DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing δικαστική απόφαση | all forms | in specified order only
SubjectGreekPortuguese
lawαποδέχομαι την δικαστική απόφασηaceitar a decisão judicial
lawδεδικασμένο από οριστική δικαστική απόφασηautoridade do caso julgado
lawδικαιοπλαστική δικαστική απόφασηdecisão jurisprudencial
lawδικαστική αποφαση που είναι εκτελεστή παρά την άσκηση εφέσεως ή ανακοπήςsentença executória não obstante ser suscetível de recurso
lawδικαστική απόφασηdecisão de justiça
environ.δικαστική απόφαση παραγγελία, έννομος τάξηportaria relativa à proteção do ambiente
environ."δικαστική απόφαση παραγγελία, έννομος τάξη"proteção do ambiente legislação
environ.δικαστική απόφαση παραγγελία, έννομος τάξηproteção do ambiente legislação
environ."δικαστική απόφαση παραγγελία, έννομος τάξη"portaria relativa à proteção do ambiente
environ.δικαστική απόφασηregras judiciárias
environ.δικαστική απόφασηprotecção do ambiente legislação (παραγγελία, έννομος τάξη)
lawδικαστική απόφασηdecisão judicial
environ.δικαστική απόφαση/δικαστικός κανόναςregras judiciárias
environ.δικαστική απόφαση/δικαστικός κανόναςnorma judiciária
lawδικαστική απόφαση κατά της οποίας έχει ασκηθεί ένδικο μέσοsentença de que foi interposto recurso
lawδικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί κατόπιν απάτηςdecisão obtida por fraude
lawδικαστική απόφαση που απορρίπτει την αγωγήsentença que indefere a ação 
lawδικαστική απόφαση που είναι προσωρινά εκτελεστήdecisão executória provisória
lawδικαστική απόφαση που επιδέχεται άσκηση ενδίκου μέσουsentença suscetível de recurso
lawδικαστική απόφαση που ικανοποιεί τον ενάγονταsentença a favor do requerente
lawεξαφανίζω μια δικαστική απόφασηanular
lawεπικαλούμαι δικαστική απόφαση έναντι οποιουδήποτε ενδιαφερομένουinvocar uma decisão judicial junto de qualquer interessado
gen.η εξαφάνιση εκηρύχθη με δικαστική απόφαση που αποτελεί δεδικασμένοa morte presumida tiver sido declarada por sentença com trânsito em julgado
lawθάνατος που βεβαιώθηκε με δικαστική απόφασηmorte declarada por sentença
lawθεμελιώδης δικαστική απόφασηacórdão doutrinário
lawθεμελιώδης δικαστική απόφασηacórdão de princípio
law, fin.παραχώρηση με δικαστική απόφασηvenda judicial
econ.χωρισμός με δικαστική απόφασηseparação judicial