Subject | Greek | Portuguese |
polit. | έκθεση ιδίας πρωτοβουλίας | relatório de iniciativa |
polit. | έκθεση πρωτοβουλίας | relatório de iniciativa |
law | έρευνα ιδίας πρωτοβουλίας | inquérito de iniciativa própria |
transp. | αερομεταφορέας στον οποίο επιτρέπεται να αναλαμβάνει πρωτοβουλία στο θέμα του καθορισμού των τιμών price leader | trasportadora aérea autorizada a atuar como líder de preços |
fin. | αναλαμβάνει κάθε κατάλληλη πρωτοβουλία για να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις αυτές | tomar todas as iniciativas úteis para que estas negociações sejam iniciadas |
law | αναστολή της διαδικασίας με πρωτοβουλία του δικαστηρίου | suspender a instância por sua própria iniciativa |
environ. | αντιρρυπαντική πρωτοβουλία | incentivo antipoluição |
environ. | αντιρρυπαντική πρωτοβουλία | incentivos antipoluição |
econ. | Αφρικανική πρωτοβουλία για την επιβολή της δασικής νομοθεσίας και διακυβέρνησης | Aplicação da Legislação e Governação no Sector Florestal em África |
econ. | Αφρικανική πρωτοβουλία για την επιβολή της δασικής νομοθεσίας και διακυβέρνησης | AFLEG |
IT, R&D., el. | Γνωμοδοτικό συμβούλιο για την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία στη νανοηλεκτρονική | Conselho Consultivo da Iniciativa Europeia em Nanoeletrónica |
gen. | γνωμοδότηση πρωτοβουλίας | Comité para a adaptação ao progresso técnico das diretivas que visam a eliminação dos entraves técnicos ao comércio no setor das matérias que podem ser adicionadas aos medicamentos tendo em vista a sua coloração |
polit., loc.name. | γνωμοδότηση πρωτοβουλίας; γνώμη πρωτοβουλίας | parecer de iniciativa |
polit., loc.name., agric. | Δίκτυο κέντρων πληροφόρησης για τις πρωτοβουλίες σε θέματα αγροτικής ανάπτυξης και για τις γεωργικές αγορές | Rede de Informação sobre as Iniciativas em matéria de Desenvolvimento Rural e sobre os Mercados Agrícolas |
agric. | δίκτυο κέντρων πληροφόρησης για τις πρωτοβουλίες σε θέματα αγροτικής ανάπτυξης και για τις γεωργικές αγορές | rede de centros de informação sobre as iniciativas em matéria de desenvolvimento rural e sobre os mercados agrícolas |
gen. | διαδικασία ανάληψης πρωτοβουλιών από τη βάση | abordagem a partir da base |
gen. | διαδικασία ανάληψης πρωτοβουλιών από τη βάση | processo ascendente |
gen. | διαδικασία ανάληψης πρωτοβουλιών από τη βάση | abordagem da base para o topo |
gen. | διαδικασία ανάληψης πρωτοβουλιών από τη βάση | abordagem "de baixo para cima" |
fin. | διασυνοριακή πρωτοβουλία | iniciativa transfronteiriça |
fin. | Διασυνοριακή Πρωτοβουλία | iniciativa transfronteiriça |
fin. | διατλαντική πρωτοβουλία μικρών επιχειρήσεων | iniciativa transatlântica a favor das pequenas empresas |
fin. | διατλαντική πρωτοβουλία μικρών επιχειρήσεων | iniciativa empresarial transatlântica a favor das pequenas empresas |
econ., polit., loc.name. | Διαχειριστική Επιτροπή για τις κοινοτικές πρωτοβουλίες | Comité de gestão para as iniciativas comunitárias |
gen. | Διαχειριστική επιτροπή για τις κοινοτικές πρωτοβουλίες | Comité de Gestão para as Iniciativas Comunitárias |
law | δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας | direito de iniciativa legislativa |
law | δικαίωμα πρωτοβουλίας | direito de iniciativa |
econ. | ειδική πρωτοβουλία για την Αφρική | iniciativa especial para a África |
econ. | εμβληματική πρωτοβουλία | iniciativa emblemática |
fin. | ενίσχυση σε πρωτοβουλίες | auxílio às iniciativas tratamento de resíduos |
econ. | ενδεχόμενη αποχώρηση μιας χώρας από το σύστημα με δική της πρωτοβουλία | eventual retirada do sistema,decidida pelo próprio país |
fin. | ενισχυμένη πρωτοβουλία για τις ΥΦΧ | Iniciativa Reforçada em favor dos Países Pobres Altamente Endividados |
fin. | ενισχυμένη πρωτοβουλία για τις ΥΦΧ | Iniciativa PPAE Reforçada |
gen. | Ενωμένη Αριστερά - Πρωτοβουλία για την Καταλωνία | Esquerda Unida - Iniciativa para a Catalunha |
econ. | εξουσία πρωτοβουλίας | poder de iniciativa |
social.sc. | επιτροπή-σύνδεσμος μεταξύ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των ομάδων ελεύθερης πρωτοβουλίας για την καταπολέμηση της φτώχειας | comissão de ligação entre a Comissão e entidades que se constituem como objetivo de combater a pobreza |
