DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Forestry containing Αποθήκευση | all forms
GreekRussian
ένα μέρος για προσωρινή αποθήκευση ξυλείαςдровяной склад
ένα μέρος για προσωρινή αποθήκευση ξυλείαςлесной склад
κορμοπλατεία για προσωρινή αποθήκευση ξύλουдровяной склад
κορμοπλατεία για προσωρινή αποθήκευση ξύλουлесной склад