Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
Terms
for subject
Social science
containing
πρωτοβουλία
|
all forms
Greek
Portuguese
επιτροπή-σύνδεσμος μεταξύ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των ομάδων ελεύθερης
πρωτοβουλίας
για την καταπολέμηση της φτώχειας
comissão de ligação entre a Comissão e entidades que se constituem como objetivo de combater a pobreza
κοινοτική
πρωτοβουλία
, για την προώθηση της ισότητας ευκαιριών στον τομέα της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης
Novas Oportunidades para as Mulheres
κοινοτική
πρωτοβουλία
, για την προώθηση της ισότητας ευκαιριών στον τομέα της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης
iniciativa comunitária para a promoção da igualdade de oportunidades para as mulheres no domínio do emprego e da formação profissional
Κοινοτική
πρωτοβουλία
για τις νέες επαγγελματικές ειδικεύσεις, τις νέες ικανότητες και τις νέες ευκαιρίες απασχόλησης
Iniciativa Comunitária relativa às Novas Qualificações, Novas Competências e Novas Oportunidades de Emprego
Κοινοτική
πρωτοβουλία
σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ορισμένες μειονεκτούσες ομάδες
Iniciativa Comunitária relativa às Pessoas Deficientes e a Certos Grupos Desfavorecidos
κοινοτική
πρωτοβουλία
σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ορισμένες μειονεκτούσες ομάδες
iniciativa comunitária relativa às pessoas deficientes e a certos grupos desfavorecidos
κοινοτική τεχνολογική
πρωτοβουλία
υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ηλικιωμένων
iniciativa comunitária no domínio da tecnologia para deficientes e idosos
κοινοτική τεχνολογική
πρωτοβουλία
υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ηλικιωμένων
Tecnologia ao Serviço da Integração Socioeconómica dos Deficientes e dos Idosos
Πρωτοβουλία
"Απασχόληση - Integra"
INTEGRA
πρωτοβουλία
-πλαίσιο για την κοινωνική προστασία
iniciativa quadro sobre a proteção social
Get short URL