ed. | επιτυχής πρωτοβουλία | área que tivera éxito |
econ. | ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία | iniciativa para o crescimento europeu |
nucl.pow. | ευρωπαϊκή διεπιστημονική πρωτοβουλία χαμηλής δόσης | Iniciativa Pluridisciplinar Europeia sobre Doses Baixas |
gen. | Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για τη δραστηριοποίηση των πολιτών | iniciativa de cidadania europeia |
econ., fin. | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανάπτυξη' ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία | Iniciativa Europeia para o Crescimento |
IT | Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία λογισμικού και συστημάτων | iniciativa europeia relativa a suporte lógico e a sistemas |
IT | Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία λογισμικού και συστημάτων | iniciativa europeia de software e sistemas |
IT | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία λογισμικού και συστημάτωνESSI | Iniciativa europeia relativa a suporte lógico e a sistemas |
industr., construct. | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία με αντικείμενο την ποιότητα | iniciativa europeia de qualidade |
econ. | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία περιφερειακής παραγωγής | iniciativa europeia de produção regional |
IT | Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Συστημάτων και Λογισμικού | iniciativa europeia relativa a suporte lógico e a sistemas |
IT | Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία συστημάτων και λογισμικού | Iniciativa Europeia de Logicial e Sistemas |
IT | Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Συστημάτων και Λογισμικού | iniciativa europeia de software e sistemas |
gen. | Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Συστημάτων και Λογισμικού | Iniciativa Europeia de Software e Sistemas |
gen. | Ευρωπαϊκής πρωτοβουλία για τον εκδημοκρατισμό και την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου | Iniciativa europeia para a democratização e a proteção dos direitos do homem |
empl. | Ευρωπαϊκό δίκτυο ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά την τοπική ανάπτυξη και τις τοπικές πρωτοβουλίες δημιουργίας θέσεων απασχόλησης | Rede Europeia de Intercâmbio de Informações sobre o Desenvolvimento Local e as Iniciativas Locais de Emprego |
ed. | Ευρωπαϊκό δίκτυο πρωτοβουλιών κατάρτισης | rede europeia de iniciativas de formação |
empl. | Ευρωπαϊκό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για την τοπική ανάπτυξη και τις τοπικές πρωτοβουλίες για την απασχόληση | Rede Europeia de Intercâmbio de Informações sobre o Desenvolvimento Local e as Iniciativas Locais de Emprego |
gen. | η Eπιτροπή με δική της πρωτοβουλία,εξετάζει... | a Comissão,por iniciativa própria,examinará... |
fin. | ιδιωτική πρωτοβουλία | iniciativa privada |
gen. | Κεντροευρωπαϊκή πρωτοβουλία | Iniciativa Centro-Europeia |
pharma., R&D. | κοινή επιχείρηση για την υλοποίηση της κοινής τεχνολογικής πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα | Empresa comum para a execução da iniciativa tecnológica conjunta sobre medicamentos inovadores |
pharma., R&D. | κοινή επιχείρηση για την υλοποίηση της κοινής τεχνολογικής πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα | Empresa Comum "Iniciativa sobre medicamentos inovadores" |
pharma., R&D. | κοινή επιχείρηση για την υλοποίηση της κοινής τεχνολογικής πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα | Empresa Comum IMI |
pharma., R&D. | κοινή επιχείρηση της πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα | Empresa comum para a execução da iniciativa tecnológica conjunta sobre medicamentos inovadores |
pharma., R&D. | κοινή επιχείρηση της πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα | Empresa Comum "Iniciativa sobre medicamentos inovadores" |
pharma., R&D. | κοινή επιχείρηση της πρωτοβουλίας για τα καινοτόμα φάρμακα | Empresa Comum IMI |
econ. | κοινή πρωτοβουλία | iniciativa conjunta |
