Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
containing
δικαστική απόφαση
|
all forms
|
in specified order only
Subject
Greek
Portuguese
law
αποδέχομαι την
δικαστική απόφαση
aceitar a decisão judicial
law
δεδικασμένο από οριστική
δικαστική απόφαση
autoridade do caso julgado
law
δικαιοπλαστική
δικαστική απόφαση
decisão jurisprudencial
law
δικαστική αποφαση
που είναι εκτελεστή παρά την άσκηση εφέσεως ή ανακοπής
sentença executória não obstante ser suscetível de recurso
law
δικαστική απόφαση
decisão de justiça
environ.
δικαστική απόφαση
παραγγελία, έννομος τάξη
portaria relativa à proteção do ambiente
environ.
"
δικαστική απόφαση
παραγγελία, έννομος τάξη
"
proteção do ambiente
legislação
environ.
δικαστική απόφαση
παραγγελία, έννομος τάξη
proteção do ambiente
legislação
environ.
"
δικαστική απόφαση
παραγγελία, έννομος τάξη
"
portaria relativa à proteção do ambiente
environ.
δικαστική απόφαση
regras judiciárias
environ.
δικαστική απόφαση
protecção do ambiente
legislação
(παραγγελία, έννομος τάξη)
law
δικαστική απόφαση
decisão judicial
environ.
δικαστική απόφαση
/δικαστικός κανόνας
regras judiciárias
environ.
δικαστική απόφαση
/δικαστικός κανόνας
norma judiciária
law
δικαστική απόφαση
κατά της οποίας έχει ασκηθεί ένδικο μέσο
sentença de que foi interposto recurso
law
δικαστική απόφαση
που έχει εκδοθεί κατόπιν απάτης
decisão obtida por fraude
law
δικαστική απόφαση
που απορρίπτει την αγωγή
sentença que indefere a ação
law
δικαστική απόφαση
που είναι προσωρινά εκτελεστή
decisão executória provisória
law
δικαστική απόφαση
που επιδέχεται άσκηση ενδίκου μέσου
sentença suscetível de recurso
law
δικαστική απόφαση
που ικανοποιεί τον ενάγοντα
sentença a favor do requerente
law
εξαφανίζω μια
δικαστική απόφαση
anular
law
επικαλούμαι
δικαστική απόφαση
έναντι οποιουδήποτε ενδιαφερομένου
invocar uma decisão judicial junto de qualquer interessado
gen.
η εξαφάνιση εκηρύχθη με
δικαστική απόφαση
που αποτελεί δεδικασμένο
a morte presumida tiver sido declarada por sentença com trânsito em julgado
law
θάνατος που βεβαιώθηκε με
δικαστική απόφαση
morte declarada por sentença
law
θεμελιώδης
δικαστική απόφαση
acórdão doutrinário
law
θεμελιώδης
δικαστική απόφαση
acórdão de princípio
law, fin.
παραχώρηση με
δικαστική απόφαση
venda judicial
econ.
χωρισμός με
δικαστική απόφαση
separação judicial
Get short URL