DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing πρωτοβουλία | all forms
GreekPortuguese
έρευνα ιδίας πρωτοβουλίαςinquérito de iniciativa própria
αναστολή της διαδικασίας με πρωτοβουλία του δικαστηρίουsuspender a instância por sua própria iniciativa
δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίαςdireito de iniciativa legislativa
δικαίωμα πρωτοβουλίαςdireito de iniciativa
μη αποκλειστικό δικαίωμα ανάληψης πρωτοβουλίαςdireito de iniciativa não exclusivo
πρόγραμμα ανάπτυξης συντονισμένων πρωτοβουλιών σχετικά με την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, τις εξαφανίσεις ανηλίκων και τη χρησιμοποίηση των μέσων τηλεπικοινωνίας για σκοπούς εμπορίας ανθρώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιώνprograma de promoção de iniciativas coordenadas de luta contra o tráfico de seres humanos e a exploração sexual de crianças, os desaparecimentos de menores e a utilização de meios de telecomunicações para fins de tráfico de seres humanos e exploração sexual de crianças
Πρόγραμμα υποστήριξης πρωτοβουλιών για τήν απασχόλησηPrograma de apoio a criação de empregos
χώρα πρωτοβουλίαςpaís precursor
χώρα πρωτοβουλίαςpaís pioneiro