transp., avia. | κοινή τεχνολογική πρωτοβουλία Clean Sky | ITC Clean Sky |
transp., avia. | κοινή τεχνολογική πρωτοβουλία Clean Sky | Iniciativa Tecnológica Conjunta Clean Sky |
nat.sc., industr. | κοινή τεχνολογική πρωτοβουλία | Iniciativa Tecnológica Conjunta |
pharma., R&D. | κοινή τεχνολογική πρωτοβουλία για τα καινοτόμα φάρμακα | Iniciativa sobre Medicamentos Inovadores |
gen. | κοινοτική πρωτοβουλία | Iniciativa Comunitária |
gen. | κοινοτική πρωτοβουλία | iniciativa comunitária |
lab.law. | Κοινοτική πρωτοβουλία "Απασχόληση και ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού" | Iniciativa comunitária "Emprego e Desenvolvimento dos Recursos Humanos" |
fin., polit., loc.name. | κοινοτική πρωτοβουλία για ανάπτυξη των μεθοριακών περιοχών, διασυνοριακή συνεργασία και επιλεγμένα δίκτυα ενέργειας | Iniciativa comunitária de desenvolvimento fronteiriço, cooperação transfronteiriça e redes de energia seleccionadas |
econ., el. | Κοινοτική πρωτοβουλία για περιφερειακή ανάπτυξη όσον αφορά τις υπηρεσίες και τα δίκτυα σχετικά με τη μετάδοση δεδομένωνΤΗΛΕΜΑΤΙΚΗ | Iniciativa Comunitária relativa ao Desenvolvimento Regional e respeitante aos Serviços e Redes relacionados com a Transmissão de Dados TELEMATIQUE |
polit., agric. | κοινοτική πρωτοβουλία για την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών | iniciativa comunitária relativa ao desenvolvimento rural |
sociol., ed., unions. | Κοινοτική πρωτοβουλία για την προώθηση της ισότητας ευκαιριών στον τομέα της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης | Emprego - Now |
social.sc. | κοινοτική πρωτοβουλία, για την προώθηση της ισότητας ευκαιριών στον τομέα της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης | Novas Oportunidades para as Mulheres |
social.sc. | κοινοτική πρωτοβουλία, για την προώθηση της ισότητας ευκαιριών στον τομέα της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης | iniciativa comunitária para a promoção da igualdade de oportunidades para as mulheres no domínio do emprego e da formação profissional |
fin., construct., mun.plan. | Κοινοτική πρωτοβουλία για τις αστικές περιοχές | Iniciativa comunitária para as áreas urbanas |
construct., mun.plan. | κοινοτική πρωτοβουλία για τις αστικές περιοχές | Programa comunitário para ajudar a encontrar soluções para os problemas económicos e sociais provocados pela crise em certas áreas atingidas pela depressão |
construct., mun.plan. | κοινοτική πρωτοβουλία για τις αστικές περιοχές | iniciativa comunitária relativa às áreas urbanas |
social.sc., ed., empl. | Κοινοτική πρωτοβουλία για τις νέες επαγγελματικές ειδικεύσεις, τις νέες ικανότητες και τις νέες ευκαιρίες απασχόλησης | Iniciativa Comunitária relativa às Novas Qualificações, Novas Competências e Novas Oportunidades de Emprego |
fin., polit., loc.name. | Κοινοτική πρωτοβουλία για τις παραμεθόριες περιοχές | Iniciativa Comunitária relativa a Áreas Fronteiriças |
fin., polit., loc.name. | Κοινοτική πρωτοβουλία για τις παραμεθόριες περιοχές | Iniciativa Comunitária para as Áreas Fronteiriças |
cultur. | Κοινοτική πρωτοβουλία "Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης" | Iniciativa "Cidade Europeia da Cultura" |
energ.ind. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ενέργειας | Iniciativa Europeia relativa às Redes de Distribuição e Transporte de Energia |
energ.ind. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ενέργειας | Iniciativa Comunitária relativa às Redes de Distribução e Transporte de Energia |
fin., polit., loc.name. | κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τη διευρωπαϊκή συνεργασία με σκοπό την ενθάρρυνση της αρμονικής και ισόρροπης ανάπτυξης του ευρωπαϊκού εδάφους | Iniciativa comunitária de cooperação transeuropeia destinada a promover o desenvolvimento harmonioso e equilibrado do território europeu |
gen. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τη μετατροπή της βιομηχανίας άμυνας | Iniciativa comunitária relativa à reconversão das atividades ligadas à defesa |
