DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing διεύθυνση | all forms
GreekPortuguese
διεύθυνση πλέξηςdireção do fabrico da renda
διεύθυνση τραβήγματος του δέρματοςdireção de estiramento
θέση συγκολλήσεως εσωραφής σε οριζόντια διεύθυνση σε κατακόρυφο επίπεδοposição de soldadura em cornija
κατά πλάτος διεύθυνσηlarguras da renda
κοπή κατ'εγκάρσια διεύθυνσηcorte transversal
μεταβολή κατά τη διεύθυνση της κίνησης της μηχανήςperfil no sentido longitudinal
μεταβολή κατά τη διεύθυνση της κίνησης της μηχανήςperfil longitudinal
μεταβολή κατά τη διεύθυνση της κίνησης της μηχανήςdireção da máquina
περιοχή στην οπ οία ένα ρεύμα αλλάζει διεύθυνση ροήςregião na qual a corrente inverte o seu sentido de fluxo
περιοχή στην οπ οία ένα ρεύμα αλλάζει διεύθυνση ροήςzona de inversão da corrente
περιοχή στην οπ οία ένα ρεύμα αλλάζει διεύθυνση ροήςplano de inversão da velocidade da corrente