DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing συρματόσχοινο | all forms
GreekPortuguese
βαρούλκο με συρματόσχοινοguincho de cabo
εύκαμπο συρματόσχοινο ελέγχουcabo de controlo
πορθμείο που λειτουργεί με συρματόσχοινοbarca movida por cabos
προεντεταμένο συρματόσχοινοcabo pré-esticado
συρματόσχοινο ανάσχεσης αεροσκάφους με άγκιστροcabo do gancho de arrasto
συρματόσχοινο της πτέρναςcabo do talão