gen. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τη μετατροπή της βιομηχανίας άμυνας | Iniciativa comunitária relativa à renconversão das actividades ligadas à defesa |
fish.farm. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά την αναδιάρθρωση του αλιευτικού τομέα | Iniciativa comunitária relativa à reestruturação do sector de pesca |
econ., industr. | κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά την οικονομική μετατροπή των περιοχών με ανθρακωρυχεία | programa comunitário de reconversão das zonas mineiras |
econ., industr. | κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά την οικονομική μετατροπή των περιοχών με ανθρακωρυχεία | iniciativa comunitária relativa à reconversão económica das áreas de mineração do carvão |
gen. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά την προετοιμασία των επιχειρήσεων για την Ενιαία Αγορά | Preparação da Indústria Regional para o Mercado Único |
gen. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά την προετοιμασία των επιχειρήσεων για την Ενιαία Αγορά | Iniciativa Comunitária relativa à Preparação das Empresas com vista ao Mercado Único |
econ. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά την προσαρμογή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην ενιαία αγορά | Iniciativa comunitária relativa à adaptação das pequenas e médias empresas ao mercado único |
gen. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά την προσαρμογή των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στην ενιαία αγορά | Iniciativa comunitária relativa à adaptação das pequenas e médias empresas ao mercado único |
polit., loc.name. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τις εξόχως απόκεντρες περιφέρειες | Regiões Isoladas |
polit., loc.name. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τις εξόχως απόκεντρες περιφέρειες | Iniciativa Comunitária em favor das Regiões Ultraperiféricas |
econ., life.sc. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τις ιδιαίτερα απομακρυσμένες περιφέρειες | Iniciativa Comunitária relativa às Regiões Ultraperiféricas |
industr. | κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τις περιφέρειες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών και ειδών ένδυσης | iniciativa comunitária relativa às regiões fortemente dependentes do setor têxtil/vestuário |
industr., construct. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τις περιφέρειες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών και ειδών ένδυσης | Iniciativa comunitária relativa às regiões fortemente dependentes do setor têxtil/vestuário |
industr., construct. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τις περιφέρειες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών και ειδών ένδυσης | Iniciativa comunitária relativa às regiões fortemente dependentes do sector têxtil/vestuário |
gen. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τις περιφέρειες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών και των ειδών ένδυσης | Iniciativa Comunitária relativa às Regiões Fortemente Dependentes do Sector Têxtil e Vestuário |
fish.farm. | Κοινοτική πρωτοβουλία που ᄆφορά την αναδιάρθρωση του αλιευτικού τομέα | Iniciativa comunitária relativa à reestruturação do setor de pesca |
polit., loc.name., energ.ind. | κοινοτική πρωτοβουλία προς όφελος περιοχών που έχουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης περιοχές του στόχου αριθ. 1 και οι οποίες έχουν ανεπαρκή ενεργειακή υποδομή | Programa de iniciativa comunitária relativo a interligações energéticas |
polit., loc.name., energ.ind. | κοινοτική πρωτοβουλία προς όφελος περιοχών που έχουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης περιοχές του στόχου αριθ. 1 και οι οποίες έχουν ανεπαρκή ενεργειακή υποδομή | iniciativa comunitária a favor de regiões com atrasos de desenvolvimento regiões do objetivo 1 e que se encontram insuficientemente equipadas no domínio das infra-estruturas de energia |
social.sc. | Κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ορισμένες μειονεκτούσες ομάδες | Iniciativa Comunitária relativa às Pessoas Deficientes e a Certos Grupos Desfavorecidos |
