Subject | Greek | Portuguese |
fin. | έλεγχος από το κράτος μέλος καταγωγής | controlo pelo Estado-membro de origem |
insur. | αίτηση για παροχή πληροφοριών σχετικά με το ύψος των εισπραττομένων προσόδων σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος | pedido de informações relativas ao montante dos rendimentos auferidos num estado-membro que não seja o estado competente |
insur. | αίτηση για παροχή πληροφοριών σχετικά με το ύψος των εισπραττομένων προσόδων σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος | formulário E601 |
law | αναίρεση που ασκείται από κράτος μέλος | recurso interposto por um Estado-membro |
law, fin. | ανεξαρτησία επί του προϋπολογισμού που διαθέτει το κράτος μέλος | soberania orçamental do Estado |
transp. | αποκατάσταση των ζημιών στο συγκεκριμένο κράτος μέλος | indemnização por danos no Estado-membro em causa |
law, insur. | αρμόδιο Κράτος-μέλος | Estado-membro competente |
insur. | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές ασθένειας και μητρότητας σε είδος,σε περίπτωση κατοικίας σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος | formulário E106 |
insur. | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές ασθένειας και μητρότητας σε είδος,σε περίπτωση κατοικίας σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος | atestado de direito às prestações em espécie do seguro de doença e maternidade no caso de pessoas que residam num outro país que não o país competente |
insur. | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές σε είδος κατά την διάρκεια προσωρινής διαμονής σε κράτος μέλος | formulário E111 |
insur. | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές σε είδος κατά την διάρκεια προσωρινής διαμονής σε κράτος μέλος | atestado de direito às prestações em espécie durante uma estada num Estado-membro |
environ. | δασόφυτο κράτος μέλος | Estado-Membro com consideráveis áreas florestais |
social.sc. | δημιουργία υπηρεσίας που θα λειτουργεί σε εθελοντική βάση σ'ένα άλλο κράτος μέλος | cumprimento de um serviço voluntário num outro Estado-membro |
fin. | διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευθχεί από το κράτος μέλος | carácter duradouro da convergência alcançada pelo Estado-membro |
law | διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευχθεί από το κράτος μέλος | caráter duradouro da convergência alcançada pelo Estado-Membro |
law | διεθνής καταχώρηση με ισχύ σε ένα κράτος μέλος | registo internacional com efeitos num Estadomembro |
law | ειδοποιώ το κράτος μέλος | notificar o Estado-membro |
fin. | ειδοποιώ το κράτος μέλος να λάβει μέτρα 1 | notificar o Estado-membro para tomar medidas |
fin. | εισάγον κράτος μέλος με ανατιμημένο νόμισμα | Estado-membro importador de moeda apreciada |
fin. | εισάγον κράτος μέλος με υποτιμημένο νόμισμα | Estado-membro importador de moeda depreciada |
fin. | εξάγον κράτος μέλος με ανατιμημένο νόμισμα | Estado-membro exportador de moeda apreciada |
fin. | εξάγον κράτος μέλος με υποτιμημένο νόμισμα | Estado-membro exportador de moeda depreciada |
gen. | επανέκδοση σε άλλο κράτος μέλος | reextradição para outro Estado-membro |
immigr. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας | comité para a aplicação do regulamento que estabelece os critérios e mecanismos de determinação do Estado-Membro responsável pela análise e um pedido de asilo apresentado num dos Estados-Membros por um nacional de um país terceiro |
agric. | ημερομηνία πρώτης νηολόγησης στο κράτος μέλος | dato do primeiro registo no Estado-membro |
priv.int.law., immigr. | Κανονισμός ΕΕ αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα | Regulamento de Dublim |
priv.int.law., immigr. | Κανονισμός ΕΕ αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα | Regulamento UE n.º 604/2013 do Parlamento Europeu e do Conselho, de 26 de junho de 2013, que estabelece os critérios e mecanismos de determinação do Estado-Membro responsável pela análise de um pedido de proteção internacional apresentado num dos Estados-Membros por um nacional de um país terceiro ou por um apátrida |
priv.int.law., immigr. | Κανονισμός ΕΚ αριθ. 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας | Regulamento de Dublim |
priv.int.law., immigr. | Κανονισμός ΕΚ αριθ. 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας | Regulamento UE n.º 604/2013 do Parlamento Europeu e do Conselho, de 26 de junho de 2013, que estabelece os critérios e mecanismos de determinação do Estado-Membro responsável pela análise de um pedido de proteção internacional apresentado num dos Estados-Membros por um nacional de um país terceiro ou por um apátrida |
gen. | Κράτος μέλος | Estado-Membro |
law | κράτος μέλος | Estado-Membro |
gen. | κράτος μέλος | Estado-membro |
tax. | κράτος μέλος άφιξης | Estado-membro de chegada |
fin. | κράτος μέλος αγοράς | Estado-membro de compra |
fin. | κράτος μέλος αναχώρησης | Estado-membro de partida |
law, immigr. | κράτος μέλος διέλευσης | país de trânsito |
law, immigr. | κράτος μέλος διέλευσης | Estado de trânsito |
cust., tax., econ. | κράτος μέλος εγγραφής | Estado-Membro de identificação |
econ. | κράτος μέλος ΕΕ | Estado-Membro UE |
commer. | κράτος μέλος εισαγωγής | Estado-membro de importação |
fin. | κράτος μέλος εισόδου | Estado-membro de importação |
