Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Marketing
containing
η
|
all forms
|
exact matches only
Greek
Portuguese
έκθεση ελεγκτή χωρίς παρατηρήσεις
ή
επιφυλάξεις
opinião sem reservas
βιομηχανικές
ή
εμπορικές επιχειρήσεις
empresas industriais ou comerciais
διαπραγμάτευση συναλλάγματος
ή
πολυτίμων μετάλλων
transações sobre divisas e metais preciosos
διεθνής συμφωνία
ή
ρύθμιση προϊόντος
acordo ou convénio internacional sobre produtos de base
διευθύνει
ή
επηρεάζει αισθητά τις εισαγωγές
dirigir ou influenciar sensivelmente as importações
εισόδημα από εμπορικές πράξεις
ή
άλλες ενέργειες
receitas de comissões e de outras operações bancárias
επηρεάζει άμεσα τις εισαγωγές
ή
τις εξαγωγές μεταξύ των Kρατών μελών
influenciar indiretamente as importações ou as exportações entre os Estados-Membros
επηρεάζει άμεσα τις εισαγωγές
ή
τις εξαγωγές μεταξύ των Kρατών μελών
influenciar diretamente as importações ou as exportações entre os Estados-Membros
η
ανάλυση των εξόδων σε μεγάλες υποδιαιρέσεις
a subdivisão das despesas em grandes rubricas
η
ανταγωνιστική ικανότης των επιχειρήσεων
a competitividade das empresas
η
αρχή της αμοιβαιότητος
o princípio da reciprocidade
η
εμπορία της εγχωρίου παραγωγής
a comercialização da produção interna
η
εμπορία των διαφόρων προ2bόντων
a comercialização dos diversos produtos
η
ευθύνη των διατακτών και των υπολόγων
a responsabilidade dos ordenadores e contabilistas
η
κατάργηση των περιορισμών στις συναλλαγές
a supressão das restrições ao comércio
η
κατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών τους
o estado da sua balança de pagamentos
η
κατάχρηση αυτή δύναται να συνίσταται ιδίως...
estas práticas abusivas podem,nomeadamente,consistir em...
η
κατανομή των αγορών
repartir os mercados
η
Eπιτροπή διαβουλεύεται με τα ενδιαφερόμενα Kράτη μέλη
a Comissão consultará os Estados-Membros em causa
η
προβλεπόμενη τιμή στην αγορά
o preço de mercado previsível
η
σύναψη μακροπροθέσμων συμφωνιών ή συμβάσεων
a conclusão de acordos ou contratos a longo prazo
θίγεται
η
αύξηση του όγκου των συναλλαγών
dificultar a expansão do volume das trocas comerciais
κάθε πρακτική
η
οποία έχει ως σκοπό την εξασφάλιση προνομιακής θέσεως
todas as práticas que tenham por objetivo assegurar uma posição privilegiada
κέρδος
ή
ζημία έναντι της αποδοχής της προσφερομένης τιμής της μετοχής
se as propostas são aceites, os dividendos por ações serão de...
κατασκευή κτιρίων
ή
τεχνικών έργων σε οικόπεδα τρίτων-υπολογισμός αποσβέσεών τους
edifícios e outras construções
μέθοδοι ντάμπινγκ
ή
άλλες πρακτικές αποδοκιμαζόμενες από τον Xάρτη της Aβάνας
práticas de dumping ou outras condenadas pela Carta de Havana
μέθοδος της τιμής κόστους
ή
της αγοραίας τιμής
método do mais baixo custo ou valor de mercado
μέρισμα καταβλητέον εις μετρητά
ή
εις μετοχάς
dividendo sujeito a opção
μέρισμα καταβλητέον εις μετρητά
ή
εις μετοχάς
dividendo à escolha do portador
μέρισμα καταβλητέον εις μετρητά
ή
εις μετοχάς
dividendo opcional
μέτρα συντονισμού
ή
ανταγωνισμού
medidas de coordenação ou concorrência
μη δίκαιες τιμές αγοράς
ή
πωλήσεως
preços de compra ou de venda não equitativos
μηχανή μέτρησης
ή
αφαίρεσης των κερμάτων
máquina de contar moedas
ο περιορισμός
ή
ο έλεγχος της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως
limitar ou controlar a distribuição ou o desenvolvimento técnico
οι τιμές αγοράς
ή
πωλήσεως
os preços de compra ou de venda
πραγματοποίηση προϋπολογισμών εσόδων
ή
εξόδων
transferência das contas de provisões
προϊόντα όμοια
ή
ευθέως ανταγωνιστικά
produtos similares ou diretamente concorrentes
συγκεντρώνουν τα διακαιώματα
ή
στοιχεία ενεργητικού
reunir os direitos ou elementos do ativo
συμφωνίες εξειδικεύσεως
ή
συμφωνίες από κοινού αγοράς ή πωλήσεως
acordos de especialização ou acordos de compra ou de venda comum
franchise συνασπισμού
ή
διμερόυς συνδέσμου
franquia bipolar
τα μέτρα δύνανται να προσαρμοσθούν στους κανόνες που θεσπίζει
η
παρο29σα συνθήκη
as medida serão adotadas às regras estabelecidas no presente Tratado
το νόμισμα του Kράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του ο πιστωτής
ή
ο δικαιούχος
a moeda do Estado-Membro em que reside o credor ou o beneficiário
το Kράτος προελεύσεως
ή
προορισμού των Προ2bόντων
o país de origem ou de destino dos produtos
τραπεζικό δάνειο ως προκαταβολή για την προετοιμασία
ή
εκτέλεση έργου
adiantamentos em conta-correntes
τραπεζικό δάνειο ως προκαταβολή για την προετοιμασία
ή
εκτέλεση έργου
adiantamentos aos clientes
φορτωτική στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου
ή
"εις διαταγήν"
conhecimento nominativo ou à ordem
όρος της αγοράς
ή
παρεμφερής όρος
condição de mercado ou condição similar
Get short URL