social.sc. | κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ορισμένες μειονεκτούσες ομάδες | iniciativa comunitária relativa às pessoas deficientes e a certos grupos desfavorecidos |
coal. | Κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με την οικονομική αναδιάρθρωση των ανθρακοφόρων περιοχών; Κοινοτική πρωτοβουλία όσον αφορά την οικονομική ανασυγκρότηση των περιοχών με ανθρακωρυχεία | Iniciativa da Comunidade em matéria de Reconversão Económica das Áreas de Mineração do Carvão |
fin. | κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με την προετοιμασία των επιχειρήσεων στην προοπτική της ενιαίας αγοράς | iniciativa comunitária relativa à preparação das empresas com vista ao mercado único |
econ. | Κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με την προετοιμασία των επιχειρήσεων στην προοπτική της Ενιαίας Αγοράς | Iniciativa Comunitária relativa à Preparação das Empresas com vista ao Mercado Único |
ed. | κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τις νέες επαγγελματικές ειδικεύσεις, τις νέες ικανότητες και τις νέες ευκαιρίες απασχόλησης που απαιτεί η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και οι τεχνολογικές αλλαγές | Programa de iniciativa comunitária para a formação profissional |
ed. | κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τις νέες επαγγελματικές ειδικεύσεις, τις νέες ικανότητες και τις νέες ευκαιρίες απασχόλησης που απαιτεί η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και οι τεχνολογικές αλλαγές | iniciativa comunitária relativa às novas qualificações, novas tecnologias e novas oportunidades de emprego induzidas pela realização do mercado interno e pelas transformações tecnológicas |
R&D. | Κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τις περιφερειακές ικανότητες όσον αφορά την έρευνα, την τεχνολογία και την καινοτομία | Iniciativa Comunitária relativa às Capacidades Regionais no domínio da Investigação, Tecnologia e Inovação |
R&D. | Κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τις περιφερειακές ικανότητες όσον αφορά την έρευνα, την τεχνολογία και την καινοτομία | Ciência e Tecnologia para a Inovação e Desenvolvimento Regionais na Europa |
econ. | Κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τις περιφερειακές ικανότητες όσον αφορά την έρευνα,την τεχνολογία και την καινοτομία | Iniciativa Comunitária relativa às Capacidades Regionais no domínio da Investigação, Tecnologia e Inovação |
polit., loc.name., IT | κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τις υπηρεσίες και τα δίκτυα τηλεματικής για την περιφερειακή ανάπτυξη | iniciativa comunitária relativa aos serviços e redes de telemática para o desenvolvimento regional "Telemática" |
fin., polit., loc.name. | Κοινοτική πρωτοβουλία όσον αφορά τη διεθνική συνεργασία στον τομέα της χωροταξίας | Iniciativa comunitária relativa à cooperação transnacional para o ordenamento do território |
coal. | Κοινοτική πρωτοβουλία όσον αφορά την οικονομική ανασυγκρότηση των περιοχών με ανθρακωρυχεία | Iniciativa comunitária relativa à reconversão económica das zonas carboníferas |
gen. | Κοινοτική πρωτοβουλία όσον αφορά την οικονομική ανασυγκρότηση των περιοχών με ανθρακωρυχεία | Iniciativa comunitária relativa à reconversão económica das zonas carbonί feras |
econ. | Κοινοτική πρωτοβουλία όσον αφορά την οικονομική ανασυγκρότηση των περιοχών σιδήρου και χάλυβα | Iniciativa comunitária em matéria de reconversão das bacias siderúrgicas |
econ., coal. | Κοινοτική πρωτοβουλία όσον αφορά την οικονομική μετατροπή των περιοχών με ανθρακωρυχεία | Iniciativa da Comunidade em matéria de Reconversão Económica das Áreas de Mineração do Carvão |
social.sc., nat.sc. | κοινοτική τεχνολογική πρωτοβουλία υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ηλικιωμένων | iniciativa comunitária no domínio da tecnologia para deficientes e idosos |
social.sc., nat.sc. | κοινοτική τεχνολογική πρωτοβουλία υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ηλικιωμένων | Tecnologia ao Serviço da Integração Socioeconómica dos Deficientes e dos Idosos |