fin., econ. | κράτος μέλος εκτός ζώνης ευρώ | Estado-Membro não participante na área do euro |
fin. | κράτος μέλος εξαγωγής | Estado-membro exportador |
fin. | κράτος μέλος εξαγωγής | Estado-membro de exportação |
fin. | κράτος μέλος επανεισαγωγής | Estado-Membro de reimportação |
fin. | κράτος μέλος επανεξαγωγής | Estado-Membro de reexportação |
fin. | κράτος μέλος καταγωγής | Estado-Membro de origem |
tax. | κράτος μέλος κατανάλωσης | Estado-membro de consumo |
law | κράτος μέλος κατοικίας | Estado-membro de residência |
fin. | κράτος μέλος με παρέκκλιση | Estado-membro que beneficia de uma derrogação |
fin. | κράτος μέλος με παρέκκλιση | Estado-Membro que beneficie de uma derrogação |
law | κράτος μέλος που άσκησε την προηγούμενη Προεδρία | Presidência anterior |
el. | κράτος μέλος που δεν διαθέτει πυρηνικά όπλα | Estado-Membro não dotado de armas nucleares |
el. | κράτος μέλος που διαθέτει πυρηνικά όπλα | Estado-Membro dotado de armas nucleares |
law | κράτος μέλος που θα ασκήσει την επόμενη Προεδρία | Presidência seguinte |
fin. | κράτος μέλος που συμμετέχει στην Ένωση | Estado-membro participante na União |
fin. | κράτος μέλος προέλευσης των προϊόντων | Estado-membro de origem dos bens |
stat., fin., work.fl. | κράτος μέλος προορισμού | Estado-membro de destino |
law, transp., nautic. | κράτος μέλος σημαίας | Estado-membro de pavilhão |
insur. | κράτος μέλος στάθμευσης του οχήματος | Estado-membro em que o veículo se desloca |
insur. | κράτος μέλος στάθμευσης του οχήματος | Estado-membro de estacionamento habitual |
insur. | κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται ο κίνδυνος | Estado-Membro em que se situa o risco |
insur. | κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης | Estado-Membro do compromisso |
fin., insur. | κράτος μέλος της εγκατάστασης | Estado-membro do estabelecimento |
insur. | κράτος μέλος της παροχής υπηρεσιών | Estado-membro da prestação de serviços |
law | κράτος μέλος της σύμβασης των Παρισίων | Estado parte na Convenção de Paris |
law, immigr. | κράτος μέλος υποδοχής | Estado de acolhimento |
law, immigr. | κράτος μέλος υποδοχής | país de acolhimento |
insur. | κράτος μέλος υποδοχής | Estado-Membro de acolhimento |
law | κράτος μέλος υποδοχής | Estado-membro de acolhimento |
insur. | κράτος μέλος υποκαταστήματος | Estado-membro da sucursal |
law | κράτος μέλος χωρίς παρέκκλιση | Estado-membro que não beneficia de uma derrogação |
econ., fin. | μέτρα που λαμβάνει το κράτος μέλος στο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης | medidas adotadas pela administração central do Estado-Membro |
transp., avia. | μίσθωση αεροσκάφους εγγεγραμμένου σε άλλο κράτος μέλος | alugar um aeronave registada em outro Estado-Membro |
gen. | Μεικτή επιτροπή για τη συμφωνία μεταξύ της ΕΚ, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή τη Νορβηγία | Comité Misto do acordo entre a CE, a Islândia e a Noruega relativo aos critérios e mecanismos de determinação do Estado responsável pela análise de um pedido de asilo apresentado num Estado-Membro, na Islândia ou na Noruega |
fin., econ. | μη συμμετέχον κράτος μέλος | Estado-Membro não participante na área do euro |
law | Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος | O presente regulamento é obrigatório em todos os seus elementos e diretamente aplicável em todos os Estados-Membros |
transp. | πραγματικό κράτος μέλος εξαγωγής | Estado-membro de exportação real |
law | προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται από κράτος μέλος ή το Συμβούλιο κατά αποφάσεων και συστάσεων της Ανώτατης Αρχής | recursos de anulação interpostos das decisões e recomendações da Alta Autoridade por um dos Estados-membros ou pelo Conselho |
fin. | προïόντα που έχουν αρχικά εισαχθεί από ένα κράτος μέλος | produtos originariamente importados de um Estado-membro |
polit., commer. | Πρωτόκολλο περί εμπορευμάτων καταγωγής και προελεύσεως ορισμένων χωρών και που απολαύουν ειδικού καθεστώτος κατά την εισαγωγή σε ένα κράτος μέλος | Protocolo relativo às Mercadorias Originárias e Provenientes de Certos Países e que beneficiam de um Regime Especial aquando da Importação para um dos Estados-Membros |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές | Comité Consultivo para a medidas a tomar em caso de crise no mercado dos transportes rodoviários de mercadorias e para a aplicação da legislação relativa às condições de admissão de transportadores não residentes aos transportes nacionais rodoviários de mercadorias num Estado-Membro cabotagem |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές μεταφορές επιβατών σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές | Comité Consultivo para as condições em que os transportadores não residentes podem efetuar serviços de transporte rodoviário de passageiros num Estado-Membro cabotagem |
fin. | συμμετέχον κράτος μέλος | Estado-membro participante |
fin. | συμμετέχον κράτος μέλος | Estado-membro participante à taxa de conversão |
fin. | συμμετέχον κράτος μέλος | Estado-Membro participante |
fin. | συμμετέχον κράτος μέλος | Estado-Membro que adotou o euro |
fin. | συνορεύον κράτος μέλος | Estado-Membro vizinho |
gen. | τριάδα Επιτροπή-κράτος μέλος-ΥΧΕ | diálogo tripartido-Estado-Membro-PTU |