DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Social science containing συμφωνία | all forms
GreekPortuguese
Ευρωπαϊκή Συμφωνία σχετικά με την απασχόληση νέων ως εσωτερικών αμίσθων βοηθών au pairAcordo Europeu sobre a Colocação "Au pair"
κοινωνική συμφωνίαConcertação Social
Προσωρινή Ευρωπαϊκή Συμφωνία "αφορώσα εις τα συστήματα κοινωνικής ασφαλείας τα σχετικά με το γήρας, την αναπηρίαν και τους επιζώντας"Acordo Provisório Europeu sobre os Regimes de Segurança Social relativos à Velhice, Invalidez e Sobrevivência
Προσωρινή Ευρωπαϊκή Συμφωνία "αφορώσα εις την κοινωνικήν ασφάλειαν, εξαιρουμένων των τομέων του γήρατος, της αναπηρίας και των επιζώντων"Acordo Provisório Europeu sobre Segurança Social, à exceção dos Regimes relativos à Velhice, Invalidez e Sobrevivência
Πρόσθετη Συμφωνία για την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την κοινωνική ασφάλισηAcordo Complementar para Aplicação da Convenção Europeia de Segurança Social
συμφωνία για τα διεθνή πρότυπα μη βάναυσης παγίδευσηςAcordo sobre normas internacionais de armadilhagem sem crueldade
Συμφωνία "περί ανταλλαγής αναπήρων μεταξύ των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς ιατρικήν περίθαλψιν"Acordo sobre o Intercâmbio de Mutilados de Guerra entre os Países Membros do Conselho da Europa para efeitos de Tratamento Médico
Συμφωνία "περί της κοινωνικής ασφαλίσεως των λεμβούχων του Ρήνου"Acordo relativo à Segurança Social dos Barqueiros do Reno
Συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαικής Κοινότητας πλην του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας για την κοινωνική πολιτικήAcordo Social
Συμφωνία των'Ενδεκα επί της κοινωνικής πολιτικήςacordo assinado por onze Estados-Membros relativo à política social