DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Social science containing πρωτοβουλία | all forms
GreekPortuguese
επιτροπή-σύνδεσμος μεταξύ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των ομάδων ελεύθερης πρωτοβουλίας για την καταπολέμηση της φτώχειαςcomissão de ligação entre a Comissão e entidades que se constituem como objetivo de combater a pobreza
κοινοτική πρωτοβουλία, για την προώθηση της ισότητας ευκαιριών στον τομέα της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισηςNovas Oportunidades para as Mulheres
κοινοτική πρωτοβουλία, για την προώθηση της ισότητας ευκαιριών στον τομέα της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισηςiniciativa comunitária para a promoção da igualdade de oportunidades para as mulheres no domínio do emprego e da formação profissional
Κοινοτική πρωτοβουλία για τις νέες επαγγελματικές ειδικεύσεις, τις νέες ικανότητες και τις νέες ευκαιρίες απασχόλησηςIniciativa Comunitária relativa às Novas Qualificações, Novas Competências e Novas Oportunidades de Emprego
Κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ορισμένες μειονεκτούσες ομάδεςIniciativa Comunitária relativa às Pessoas Deficientes e a Certos Grupos Desfavorecidos
κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ορισμένες μειονεκτούσες ομάδεςiniciativa comunitária relativa às pessoas deficientes e a certos grupos desfavorecidos
κοινοτική τεχνολογική πρωτοβουλία υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ηλικιωμένωνiniciativa comunitária no domínio da tecnologia para deficientes e idosos
κοινοτική τεχνολογική πρωτοβουλία υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ηλικιωμένωνTecnologia ao Serviço da Integração Socioeconómica dos Deficientes e dos Idosos
Πρωτοβουλία "Απασχόληση - Integra"INTEGRA
πρωτοβουλία-πλαίσιο για την κοινωνική προστασίαiniciativa quadro sobre a proteção social