econ., polit., loc.name. | κοινοτικό πρόγραμμα πρωτοβουλίας υπέρ των παραμεθορίων περιοχών | programa de iniciativa comunitária a favor das zonas fronteiriças |
econ., polit., loc.name. | κοινοτικό πρόγραμμα πρωτοβουλίας υπέρ των παραμεθορίων περιοχών | Programa de iniciativa comunitária relativo às regiões transfronteiriças |
health. | λήψη φαρμάκων ιδία πρωτοβουλία | automedicação |
fin. | λειτουργικό πρόγραμμα κοινοτικής πρωτοβουλίας | Programa operacional de iniciativa comunitária |
gen. | Μεσογειακή πρωτοβουλία για την κλιματική αλλαγή | Iniciativa Mediterrânica sobre as Alterações Climáticas |
law | μη αποκλειστικό δικαίωμα ανάληψης πρωτοβουλίας | direito de iniciativa não exclusivo |
polit. | μη νομοθετική έκθεση πρωτοβουλίας | relatório de iniciativa não legislativa |
econ. | Μια πρωτοβουλία για πρωτοπόρους αγορές στην Ευρώπη | IMP na Europa |
econ. | Μια πρωτοβουλία για πρωτοπόρους αγορές στην Ευρώπη | iniciativa em prol dos mercados-piloto na Europa |
polit. | νομοθετική έκθεση πρωτοβουλίας | relatório de iniciativa legislativa |
econ. | νομοθετική πρωτοβουλία | iniciativa legislativa |
fin. | οικονομία πρωτοβουλιών και ευθυνών | economia baseada na iniciativa e na responsabilidade |
fin., UN | Οικονομική Πρωτοβουλία του Περιβαλλοντικού προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών | Iniciativa Financeira do Programa das Nações Unidas para o Ambiente |
gen. | ολοκληρωμένη πρωτοβουλία | iniciativa integrada |
fin. | ομάδα μελέτης "Prism - διασυνοριακές πρωτοβουλίες" | grupo de estudo "PRISM - Iniciativas Transfronteriças" |
mater.sc. | οριζόντια πρωτοβουλία υποστήριξης | iniciativa horizontal de apoio |
gen. | Παγκόσμια πρωτοβουλία για την καταπολέμηση της πυρηνικής τρομοκρατίας | Iniciativa Global de Combate ao Terrorismo Nuclear |
crim.law., h.rghts.act., UN | Παγκόσμια πρωτοβουλία των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση της εμπορίας προσώπων | Iniciativa Global contra o Tráfico de Seres Humanosdas Nações Unidas |
immigr. | Περιφερειακή Πρωτοβουλία για τη Μετανάστευση, το Άσυλο και τους Πρόσφυγες | iniciativa regional sobre migração, asilo e refugiados |
energ.ind. | Περιφερειακή Πρωτοβουλία για το Αέριο | Iniciativa Regional do Gás |
crim.law. | Περιφερειακό κέντρο της Πρωτοβουλίας συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης για την καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος | Centro Regional de Luta contra a Criminalidade Transfronteiras da SECI |
gen. | Πρωτοβουλία Αειφορίας του Τσιμέντου | Iniciativa para a Sustentabilidade do Cimento |
gen. | Πρωτοβουλία αμυντικών δυνατοτήτων | Iniciativa sobre as Capacidades de Defesa |
social.sc. | Πρωτοβουλία "Απασχόληση - Integra" | INTEGRA |
gen. | Πρωτοβουλία ασφάλειας κατά της διάδοσης | Iniciativa de Segurança contra a Proliferação |
ed. | Πρωτοβουλία "Βία στα σχολεία" - μέτρα για την καταπολέμηση της βίας στο σχολικό περιβάλλον | Iniciativa "Violência na escola" - Medidas que visam lutar contra a violência na escola |
transp., environ. | πρωτοβουλία για καθαρά συστήματα μεταφοράς | iniciativa para sistemas de transportes limpos |
commer., polit., interntl.trade. | Πρωτοβουλία για τα διαρθρωτικά εμπόδια ; Πρωτοβουλία για την άρση των διαρθρωτικών εμποδίων | Iniciativa sobre os Obstáculos Estruturais |
fin., econ. | πρωτοβουλία για τα ομόλογα χρηματοδότησης έργων στο πλαίσιο της στρατηγικής "Ευρώπη 2020" | Iniciativa Europa 2020 – obrigações para financiamento de projetos |
IT | πρωτοβουλία για τη διαπεριφερειακή κοινωνία των πληροφοριών | iniciativa para uma sociedade inter-regional da informação |
coal., oil | Πρωτοβουλία για τη διαφάνεια των εξορυκτικών βιομηχανιών | Iniciativa para a Transparência das Indústrias Extrativas |
fin. | Πρωτοβουλία για την Αμερική | Iniciativa para as Américas |
empl. | Πρωτοβουλία για την απασχόληση των νέων | Iniciativa para o Emprego dos Jovens |
econ. | Πρωτοβουλία για την ενθάρρυνση της εταιρικής σχέσης μεταξύ βιομηχανιών και υπηρεσιών στην Ευρώπη | Promoção da Cooperação entre as Indústrias e/ou Serviços na Europa |
