DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Metallurgy containing ψύξη | all forms
GreekPortuguese
αντίστροφη ψύξηtêmpera invertida
απότομη ψύξη με λουτρό λαδιού ή με καθησυχασμένο αέρα ή με ρεύμα αέραtêmpera com óleo ou com ar calmo ou por insuflação de ar
βαφή με ψύξηtêmpera em conquilha
δημιουργία εσωτερικών ρωγμών κατά την ψύξη ή την αναθέρμανση πλινθωμάτωνfendas produzidas no arrefecimento ou no reaquecimento dos lingotes
διάγραμμα μεταβολών με προοδευτική ψύξηcurva de transformação por arrefecimento contínuo
εσωτερική ψύξηrefrigerador interno
η ψύξη πραγματοποιείται σε λάδι,σε ρεύμα ξηρού αέρα ή σε θερμό αλατούχο λουτρόa têmpera efetua-se com óleo numa corrente de ar seco ou banho quente
κοπή με ψύξη νερούcorte com refrigeração por água
μετά από απότομη ψύξη ο χάλυβας χρονοσκληρύνθηκε και τελικά ψύχθηκεapós têmpera o aço é revenido e depois temperado
μεταβολή της σκληρότητας HV κατά την διάρκεια αποκατάστασης μετά από απότομη ψύξηvariação da dureza HV por revenido após têmpera
ο ωστενίτης ομογενοποιείται και δίνει με απότομη ψύξη ομοιόμορφο μαρτενσίτηa austenite homogeniza-se e dá por têmpera uma martensite uniforme
οι τοπικοί διαφορισμοί του τύπου "φαντασμάτων" δίνουν διαφορετικές δομές από απότομη ψύξηas segregações locais do tipo veia escura dão estruturas de têmpera diferentes
ψύξη χαλύβδινης πλάκας κοιλιάςcaixas de refrigeração do recipiente