DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing Περιοχή | all forms
GreekDanish
ονομαστική περιοχή χρησιμοποίησηςnominelle brugsområde
περιοχή ακριβείαςmåleområde
περιοχή διαλογήςindstillingsområde
περιοχή δοκιμώνafprøvningsområde
περιοχή ελέγχουmåleinterval
περιοχή ελέγχουindstillingsområde
περιοχή ισχύοςgyldighedsområde
περιοχή ισχύοςarbejdsområde
περιοχή καταμέτρησηςtællerområde
περιοχή λειτουργίαςdriftsområde
περιοχή λειτουργίαςbenyttelsesområde
περιοχή μετρήσεωνeffektivt område
περιοχή μετρήσεωςmåleområde
περιοχή πηγώνkildeområde
πρόσθετη περιοχήfinindstilling
στη δοκιμασία λέβητα το μέταλλο παραμένει στην ελαστική περιοχήved kedelprøvningen forbliver metallet i det elastiske område