environ. | Πρωτοβουλία για την Προστασία και την Πρόληψη Καταστροφών | Iniciativa de Preparação para Catástrofes e sua Prevenção |
environ. | Πρωτοβουλία για την Προστασία και την Πρόληψη Καταστροφών στη Βαλκανική | Iniciativa de Preparação para Catástrofes e sua Prevenção |
health. | πρωτοβουλία για την υγεία των νέων | Iniciativa em matéria de saúde juvenil |
environ. | πρωτοβουλία για την υποβολή εκθέσεων παγκοσμίως | Iniciativa Global Reporting |
industr. | πρωτοβουλία για την υποστήριξη της τεχνολογίας, της ασφάλειας και της ποιότητας στον βιομηχανικό τομέα | iniciativa de apoio à tecnologia, à segurança e à qualidade industrial |
gen. | πρωτοβουλία δημιουργίας θέσεων απασχόλησης | iniciativas criadoras de postos de trabalho |
Braz., comp., MS | Πρωτοβουλία διαχείρισης ενέργειας OnNow | Sistema OnNow |
comp., MS | Πρωτοβουλία διαχείρισης ενέργειας OnNow | Iniciativa OnNow |
Braz., comp., MS | Πρωτοβουλία δυναμικών συστημάτων | Dynamic Systems Initiative |
gen. | πρωτοβουλία ειρήνης και συμφιλίωσης | Iniciativa de paz e de reconciliação |
transp., environ. | πρωτοβουλία εξυγίανσης των ακτών | iniciativa de saneamento do litoral |
econ. | πρωτοβουλία ευρωπαίων πολιτών | iniciativa cidadã |
gen. | πρωτοβουλία κατά της απάτης στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα | iniciativa antifraude têxtil |
R&D. | πρωτοβουλία κοινού προγραμματισμού | iniciativa de programação conjunta |
ed. | πρωτοβουλία "Eκπαίδευση για Όλους" | Iniciativa de Aceleração |
ed. | πρωτοβουλία "Eκπαίδευση για Όλους" | Educação para Todos/Iniciativa de Aceleração |
immigr. | πρωτοβουλία μεταναστευτικών οδών | Iniciativa sobre rotas migratórias |
construct. | Πρωτοβουλία "Οι Πολίτες Πρώτα" | Iniciativa "Prioridade aos cidadãos" |
h.rghts.act. | Πρωτοβουλία "Οι Πολίτες Πρώτα"; Πρωτοβουλία "Πολίτες της Ευρώπης" | Iniciativa "Prioridade aos Cidadãos" |
UN | Πρωτοβουλία "Παγκόσμιο Συμβόλαιο" | Iniciativa "Compacto Global" |
econ., fin., ed. | πρωτοβουλία παραγωγικότητας | Iniciativa Produtividade |
social.sc. | πρωτοβουλία-πλαίσιο για την κοινωνική προστασία | iniciativa quadro sobre a proteção social |
environ. | πρωτοβουλία πολιτών | iniciativa dos cidadãos |
econ. | πρωτοβουλία πολιτών | iniciativa cidadã |
textile | Πρωτοβουλία που προορίζεται για τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργίας-ένδυσης της Πορτογαλίας | Iniciativa destinada à modernização da indústria dos têxteis-vestuário de Portugal |
IT | πρωτοβουλία σε συστήματα ανοικτού μικροεπεξεργαστή | iniciativa relativa a sistemas abertos de microprocessadores |
environ., energ.ind. | Πρωτοβουλία MED-TECHNO στο πεδίο της επεξεργασίας και επαναχρησιμοποίησης ακάθαρτου νερού κάνοντας χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας | Iniciativa MED-TECHNO no domínio do tratamento ou da valorização de águas residuais, utilizando energias renováveis |
gen. | πρωτοβουλία στον τομέα στρατιωτικής έρευνας και τεχνολογίας | Cooperação Europeia para a Defesa de Longo Prazo |
gen. | Πρωτοβουλία Στρατηγικής ΄Αμυνας | Iniciativa de Defesa Estratégica |
gen. | Πρωτοβουλία συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης | Iniciativa para a Cooperação na Europa do Sudeste |
gen. | Πρωτοβουλία της Αδριατικής και του Ιονίου | Iniciativa Adriático-Jónica |
econ. | πρωτοβουλία της ΕΕ | iniciativa da UE |
IT, industr. | πρωτοβουλία της Επιτροπής για την τυποποίηση στην κοινωνία των πληροφοριών | iniciativa de normalização no domínio da sociedade da informação |
agric. | πρωτοβουλία της Κύπρου για την καταπολέμηση της πείνας στον κόσμο | Iniciativa de Chipre contra a Fome no Mundo |
econ., fin. | πρωτοβουλία της Ομάδας των 20 G-20 όσον αφορά τα κενά στα στατιστικά στοιχεία | iniciativa do G-20 referente às lacunas de dados |
gen. | πρωτοβουλία τοπικής ανάπτυξης | iniciativa de desenvolvimento local |
transp., industr. | Πρωτοβουλία του Ελέγχου του Κράτους του Λιμένα για τον Εντοπισμό των Πλοίων Μειωμένου Επιπέδου Ασφαλείας | Iniciativa da inspeção pelo Estado do Porto para selecionar os navios não conformes com as normas |
