εμπορευμάτων | undtagelse fra forpligtelsen til at frembyde varerne |
lab.law. | απαλλαγή από την υποχρέωση της υπογραφής | fritage for at møde op til kontrol |
econ., energ.ind. | απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές | omstilling til uafhængighed af fossile brændsler |
econ., energ.ind. | απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές | dekarbonisering |
econ., energ.ind. | απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές | skift til brændsler, der indeholder mindre fossilt kulstof |
econ., energ.ind. | απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές | COsub2sub-reduktion |
fin. | απαλλαγή από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης | fritagelse for betaling af socialsikringsbidrag |
tax. | απαλλαγή από το ΦΠΑ | momsfritagelse |
tax. | απαλλαγή από το φόρο | skattefrihed |
tax. | απαλλαγή από το φόρο | skattefritagelse |
tax. | απαλλαγή από το φόρο | afgiftsfritagelse |
law | απαλλαγή από τον έλεγχο ΕΟΚ | fritagelse for EØF-kontrol |
tax. | απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης | fritagelse for punktafgifter |
fin., polit. | απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς | fritagelse for importafgifter |
law | απαλλαγή από υποχρέωση κατοχής διαβατηρίου | pasfrihed |
fin. | απαλλαγή από όλους τους δασμούς | toldfritagelse |
fin. | απαλλαγή από όλους τους δασμούς | fritagelse for told |
fin. | απαλλαγή για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού | decharge for gennemførelsen af det almindelige budget |
market., fin. | απαλλαγή για τρίτες χώρες | toldfri medbringelse til EU ved indrejse fra ikke-EU lande |
fin. | απαλλαγή για φιλανθρωπικούς σκοπούς | skattefradrag for donationer til velgørenhedsformål |
law | απαλλαγή εκ των καθηκόντων | afskedigelse fra embede på grund af tjenesteforseelse |
fin. | απαλλαγή επιζώντος συζύγου | skattelettelse/nedsættelse for overlevende ægtefælle/samlever |
gen. | απαλλαγή καθηκόντων | fratræden ved afskedigelse |
law, commer. | απαλλαγή κατά κατηγορία κανονισμός | gruppefritagelsesforordning |
law, fin. | απαλλαγή κατά κατηγορίες | gruppefritagelse |
tax. | απαλλαγή κατά την εισαγωγή | afgiftsfritagelse ved indførsel |
transp. | απαλλαγή καυσίμων αεροσκαφών από τη φορολογία | fritagelse for at flybrændstof beskattes |
fin. | απαλλαγή κερδών από τυχερά παιχνίδια | skattefritagelse for lotterigevinster |
law, fin. | απαλλαγή με επιστροφή των φόρων που κατεβλήθησαν στο προηγούμενο στάδιο | fritagelse med tilbagebetaling af indgående afgift |
law, fin. | απαλλαγή με επιστροφή των φόρων που κατεβλήθησαν στο προηγούμενο στάδιο | fritagelse med tilbagebetaling af de i det tidligere omsætningsled erlagte afgifter |
law, patents. | απαλλαγή της εδαφικής προστασίας | fritagelse,der indrømmes for bestemmelser om områdebeskyttelse |
fin. | απαλλαγή του ενυπόθηκου οφειλέτη για εξόφληση | frigørelse fra kontraktlig forpligtelse |
polit., law | απαλλαγή του μάρτυρα από την όρκιση | fritage vidnet for at aflægge ed |
law, econ. | απαλλαγή του προσωπικού | personalereduktion |
law, econ. | απαλλαγή του προσωπικού | fritstilling af ansatte |
law, crim.law., UN | απαλλαγή των δικαστών | fritagelse af dommere |
law, econ. | απαλλαγή των εργαζομένων | fritstilling af arbejdskraft |
law, econ. | απαλλαγή των εργαζομένων | afskedigelse af arbejdstagere |
law, fin. | απαλλαγή των περιουσιακών στοιχείων από περιορισμούς | aktivernes fritagelse for restriktioner |
account. | απαλλαγή χρέους | eftergivelse af gæld |
law, fin. | απαλλαγή χωρίς έκπτωση των ζημιών | fritagelse uden fradrag af underskud |
tax. | απαλλαγή χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών | momsfritagelse uden ret til refusion af købsmoms |
