DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Marketing containing η | all forms | exact matches only
GreekPortuguese
έκθεση ελεγκτή χωρίς παρατηρήσεις ή επιφυλάξειςopinião sem reservas
βιομηχανικές ή εμπορικές επιχειρήσειςempresas industriais ou comerciais
διαπραγμάτευση συναλλάγματος ή πολυτίμων μετάλλωνtransações sobre divisas e metais preciosos
διεθνής συμφωνία ή ρύθμιση προϊόντοςacordo ou convénio internacional sobre produtos de base
διευθύνει ή επηρεάζει αισθητά τις εισαγωγέςdirigir ou influenciar sensivelmente as importações
εισόδημα από εμπορικές πράξεις ή άλλες ενέργειεςreceitas de comissões e de outras operações bancárias
επηρεάζει άμεσα τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές μεταξύ των Kρατών μελώνinfluenciar indiretamente as importações ou as exportações entre os Estados-Membros
επηρεάζει άμεσα τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές μεταξύ των Kρατών μελώνinfluenciar diretamente as importações ou as exportações entre os Estados-Membros
η ανάλυση των εξόδων σε μεγάλες υποδιαιρέσειςa subdivisão das despesas em grandes rubricas
η ανταγωνιστική ικανότης των επιχειρήσεωνa competitividade das empresas
η αρχή της αμοιβαιότητοςo princípio da reciprocidade
η εμπορία της εγχωρίου παραγωγήςa comercialização da produção interna
η εμπορία των διαφόρων προ2bόντωνa comercialização dos diversos produtos
η ευθύνη των διατακτών και των υπολόγωνa responsabilidade dos ordenadores e contabilistas
η κατάργηση των περιορισμών στις συναλλαγέςa supressão das restrições ao comércio
η κατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών τουςo estado da sua balança de pagamentos
η κατάχρηση αυτή δύναται να συνίσταται ιδίως...estas práticas abusivas podem,nomeadamente,consistir em...
η κατανομή των αγορώνrepartir os mercados
η Eπιτροπή διαβουλεύεται με τα ενδιαφερόμενα Kράτη μέληa Comissão consultará os Estados-Membros em causa
η προβλεπόμενη τιμή στην αγοράo preço de mercado previsível
η σύναψη μακροπροθέσμων συμφωνιών ή συμβάσεωνa conclusão de acordos ou contratos a longo prazo
θίγεται η αύξηση του όγκου των συναλλαγώνdificultar a expansão do volume das trocas comerciais
κάθε πρακτική η οποία έχει ως σκοπό την εξασφάλιση προνομιακής θέσεωςtodas as práticas que tenham por objetivo assegurar uma posição privilegiada
κέρδος ή ζημία έναντι της αποδοχής της προσφερομένης τιμής της μετοχήςse as propostas são aceites, os dividendos por ações serão de...
κατασκευή κτιρίων ή τεχνικών έργων σε οικόπεδα τρίτων-υπολογισμός αποσβέσεών τουςedifícios e outras construções
μέθοδοι ντάμπινγκ ή άλλες πρακτικές αποδοκιμαζόμενες από τον Xάρτη της Aβάναςpráticas de dumping ou outras condenadas pela Carta de Havana
μέθοδος της τιμής κόστους ή της αγοραίας τιμήςmétodo do mais baixo custo ou valor de mercado
μέρισμα καταβλητέον εις μετρητά ή εις μετοχάςdividendo sujeito a opção
μέρισμα καταβλητέον εις μετρητά ή εις μετοχάςdividendo à escolha do portador
μέρισμα καταβλητέον εις μετρητά ή εις μετοχάςdividendo opcional
μέτρα συντονισμού ή ανταγωνισμούmedidas de coordenação ou concorrência
μη δίκαιες τιμές αγοράς ή πωλήσεωςpreços de compra ou de venda não equitativos
μηχανή μέτρησης ή αφαίρεσης των κερμάτωνmáquina de contar moedas
ο περιορισμός ή ο έλεγχος της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεωςlimitar ou controlar a distribuição ou o desenvolvimento técnico
οι τιμές αγοράς ή πωλήσεωςos preços de compra ou de venda
πραγματοποίηση προϋπολογισμών εσόδων ή εξόδωνtransferência das contas de provisões
προϊόντα όμοια ή ευθέως ανταγωνιστικάprodutos similares ou diretamente concorrentes
συγκεντρώνουν τα διακαιώματα ή στοιχεία ενεργητικούreunir os direitos ou elementos do ativo
συμφωνίες εξειδικεύσεως ή συμφωνίες από κοινού αγοράς ή πωλήσεωςacordos de especialização ou acordos de compra ou de venda comum
franchise συνασπισμού ή διμερόυς συνδέσμουfranquia bipolar
τα μέτρα δύνανται να προσαρμοσθούν στους κανόνες που θεσπίζει η παρο29σα συνθήκηas medida serão adotadas às regras estabelecidas no presente Tratado
το νόμισμα του Kράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του ο πιστωτής ή ο δικαιούχοςa moeda do Estado-Membro em que reside o credor ou o beneficiário
το Kράτος προελεύσεως ή προορισμού των Προ2bόντωνo país de origem ou de destino dos produtos
τραπεζικό δάνειο ως προκαταβολή για την προετοιμασία ή εκτέλεση έργουadiantamentos em conta-correntes
τραπεζικό δάνειο ως προκαταβολή για την προετοιμασία ή εκτέλεση έργουadiantamentos aos clientes
φορτωτική στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου ή "εις διαταγήν"conhecimento nominativo ou à ordem
όρος της αγοράς ή παρεμφερής όροςcondição de mercado ou condição similar