DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Social science containing διάσταση | all forms
GreekPortuguese
αγνοών ουσα τη διάσταση του φύλουinsensível à dimensão do género
Ανθρώπινη διάσταση του προγράμματος πλανητικών περιβαλλοντικών αλλαγώνDimensão Humana do Programa sobre Alterações Ambientais Globais
διάσταση της ισότηταςdimensão da igualdade
ευαισθητοποιημένος ως προς τη διάσταση του φύλουsensível à dimensão de género
ευρωπαϊκή διάστασηdimensão europeia
κοινωνική διάσταση της ενιαίας αγοράςdimensão social do espaço comum
Ομάδα υψηλού επιπέδου για την απασχόληση και την κοινωνική διάσταση της κοινωνίας της πληροφορίας' Ομάδα ESDISGrupo EDSSI
Ομάδα υψηλού επιπέδου για την απασχόληση και την κοινωνική διάσταση της κοινωνίας της πληροφορίας' Ομάδα ESDISGrupo de Alto Nível para o Emprego e a Dimensão Social da Sociedade da Informação
Παγκόσμια Επιτροπή για την κοινωνική διάσταση της παγκοσμιοποίησηςComissão Mundial sobre a Dimensão Social da Globalização
που αγνοούν τη διάσταση "ισότητα των δύο φύλων"insensível á dimensão de género
συνάφεια προς τη διάσταση του φύλουrelevância em termos de género
σχεδιασμός που εντάσσει τη διάσταση του φύλουplaneamento em função do género