Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Spanish
Tatar
Ukrainian
Vietnamese
Terms
for subject
Social science
containing
διάσταση
|
all forms
Greek
Portuguese
αγνοών
ουσα
τη
διάσταση
του φύλου
insensível à dimensão do género
Ανθρώπινη
διάσταση
του προγράμματος πλανητικών περιβαλλοντικών αλλαγών
Dimensão Humana do Programa sobre Alterações Ambientais Globais
διάσταση
της ισότητας
dimensão da igualdade
ευαισθητοποιημένος ως προς τη
διάσταση
του φύλου
sensível à dimensão de género
ευρωπαϊκή
διάσταση
dimensão europeia
κοινωνική
διάσταση
της ενιαίας αγοράς
dimensão social do espaço comum
Ομάδα υψηλού επιπέδου για την απασχόληση και την κοινωνική
διάσταση
της κοινωνίας της πληροφορίας' Ομάδα ESDIS
Grupo EDSSI
Ομάδα υψηλού επιπέδου για την απασχόληση και την κοινωνική
διάσταση
της κοινωνίας της πληροφορίας' Ομάδα ESDIS
Grupo de Alto Nível para o Emprego e a Dimensão Social da Sociedade da Informação
Παγκόσμια Επιτροπή για την κοινωνική
διάσταση
της παγκοσμιοποίησης
Comissão Mundial sobre a Dimensão Social da Globalização
που αγνοούν τη
διάσταση
"ισότητα των δύο φύλων"
insensível á dimensão de género
συνάφεια προς τη
διάσταση
του φύλου
relevância em termos de género
σχεδιασμός που εντάσσει τη
διάσταση
του φύλου
planeamento em função do género
Get short URL