tax. | απαλλαγή χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών | momsfritagelse uden ret til refusion af indgående moms |
tax. | απαλλαγή χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών | fritagelse uden ret til refusion af købsmoms |
tax. | απαλλαγή χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών | fritagelse uden ret til refusion af indgående moms |
environ. | αποζημίωσηεις/βοήθημα/επίδομα/απαλλαγή/έκπτωση | tillæg |
environ. | αποζημίωσηεις/βοήθημα/επίδομα/απαλλαγή/έκπτωση | godtgørelse |
fin. | απόφαση με την οποία χορηγείται απαλλαγή στην Επιτροπή | afgørelse om decharge til Kommissionen |
fin. | αρμόδια για την απαλλαγή αρχή | dechargemyndighed |
fin. | αρχές υπεύθυνες για την απαλλαγή | myndigheder,der skal meddele decharge |
fin. | αρχή αρμόδια για την απαλλαγή | dechargemyndighed |
fin. | ατομική απαλλαγή | individuel fritagelse |
insur. | αφαιρετέα απαλλαγή σε ζημιές πλοίου του 1/3 λόγω παλαιότητας | sædvanlige fradrag |
insur. | αφαιρετέα απαλλαγή σταθερού ποσού | selvrisiko |
transp. | γενικευμένη απαλλαγή από την υποχρέωση σύστασης εγγύησης για τις πράξεις εσωτερικής κοινοτικής διαμετακόμισης | generel fritagelse for sikkerhedsstillelse i forbindelse med interne fælleskabsforsendelser |
fin. | δίνω απαλλαγή στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού | meddele Kommissionen decharge for budgettets gennemførelse |
econ. | δασμολογική απαλλαγή | toldfrihed |
comp., MS | δικαιούχος πληρωμής που δικαιούται απαλλαγή | fritaget for betaling |
insur. | εθελοντική αφαιρετέα απαλλαγή | selvrisiko |
market., fin. | ενδοκοινοτική απαλλαγή | intra-EU toldfri kvota |
immigr. | εξαίρεση από την υποχρέωση θεωρήσεως; απαλλαγή από την υποχρέωση θεωρήσεως | visumfritagelse |
immigr. | εξαίρεση από την υποχρέωση θεωρήσεως; απαλλαγή από την υποχρέωση θεωρήσεως | visumfrihed |
immigr. | εξαίρεση από την υποχρέωση θεωρήσεως; απαλλαγή από την υποχρέωση θεωρήσεως | fritagelse for visumpligt |
fin. | επιστροφή δασμών ή απαλλαγή από δασμούς | refusion af eller fritagelse for told |
fin. | εφάπαξ απαλλαγή | standardfradrag |
fin. | καθεστώς προσωρινής εισαγωγής με απαλλαγή | ordning vedrørende fritagelse ved midlertidig indførsel |
law, tax. | κεφάλαιο που αρχικά σχηματίσθηκε με απαλλαγή από το φόρο | skattefri hensættelse |
fin. | λογαριασμοί με φορολογική απαλλαγή των τόκων | IRA/Keogh-konti |
fin. | μερική απαλλαγή | delvis toldfritagelse |
fin. | μερική απαλλαγή | delvis fritagelse |
tax. | μερική φορολογική απαλλαγή | delvis fritaget for beskatning |
fin. | μεταβατική απαλλαγή της πράξης | midlertidig fritagelse af de transaktion |
fin. | ολική απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς | fuldstændig fritagelse for importafgifter |
el. | παραλλακτική απαλλαγή | parallaktisk libration |
fin. | προβλέπω η απαλλαγή να μην αφορά μόνο τους δασμούς | fastsætte, at fritagelsen ikke alene omfatter told |
law, fin. | προοδευτική απαλλαγή | fritagelse med progressiv beskatning |
law, fin. | προσωρινή απαλλαγή από το φόρο εισφοράς | midlertidig fritagelse for kapitalførselsafgift |
tax. | προσωρινή φορολογική απαλλαγή | midlertidig skattefritagelse |
insur. | ρήτρα που επιβάλλει μια αφαιρετέα απαλλαγή στο ασφαλιστήριο | Jason-klausul |
insur. | υποχρεωτική αφαιρετέα απαλλαγή | obligatorisk selvrisiko |
tax. | φορολογική απαλλαγή | skatteimmunitet |
econ. | φορολογική απαλλαγή | skattefritagelse |
fin. | φορολογική απαλλαγή | fratrækning |
fin. | φορολογική απαλλαγή | personfradrag |
tax. | φορολογική απαλλαγή | afgiftsfrihed |
tax. | φορολογική απαλλαγή λόγω επενδύσεων | skattemæssigt fradrag for investeringer |
tax. | φορολογική απαλλαγή λόγω επενδύσεων | skattemæssig investeringsfradrag |
tax. | φορολογική απαλλαγή λόγω επενδύσεων | investeringstilskud |