DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing συσκευή του | all forms
GreekPortuguese
συσκευή που απομονώνει από τον αέρα του περιβάλλοντος,με ανοικτό κύκλωμααέραaparelho isolante com circuito aberto
συσκευή που απομονώνει από τον αέρα του περιβάλλοντος,με κλειστό κύκλωμαοξυγόνοaparelho isolante com circuito fechado
συσκευή που απομονώνει από τον αέρα του περιβάλλοντος,με λήψη από τον ελεύθερο αέραaparelho isolante de ar fresco