DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing συσκευή του | all forms
GreekPortuguese
συσκευή ακριβούς τοποθέτησης του εργαλείου συρματοποίησηςmarcador de passagens
συσκευή απομακρύνσεως των αερίων του ψυκτικού μέσουlavador do gás refrigerante
συσκευή επιτηρήσεως της ραδιενεργείας των περιεχομένων εις τον αέρα του περιβλήματος σωματιδίωνmonitor de controlo das partículas no ar de contenção
συσκευή επιτηρήσεως του κενού του συμπυκνωτή με αέριοmonitor de gás da extração de ar do condensador
συσκευή μείωσης του θορύβουmedida de redução de ruído
συσκευή παραγωγής ασετυλίνης με τη μέθοδο του νερούgerador de acetileno por via húmida