gen. | Πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | iniciativa do Parlamento Europeu |
econ. | πρωτοβουλία των επιχειρήσεων | iniciativas das empresas |
gen. | Πρωτοβουλία Υπεράκτιου Δικτύου των Χωρών της Βόρειας Θάλασσας | Iniciativa Rede ao Largo da Costa dos Países dos Mares do Norte |
gen. | πρωτοβουλία υποδοχής | iniciativa de acolhimento |
gen. | πρωτοβουλίες διάδοσης των πληροφοριών | iniciativas de divulgação |
mater.sc. | Πρωτοβουλίες υποστήριξης των επιστημονικών πάρκων | Iniciativas de apoio aos parques científicos |
law, social.sc. | πρόγραμμα ανάπτυξης συντονισμένων πρωτοβουλιών σχετικά με την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, τις εξαφανίσεις ανηλίκων και τη χρησιμοποίηση των μέσων τηλεπικοινωνίας για σκοπούς εμπορίας ανθρώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών | programa de promoção de iniciativas coordenadas de luta contra o tráfico de seres humanos e a exploração sexual de crianças, os desaparecimentos de menores e a utilização de meios de telecomunicações para fins de tráfico de seres humanos e exploração sexual de crianças |
agric. | πρόγραμμα κοινοτικής πρωτοβουλίας | programa de iniciativa comunitária |
gen. | πρόγραμμα κοινοτικής πρωτοβουλίας | Programa de Iniciativa Comunitária |
ed. | Πρόγραμμα κοινοτικής πρωτοβουλίας για την επαγγελματική εκπαίδευση | iniciativa comunitária relativa às novas qualificações, novas tecnologias e novas oportunidades de emprego induzidas pela realização do mercado interno e pelas transformações tecnológicas |
ed. | Πρόγραμμα κοινοτικής πρωτοβουλίας για την επαγγελματική εκπαίδευση | Programa de iniciativa comunitária para a formação profissional |
econ., polit., loc.name. | Πρόγραμμα κοινοτικής πρωτοβουλίας σχετικά με τις διασυνοριακές περιφέρειες | programa de iniciativa comunitária a favor das zonas fronteiriças |
econ., polit., loc.name. | Πρόγραμμα κοινοτικής πρωτοβουλίας σχετικά με τις διασυνοριακές περιφέρειες | Programa de iniciativa comunitária relativo às regiões transfronteiriças |
econ. | Πρόγραμμα κοινοτικής πρωτοβουλίας υπέρ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων | Programa de Iniciativa Comunitária em prol das Pequenas e Médias Empresas |
econ. | Πρόγραμμα πρωτοβουλιών για την αύξηση της παραγωγικότητας στα Νέα Ανεξάρτητα Κράτη και τη Μογγολία | Programa de iniciativa a favor da produtividade destinado aos Novos Estados Independentes e à Mongólia |
law, lab.law. | Πρόγραμμα υποστήριξης πρωτοβουλιών για τήν απασχόληση | Programa de apoio a criação de empregos |
econ., social.sc., empl. | Πρόγραμμα υποστήριξης πρωτοβουλιών για την απασχόληση | Programa de Apoio à Criação de Emprego |
IT | συμβουλευτική ομάδα για τις πρωτοβουλίες τυποποίησης στην κοινωνία των πληροφοριών | painel consultivo sobre normalização no domínio da sociedade da informação |
IT | συμβουλευτική ομάδα για τις πρωτοβουλίες τυποποίησης στην κοινωνία των πληροφοριών | painel consultivo sobre iniciativas de normalização para a sociedade da informação |
ed. | σχέδιο πρωτοβουλίας νέων | projeto de iniciativa juvenil |
gen. | Τοπικές πρωτοβουλίες ανάπτυξης και απασχόλησης | Iniciativas locais de desenvolvimento e de emprego |
econ. | τοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης | iniciativa local para o emprego |
gen. | τοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης | iniciativa local de emprego |
econ., fin., lab.law. | τοπική πρωτοβουλία ανάπτυξης και απασχόλησης | Iniciativa Local de Desenvolvimento e Emprego |
polit., loc.name., lab.law. | τοπική πρωτοβουλία απασχόλησης | iniciativa local de emprego |
polit., loc.name., lab.law. | τοπική πρωτοβουλία απασχόλησης | iniciativa local de criação de emprego |
gen. | τοπική πρωτοβουλία για την απασχόληση | iniciativa local para o emprego |
construct., mun.plan. | τοπικό κέντρο πρωτοβουλιών στις πόλεις | centro local de iniciativas urbanas |
law | χώρα πρωτοβουλίας | país precursor |
law | χώρα πρωτοβουλίας | país pioneiro |
gen. | όργανο πρωτοβουλίας | órgão de iniciativa |